Θα μου πείτε, πώς να οικοδομήσεις με ένα τέτοιο θέμα; Το πιο εύλογο είναι να στηλιτεύσεις, χτυπήσεις και δείξεις την υποκρισία. Όχι σε πρόσωπα αλλά σε συνήθειες. Ακόμη κι αυτός ο λόγος, ακόμη κι αν μοιάζει ξένος -ως καταγγελτικός – δεν εκφράζεται ως άλλοθι, ως κάτι που αποτελεί απωθημένο αλλά κρύβει μέσα του μία μεγάλη μα συνάμα τραγικά βιωματική αλήθεια.
Θέλω να πω πως αισθανόμενος και αφουγκραζόμενος τις ανησυχίες και αγωνίες ανθρώπων εντός και εκτός των τειχών της Εκκλησίας, η υποκρισία δεν συναντάται μόνο στην Εκκλησία όπως ισχυρίζονται οι έχοντες καλή και κακή προαίρεση αλλά παντού, σε όλους τους χώρους. Όμως στην Εκκλησία περισσότερο. Και αυτό είναι ένας λόγος να απομακρύνεσαι. Επ’ ουδενί δεν σημαίνει πάντα πρόφαση αλλά καταντά να αποτελεί έναν υπολογίσιμο λόγο απομάκρυνσης. Κι έχω την αίσθηση πως όσοι θεωρούν πρόφαση κάτι τέτοιο, ξεγελούν το ανυποψίαστο του εαυτού τους.
Πόσο μεγάλο πλήγμα για τη ζωή της Εκκλησίας είναι η υποκρισία; Περισσότερο στους συνοπτικούς ευαγγελιστές παρά στον Ιωάννη διαβάζουμε πως ο Χριστός δεν καυτηρίασε τίποτε περισσότερο όσο η υποκρισία. Αυτή ήταν το εμπόδιο, αυτή λάτρευαν οι Φαρισαίοι, οι Γραμματείς, με αυτή εν τέλει ερωτοτροπούσαν όταν κατέκριναν τον αμαρτωλό, τον τελώνη, την πόρνη, τον κάθε τσαλακωμένο των ευαγγελικών περικοπών. Η διδασκαλία του Χριστού ήταν ακατανόητη για όσους είχαν μάθει να εμμένουν στο γράμμα του νόμου και όχι στο πνεύμα του, πνεύμα αληθείας. Κι αυτά, σε πείσμα της καινοδιαθηκικής αλλαγής που έφερε ο Χριστός με τον σωτήριο Του λόγο που επικέντρωνε στην καθαρότητα του έσω εαυτού.
Έχω την αθεράπευτη πίστη ότι η υποκρισία αποτελεί το μεγαλύτερο καρκίνωμα στο σώμα της Εκκλησίας, το οποίος όμως δεν προσβάλλει την Εκκλησία αλλά τον άνθρωπο, εκείνον που την εκφράζει. Η πληγή αυτή δεν κλείνει και δεν θα κλείσει ποτέ όσο υπάρχουν άνθρωποι που άλλο επιζητούν να δείχνουν και άλλο γίνονται από αυτό που δεν είναι. Όμως αυτή «η πληγή είναι εδώ και κράζει» θα γράψει το 1970 μεταξύ των άλλων σε σχετικό με την υποκρισία κείμενο μία χαρισματική μορφή της Εκκλησίας, ο Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος κυρός Μελίτων Χατζής. Γαντζωμένοι στους λόγους τούτου του πνευματικού ανδρός διαβάζουμε με προσοχή όσα εμφαντικά τονίζει: «Είναι πράγματι φοβερή δύναμις της υποκρισίας. Τόσο γι’ αυτόν που τη ζη και την ασκεί, όσο και γι’ αυτούς που την υφίστανται. Και είναι επικίνδυνη η υποκρισία, διότι ανταποκρίνεται προς βαθύτατον ψυχολογικόν αίτημα του ανθρώπου».
