Σε δεδομένης στιγμή ένας σοφός γέροντας του Αγίου Όρους, ο π. Νίκων από τη Νέα Σκήτη είχε πει σχετικά με τις αναπάντητες δεήσεις που απευθύνει ο άνθρωπος στον Θεό: «Σπάσε την πόρτα». Μία τέτοια ομολογία δεν αποτελεί ένα θρασύδειλο ξεστόμισμα, ούτε μία φυγή απόγνωσης που επιτρέπει τη μη ανάληψη ευθυνών εντός των ορίων της ποιμαντικής, μα αποτελεί θα έλεγα την πιο πεισματάρικη φωνή πίστης. Και μάλιστα με τον πιο ισχυρό τρόπο. Με το σπάσιμο της πόρτας.
Την ερχόμενη Κυριακή ο ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρεται σε μία γυναίκα που «παρακινήθηκε από την επιμονή της» όπως θα πει ο Ιωάννης Χρυσόστομος στην ερμηνεία της σχετικής ευαγγελικής περικοπής. Σύμφωνα με την ευαγγελική περικοπή που θα αναγνωσθεί την Κυριακή κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, μία γυναίκα ειδωλολάτρισσα ακολουθούσε τον Χριστό και Του φώναζε «ελέησε με Κύριε, Υιέ του Δαυΐδ∙ η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Εκείνος όμως δεν της είπε ούτε λέξη. Από την άλλη οι μαθητές Του παρότρυναν να την διώξει γιατί φωνάζει. Εκείνος τους λέει πως «δεν είναι σταλμένος παρά στα πρόβατα τα χαμένα της γενεάς του Ισραήλ.
Η ίδια επέμενε. Και Του λέει «Κύριε βοήθησε με». Τελικά ο Κύριος της απαντάει. Και τι της λέει; «Δεν είναι σωστό να πάρω το ψωμί των παιδιών και να το ρίξω στα σκυλιά». Και λέει η γυναίκα: «Ναι Κύριε, αλλά και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Ο Κύριος θαύμασε τη μεγάλη της πίστη και η κόρη της γιατρεύτηκε (Ματθ. 15, 21-28). Τέκνα∙ ο λαός του Θεού. Κυνάρια∙ οι Εθνικοί. Άρτος∙ οι δωρεές του Θεού.
Ο Χριστός μας εκπλήσσει καθώς αρνείται να απαντήσει σε μία γυναίκα που Τον ακολουθούσε όλη την ώρα και ζητούσε να την ελεήσει θεραπεύοντας την κόρη της. Ο Χριστός σιωπά. Σιωπά στον ανθρώπινο πόνο. Δεν της δίνει καθόλου σημασία. Συνεχίζει να βαδίζει αγνοώντας την. Την ξεφτυλίζει μπροστά στο πλήθος. Την ντροπιάζει. Εκείνη δεν απογοητεύεται, μήτε Του ζητά το λόγο όπως συνήθως οι άνθρωποι πράττουν. Δεν θυμώνει, δεν απαντάει αφήνοντας το θυμικό της να την κυριεύσει. Έχει το νου της μόνο σ’ Εκείνον. Κι ας μην της απαντάει. Εκείνη πιστεύει ότι μπορεί να την βοηθήσει. Πιστεύει στη θεότητα Του. Δεν την αρνείται. Ναι, μία γυναίκα ειδωλολάτρισσα. Δεν το βάζει κάτω, δεν χάνει το θάρρος της. Χωρίς να έχει κάποιον μαζί της για να την εμψυχώνει, μόνη της, εξακολουθεί να Τον ακολουθεί μέσα στο πλήθος. Δεν υπολογίζει στα λόγια του κόσμου, στη ντροπή που ένιωσε, στην άγνοια του Χριστού απέναντι της. Δεν χάνει το θάρρος της από τις ενοχλήσεις των μαθητών που νιώθουν από την επιμονή της που κραυγάζει πιο δυνατά και από τις πιο ηχηρές προσευχητικές λέξεις. Άλλη μία τσαλακωμένη γυναίκα, αβέβαιη για το αποτέλεσμα της συνάντησης, χωρίς τη βεβαιότητα της πίστης στον ιουδαϊσμό, ξένη προς όλους. Και δυστυχώς ξένη για τον Χριστό.