Ποιος είναι όμως ο λόγος που ωθεί την υποκρισία να νομίζει ότι κρύβεται στο χώρο της Εκκλησίας; Προφανώς ο χώρος αυτός επειδή συνάδει με το άγιο, δύσκολα θεωρεί κάποιος ότι κρύβει το ανίερο. Άρα λειτουργεί ως μανδύας που ντύνει τη γύμνια του προσώπου, δηλαδή του υποκριτή. Ένας χώρος όπως η Εκκλησία, ένας ανυποψίαστος θα έλεγα χώρος, είναι ο καταλληλότερος χώρος για να σε θεωρήσουν όπως δεν είσαι. Κι αν κάτι ξένο εμφανισθεί προς το χώρο της, αμέσως η σύνολη καχυποψία είναι η εν δυνάμει ισχυρή κατάκριση. Φανταστείτε την επόμενη Κυριακή να έχω χτυπήσει ένα tattoo πίσω στον αυχένα, να κάνω piercing στο φρύδι και να πάω να ψάλλω στην Αγία Μαρίνα όπου ψάλλω εδώ και πέντε χρόνια. Αλλιώς με βλέπουν τόσα χρόνια, αλλιώς θα με δουν εκείνη τη στιγμή. Τι θα έχω ακούσει άραγε έστω από λίγους; Πόσο «αλήτης» θα έχω γίνει σε διάστημα λίγων ημερών; Και πόσο υποκριτική θα είναι η στάση όσων με κρίνουν γι’ αυτό που θα έχω κάνει;
Αυτή «η προτίμηση του τυπικού και όχι της ουσίας, της ρηχότητας και όχι του βάθους, της επιφάνειας και όχι του πνεύματος δημιουργεί μία κατάσταση νοσηρή» όπως έχει πει ο μακαριστός μοναχός Μωυσής Αγιορείτης. Αυτή στα χρόνια του Χριστού «μεγαλούργησε» και «μεγαλουργεί» και στις μέρες μας με το ίδιο αμείωτο πάθος. Ίσως οι σφουγγοκωλάριοι της κάποια στιγμή αισθανθούν πως ο κόσμος δεν είναι ο εαυτός μόνος και πως η ανάγκη για μεταμόρφωση σε άλλον μπορεί να μετατοπιστεί σε μία οντολογική μεταμόρφωση του εαυτού σε μία Εκκλησία «ενανθρωπιζομένη, συνεχώς μεταμορφουμένη και συνεχώς μεταμορφώνουσα» όπως πάλι θα έλεγε ο Γέρων Μελίτων. Έτσι η πίστη «δεν θα εξέλθει από τας χείρας του Ιησού» δανειζόμενος τα λόγια του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος χτυπάει την υποκρισία με βαρείς λόγους.
Στην Εκκλησία – δεν έχει να κάνει με τον λόγο της – υπάρχει η τάση ο άνθρωπος να δείχνει πολλές φορές αυτό που δεν είναι. Αυτό στην ουσία αποτελεί μία τάση ειδωλολατρίας αφού ως πρόσωπο καταργεί την εικόνα του και με ανεπαίσχυντο, κακόγουστο και κακότεχνο τρόπο γίνεται η αντι- εικόνα του εαυτού του. Ενός εαυτού που μπορεί να γίνει εικόνα Θεού αλλά επιλέγει την εικόνα της θεοκτονίας, αφού σκοτώνει Τον Θεό τοιουτοτρόπως, αλλοιώνοντας, προσβάλλοντας και καταργώντας την δυναμική να γίνει άγιος. Εμφορούμενος λοιπόν από μία αντιαισθητική εικόνα που απαθώς συνουσιάζεται με την εκτός εαυτού υπόσταση, αρχίζει και επιτίθεται με μανία και κακότητα σε όποιον δεν είναι εκείνος, ο οποίος στην ουσία είναι ο πρώτος που δεν είναι αυτός που είναι.
Ζει για τους τύπους, προσκολλάται στις λέξεις των Γραφών αδυνατώντας παράλληλα να συλλάβει το πνεύμα των λόγων της αληθείας που ελευθερώνουν. Κινείται και ενεργεί με καθωσπρεπισμούς υψώνοντας τοίχος άρνησης ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Κι ενώ βαυκαλίζεται ότι διαπρέπει ως άριστος χριστιανός, το υπαρξιακό του έδαφος αρχίζει να διαβρώνεται. Ήδη από τη σύλληψη του εαυτού του να ρεμβάζει οτιδήποτε δεν είναι και θέλει να δείχνει. Ακολούθως οριοθετεί τον εαυτό του εντός του, ενώ πιστεύει ότι οριοθετεί τον εαυτό του εντός της Εκκλησίας από την οποία, προσέξτε κι εδώ είναι η τραγική του αξιολόγηση, αποκόπτεται. Δεν τον ακολουθεί κανείς κι ας νομίζει ότι ξεχωρίζει και ελκύει την προσοχή των ανθρώπων. Κι εκεί ακριβώς όλοι οι άλλοι είναι αμαρτωλοί. Συλλαμβάνει για τους άλλους, όχι όμως για τον εαυτό του, την έννοια της αμαρτωλότητας. Κι όχι μόνο τη συλλαμβάνει, την αποξενώνει από την δική του φύση, από το δικό του ειδεχθές πρόσωπο, και την μεταφέρει σε άλλους, οι οποίο αν δεν είναι σαν εκείνον, δεν είναι χριστιανοί.
Ο υποκριτής ανενοχλήτως κρίνει και κατακρίνει. Δεν είναι ότι εμφανίζεται ως άλλος, αλλά επεκτείνει τα όρια της δράσης του καθώς εισβάλλει στις ζωές των άλλων. Νηστεύει από κρέας την Τετάρτη και την Παρασκευή αλλά τρώει τη σάρκα του άλλου. Τις μεγάλες νηστείες δεν τρώει λάδι αλλά βγάζει το λάδι των συνανθρώπων του. Με χαμηλό ύφος, κρυστάλλινη ευλάβεια και ευσέβεια στέκεται στο ναό. Άλλοτε με θράσσος και ανάρμοστη κομπορρημοσύνη, άλλοτε με ταπεινοφανές βλέμμα. Και την ίδια στιγμή που προτάσσει τις συμβουλές του γέροντα ως κριτήριο (η συνήθης ασθένεια του γεροντισμού), ταπεινώνει το έλεος του Θεού και τη φιλανθρωπία του, ανάγοντας τον γέροντα σε αυθεντία.
Και με όλη αυτή τη στάση ζωής τι συντελείται; Η θεοκτονία. Μία θεοκτονία αποτροπιαστική, αφού ο υποκριτής καθηλώνει τον Χριστό στο Σταυρό, μπήγει τη λόγχη περισσότερο στην άχραντο του πλευρά, του δίνει να πιει ξύδι και τον περιπαίζει. Τον αμφισβητεί και τον καταδικάζει, υπενθυμίζοντας Του πως δεν έχει ρόλο δίκαιου κριτή στην ιστορία. Και θανατώνει τον Θεό για να σώσει τους εαυτούς του. Όχι όμως στο πρόσωπο του Ενανθρωπήσαντος Λόγου του Θεού αλλά ενός ανθρώπου τέλειου Θεού κι ενός Θεού απογυμνωμένου από τη θεία Του φύση. Την ίδια στιγμή θανατώνει τον συνάνθρωπο του. Με λόγια, σκέψεις και ενέργειες αποτρόπαιες προς το μεγαλείο του ήθους που βιώνεται στην Εκκλησία της Ανατολής. Στερεί από τον Χριστό τη θεότητα και από τον άνθρωπο τη σωτηρία. Και δεν είναι υπερβολή καθώς ανεμπόδιστα ως τυφλός οδηγός αρέσκεται να οδηγεί τους άλλους.
Ο υποκριτής δεν παύει όμως να είναι πρόσωπο του Θεού. Και ο Θεός που είναι αγάπη, «τόν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καὶ βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους» (Ματθ. 5, 45). Για τη σωτηρία όλων εργάζεται και όλους σε μετάνοια καλεί. Το άπειρο και απροσδιόριστο Του έλεος σώζει τον άνθρωπο και τον χαριτώνει. Κι αυτό επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος υποψιαστεί ότι υπάρχει Θεός. Αν το αγνοήσει τότε «ὑποκρινόμενοι τήν χθές, ἀπουσιάζομεν ἀπό τήν σήμερον καί ἡ αὔριον ἔρχεται ἄνευ ἡμῶν» όπως θα έγραφε ξανά ο Γέρων Μελίτων Χατζής.