Ο Χριστός τελικά ανταποκρίνεται. Όχι όμως θετικά. Την αρνείται για μία ακόμη φορά λέγοντας στους μαθητές πως δεν είναι σταλμένος «παρά στα πρόβατα τα χαμένα της γενεάς του Ισραήλ». Τσακίζει την αναζήτηση της, τη δίψα της συνάντησης. Για δεύτερη φορά. Κι αυτή τη φορά τα λόγια Του πονάνε. Τη στιγματίζει. Εκείνη βλέπετε, δεν ανήκει στον Ισραήλ. Είναι μια εθνική. Μια ξένη γυναίκα. Αλλά και πάλι, εκείνη δεν παραιτείται και δεν απαντά θυμωμένα. Αφοσιώνεται στην πίστη της σ’ Εκείνον απόλυτα, έχει ένα σκοπό μόνο και δεν τρέπεται σε φυγή. Έχει απίστευτη επιμονή. Και συνεχίζει αγνοώντας το κόστος και μη υπολογίζοντας στις συνέπειες μιας τέτοιας αφοσίωσης.
Και τι κάνει; Τον πλησιάζει, Τον προσκυνάει και Του ζητάει να τη βοηθήσει. Δεν Τον αποστρέφεται. Απεναντίας εξακολουθεί να πιστεύει στη θεότητα Του. Σίγουρα της έρχεται να κραυγάσει και πάλι σαν τον ιερό υμνωδό «μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καί ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον». Περιμένει μία απάντηση. Ένα νεύμα, ένα λόγο, έστω ένα μειδίαμα. Κάτι που να την κάνει όχι να πιστέψει, και προσέξτε το στοιχείο αυτό, την είχε την πίστη. Δεν ακολουθούσε τον Κύριο για να πιστέψει, για να της ενισχύσει την πίστη, αλλά γιατί πίστευε ότι είναι ο Υιός του Θεού που σώζει το γένος των ανθρώπων. Το γνώριζε πολύ καλά αυτό και μάλιστα εν αντιθέσει με μερικούς ακόλουθους Του εκείνη την ώρα.
Ο Χριστός επιτέλους ανταποκρίνεται. Τα λόγια του πλέον απευθύνονται στην ίδια. Στρέφεται προς εκείνη, της δίνει σημασία. Ικανοποιεί όχι τον εγωισμό της για λήψη μιας απάντησης, μιας κάποιας προσοχής αλλά την αναζήτηση της. Την αναζήτηση για συνάντηση με το πρόσωπο του Θεανθρώπου. Απευθυνόμενος στην ίδια αυτή τη φορά, της λέει «δεν είναι σωστό να πάρω το ψωμί των παιδιών και να το ρίξω στα σκυλιά». Άλλο ένα χτύπημα για την ίδια. Την υποτιμά. Δεν την αγνοεί αυτή τη φορά αλλά την ταπεινώνει. Την διακρίνει απ΄ τους Ιουδαίους βάζοντας διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ Εκείνον και σε κάθε εθνικό. Την προσβάλλει. Και μάλιστα αυτή τη φορά κοιτώντας την. Σίγουρα ένα τέτοιο χτύπημα που δέχεται κοιτώντας την στα μάτια είναι ασήκωτο. Έχει αρχή και τέλος την απόρριψη της. Ναι, την απορρίπτει. Σαν να θέλει να την διώξει, σαν αν Του είναι βάρος μία ξένη γυναίκα μιας διαφορετικής θρησκείας. Κι εκείνη με έκδηλα τα σημάδια της απόρριψης, πως ενεργεί; Στο ζωηρό αυτό σημείο συνάντησης των ματιών και των λόγων εξακολουθεί να πιστεύει στον Ίδιο;
Αυτή η γυναίκα εκπλήσσει. Είναι απίστευτη. Και πως σκέφτεται; «Φιλοσοφεῖ καὶ καρτερίαν ἐπιδείκνυται πᾶσαν καί πίστιν» θα σημειώσει στον υπομνηματισμό της περικοπής ο ιερός Χρυσόστομος. Απαντά λοιπόν στον Χριστό και Του λέει: «Ναι, Κύριε αλλά και τα σκυλιά τρώγουν από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τα λόγια της έλκουν το ενδιαφέρον του Χριστού κι Εκείνος ελκύει τον πόθο της, τη λαχτάρα της, το αμετανόητο της «θέλω». Τη θαυμάζει για την πίστη της και της προστάζει να γίνει όπως εκείνη θέλει. Έτσι και θεραπεύεται η κόρη της. Δεν ικανοποιείται η πίστη της, ούτε από την άλλη ηρεμεί μια κάποια αμφιβολία της. Δεν αλλάζει κάτι μετά από αυτό. Δεν πιστεύει περισσότερο. Απλά βιώνει τη σωτηριώδη ενέργεια του θαύματος και τη χαρά μιας καινής ζωής.
Αυτή η σιωπή του Χριστού, αυτή η εύλαλη σιωπή Του κρύβει μέσα της την άσαρκη φανέρωση λόγων που δεν έχουν ειπωθεί από τον Ίδιο και που ο άνθρωπος θέλει να ακούσει. Σαν να ενεργεί παλαιοδιαθηκικά πολλές φορές και να μην φανερώνεται στον άνθρωπο. Η άσαρκη όμως αυτή Του παρουσία μέσα στο γεγονός της σάρκωσης που έχει ήδη τελεσθεί, δεν χωράει πλέον δικαιολογίες για τον πεσόντα άνθρωπο που θέλει να στοχεύσει στη μεταμόρφωση των αστοχιών σε μεταμορφουμένη δόξα Χριστού. Γιατί να σιωπά όμως; Καταλυτικής σημασίας οι λόγοι του μακαριστού Επισκόπου Anthony Bloom, ο οποίος ξεδιπλώνει τη σκέψη του λέγοντας τα εξής: «Ο Θεός μπορεί να κάνει το ίδιο και σε μας με πιο σύντομη ή πιο παρατεταμένη σιωπή, για να προκαλέσει τη δύναμη και την πίστη μας και να μας οδηγήσει σε μια βαθύτερη σχέση μαζί Του απ’ ότι θα ‘ταν δυνατό αν τα πράγματα μας έρχονταν όπως τα θέλαμε. Καμιά φορά, όμως, η σιωπή φαίνεται απελπιστικά τελεσίδικη».
Ο Μέγας Κανών που κοσμεί με λαμπρά μελιτώδη ψηφιδωτά τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, αυτό το θαυμάσιο ποίημα που σε βυθίζει να δεις την οντολογική εικόνα – μάλλον κακοτεχνία – του εαυτού σου, να δεις τι δεν είσαι αλλά και τι μπορείς να γίνεις, τρεις φορές ευθυγραμμίζει στους στίχους των ωδών του τη μορφή της Χαναναίας. Τοιουτοτρόπως και ανεξαιρέτως τοποθετεί τον κάθε άνθρωπο, τον όλο άνθρωπο στο επίκεντρο μιας ταύτισης. Ταύτισης με το πρόσωπο της γυναίκας αυτής που δικαιώθηκε για την επιμονή της να «σπάσει» την πόρτα του Χριστού και να καθηλώσει την προσοχή Του. Ο πιστός στο μεταστροφικό αυτό υμνολογικό στολίδι που καλλιτέχνησε ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, καλείται μεταξύ των άλλων φίλων του Θεού να μιμηθεί και τη Χαναναία. Στην Η’ Ωδή να ικετεύσει τον Κύριο να δεχτεί τον θρήνο του παρόμοιο μ’ εκείνης και σε άλλο σημείο της παρούσης Ωδής να τον ελεήσει ο Θεός όπως εκείνη. Στη δε Θ’ Ωδή απευθυνόμενος στην ψυχή του την παρακινεί να μην βρεθεί σε απόγνωση αλλά να εμπνευστεί από την πίστη της.
Ανερμήνευτες μένουν σαν αφώτιστες σκιές οι ενέργειες του Θεού. Το πώς της σκέψης Του, το γιατί της θελήσεως Του και η δυσαρμονία στην κίνηση. Έτσι όπως την εκλαμβάνει έως και πολλές φορές απαιτεί η ανθρώπινη ανυπομονησία που επιμένει στην τελείωση μέσα από την κίνηση κατά Μάξιμο Ομολογητή. Η ακινησία απογοητεύει τον ταξιδιώτη που συνήθισε να αναζητά τον Θεό σε αφανέρωτες θεοφάνειες και ο χοϊκός αναστεναγμός δικαίως διερωτάται γιατί οι κραυγές του πέφτουν αναλώνονται στην ηχώ τους και επιστρέφουν χωρίς να σαρκώσουν την ελπίδα. Και τούτο γιγαντώνεται στο λυκαυγές της ανοδικής πορείας όπου το φως μάλωσε με την κτίση και δεν φωτίζει το δρόμο της αναζήτησης, δημιουργώντας τον Θεό ως εικόνα απόμακρη και ελλιπή μιας έστω ελάχιστης ευαισθησίας δεκτικότητας απέναντι στα ηχηρότερα χτυπήματα της πόρτας.
Ίσως είναι δύσκολος ο δρόμος που διαβαίνει ο Χριστός. «Μέσα από τις λακκούβες αίματος, μέσα από το σκοτάδι των αμαρτιών, και μέσα από τα αγκάθια των ληστών Εκείνος πορεύεται. Είναι στενός ο δρόμος Του και πολλοί πεσμένοι αμαρτωλοί βρίσκονται στον γκρεμό και στις δυο πλευρές του δρόμου Του. Εκείνος πρέπει να σκύβει και στις δυο πλευρές, να τους σηκώνει και να τους τραβά πίσω Του και να περπατά προς τα μπρος. Γι’ αυτό βαδίζει αργά», ομολογώντας φιλοσοφημένα ο φιλόσοφος άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς.
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος