Του Ηρακλή Αθ. Φίλιου
Βαλκανιολόγου, Θεολόγου
Δεν είναι κρυφό ότι στα όρια της σύγχρονης αποδόμησης σε κοινωνικό επίπεδο – αλλά και προσωπικό – επιχειρείται μία ανατροπή που σχετίζεται με το πως του προσδιορισμού εντός του εαυτού μου, εκτός του εαυτού μου και ενώπιον του Θεού. Της σχέσεως δηλαδή με τον Θεό.
Δεν είναι δυνατόν να αποκοπεί από το κοινωνικό σύνολο μία ατομική συμπεριφορά και να μελετηθεί αποκλειστικά μεμονωμένα. Η ηθική (διαπροσωπικές σχέσεις) κατά Durkheim είναι ο ένας από τους δύο παράγοντες που επηρεάζουν την κοινωνική εξέλιξη. Επομένως είναι αλληλένδετη μελέτη του εαυτού μέσα στον αυτό και εκτός του εαυτού.
Η θεοκτονία δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Προς μία τέτοια εξάλλου θέση συνηγορεί το γεγονός ότι ανέκαθεν ο άνθρωπος «σκότωνε» τον Θεό. Βέβαια ο Θεός δεν είναι κτίσμα για να υποστεί τη φθορά και την αλλοίωση. Εντούτοις, ο άνθρωπος πάντα έβρισκε τον τρόπο να συντελεστεί η θεοκτονία εντός των ορίων της ύπαρξης του αλλά και της ύπαρξης του μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Η θεοκτονία αυτή στην ουσία που αποσκοπεί; Στην υποβάθμιση του Θεού για να αναδειχθεί ο εαυτός, επειδή ακριβώς – κι εδώ προσέξτε είναι η ύπουλη κίνηση – ο εαυτός δεν αντέχει τη συμμόρφωση προς το πνεύμα του θείου νόμου, ήτοι την ηθική του ανθρωπισμού που φυλάσσει αιώνες τώρα η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής.
Η θεοκτονία οφείλω να ομολογήσω πως ενεργείται στο πλαίσιο μιας αμφισημίας. Αν και έγκλημα απέναντι στο Θεό, αποτελεί τοιουτοτρόπως έγκλημα και απέναντι στο συνάνθρωπο, αφού κατά Levinas «ο άλλος είναι απαραίτητος στη σχέση μου με τον Θεό». Μία ανάλογη θεοκτονία συντελείται στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου που θα αναγνωστεί αυτή την Κυριακή στους ιερούς ναούς (Λουκ. 18, 9-14). Είναι γνωστή η παραβολή σύμφωνα με την οποία δύο άνθρωποι, ένας τελώνης κι ένας φαρισαίος, ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν. Ο φαρισαίος ευχαριστούσε το Θεό γιατί δεν είναι όπως οι άλλοι άνθρωποι και απαριθμούσε τα καλά που κάνει. Ο τελώνης γνωρίζοντας την αθλιότητα του, κάπου ήσυχα στο ναό και χτυπώντας το στήθος του ζητούσε το έλεος του Θεού.
Και οι δύο έχουν ένα κοινό. Καταφεύγουν στο ναό για να προσευχηθούν. Ο ναός είναι ο κοινός τόπος της συνάντησης τους. Τους συνδέει η πίστη στον Ίδιο Θεό. Κι έρχομαι στην προαίρεση τους. Και για να κάνω κατανοητό τούτο, δανείζομαι έναν όρο που χρησιμοποιεί ο Γρηγόριος Παλαμάς που ερμηνεύει τη σχετική παραβολή. Ο ιερός Πατήρ χρησιμοποιεί τη λέξη «τρόπος» θέλοντας να δείξει πως ο τρόπος ήταν εκείνος που τους διέκρινε. Και οι δύο ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν αλλά «ο φαρισαίος μετά την άνοδο κατέρριψε τον εαυτό του, ανατρεπόμενος από τον τρόπο» κατά Γρηγόριο.
Ένα παράδειγμα βγαλμένο μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας που συμβάλλει στην κατανόηση του «πως» είναι και η ελεημοσύνη. Έστω για παράδειγμα ότι δύο άνθρωποι επιλέγουν να βοηθήσουν έναν πάσχοντα οικονομικά συνάνθρωπο τους. Τους συνδέει ένας κοινός σκοπός. Η φιλανθρωπία. Αυτός είναι ο «κοινός τόπος» της συνάντησης τους. Εντούτοις, ομολογώ πως δεν είναι ικανή να φέρει σε πλήρωση την εννοιολογική της σημασία, ακόμη κι αν γίνεται για καλό σκοπό. Θέλω να πω πως στο παράδειγμα μας η φιλανθρωπία αποτελεί ένα εργαλείο στα χέρια των ανθρώπων. Άλλοι θα την χρησιμοποιήσουν για να βοηθήσουν στα κρυφά και χωρίς τυμπανοκρουσίες τον πάσχοντα άνθρωπο, άλλοι δε την εκμεταλλεύονται για να διαλαλήσουν το καλό που πράττουν. Με λίγα λόγια διαφέρει ο τρόπος. Ο τρόπος λοιπόν ξεχώρισε τον τελώνη από τον φαρισαίο. Κι αν ο πρώτος ήταν «κήπος που έπλεε στα πνευματικά ύδατα» σύμφωνα με το λόγο του αγίου Ανδρέα Κρήτης, ο δεύτερος είχε έναν τρόπο «ὑψαυχῆ τε καί μοχθηρόν, ἀλαζονικόν τε καί θρασύν» (Ωδή ε’ Τριωδίου).
Ο εσωτερικός κόσμος και των δύο άκρως αντίθετος. Ο φαρισαίος ανεβαίνει με εγωισμό στο ναό, σε ένα μέρος δημόσιο. Γνωρίζει ότι εκεί θα παρευρίσκονταν και επιφανείς άνθρωποι της κοινωνίας. Θέλει να τους εντυπωσιάσει. Σκέφτεται πως αυτή είναι η ευκαιρία του. Και την αρπάζει. Μπαίνει στο ναό με υψωμένο το κορμί του. Βαδίζει αργά ώστε να τραβήξει την προσοχή των άλλων. Στέκεται σε ένα σημείο που θα τον έβλεπαν όλοι. Και αρχίζει να κατηγορεί τους ανθρώπους. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ξεφτυλίζει το συνάνθρωπο του εκείνη τη στιγμή, έναν τελώνη που είχε μαζευτεί σε μία γωνιά του ναού κρυφά από όλους για να προσευχηθεί με ησυχία. Και το φωνάζει ξεκάθαρα πως δεν είναι σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Και αρχίζει να αδολεσχεί και να μιλάει για τις νηστείες που κάνει, τη φιλανθρωπία και να επιδίδεται σε μία άκομψη προβολή του εαυτού του. Ένας άνθρωπος που πήγε στο ναό ως «αναμάρτητος» για να δικαιώσει τον εαυτό του μέσα από την καταδίκη του άλλου.
Ο φαρισαίος πάσχει. Και η πάθηση του είναι σοβαρότερη από τα σωματικά πάθη που διακατέχουν τον άνθρωπο, γιατί τα σωματικά πάθη προσβάλλουν την ψυχή του, ενώ τα πάθη της ψυχής και τους άλλους. Κι αν η μοιχεία και η πορνεία είναι αμαρτία (δεν χωράει αμφιβολία), και ορισμένοι εμμένουν σ’ αυτά τα πάθη, η υποκρισία του φαρισαίου είναι ψυχικό καρκίνωμα που προσβάλλει τον ίδιο και τους άλλους. Η υποκρισία του είναι η μεγαλύτερη του αστοχία∙ ύπουλη και επικίνδυνη. Ένας άνθρωπος που δεν λειτουργεί μέσα του το φροϋδικό «υπερεγώ», το οποίο στον Freud εμφανίζεται σε άρθρα που αφορούν – προσέξτε το συσχετισμό με την παραβολή του ευαγγελίου – τον ναρκισσισμό. Αυτόν από τον οποίο διακατέχεται ο φαρισαίος. Αυτός ο απελπισμένος άνθρωπος που στην προσπάθεια του να δειχτεί στους άλλους, τους υποβαθμίζει. Μία προσπάθεια που είναι «ένδειξη μιας βαθιάς εσωτερικής απελπισίας που προέρχεται από την αδυναμία του να βρει τον πραγματικό Θεό και τελικά δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο γιατί τον απομακρύνει όλο και περισσότερο από το Θεό» όπως θα μας πει με τον ιδιαίτερο του λόγο ο π. Φιλόθεος Φάρος.
Πιο πέρα ένας σκυφτός και απαρηγόρητος για την αμαρτωλότητα του άνθρωπος. Νιώθει μόνος στο ναό, ντροπή για τον άθλιο του χαρακτήρα, τις σκέψεις και τις άνομες ενέργειες του. Δεν θέλει να δει τους γύρω του. Δεν θέλει να τον δουν οι γύρω του. Σκύβει κάτω, μαζεύεται. Ντρέπεται. Θλίβεται. Μαζεύει τη θλίψη που του προκαλεί η αμαρτία μέσα του. Αισθάνεται έναν έλεγχο στη συνείδηση του. Ένα βάρος που θέλει να το πετάξει από πάνω του. Δεν βρίσκει να πει λόγια. Δεν έχει κάνει εξάλλου κάτι καλό για να νιώσει μία κάποια ικανοποίηση στην ψυχή του. Γνωρίζει τις αδικίες του, τις κλεψιές εις βάρος των ανθρώπων. Αρνείται να σηκώσει τα μάτια του στον ουρανό. Τι να δει; Τον Θεό; Πώς να τον δει; Ποιο ηθικό πλεονέκτημα του επιτρέπει να αντικρίσει το Θεό; Αφού γνωρίζει την αθλιότητα του. Δεν έχει λόγο να καυχηθεί. Ακόμη και η σκέψη του έχει πατώσει. Τι να βρει για να προσφέρει στο Θεό; Τις αδικίες του; Τον πλουτισμό του εις βάρος των άλλων; Δεν πράττει τίποτε. Δεν τολμάει. Προσφέρει στο Θεό μόνο τους αναστεναγμούς του. Όχι δημόσια αλλά προσωπικά.
Χτυπάει το στήθος του. Κλαίει. Τα δάκρυα του στολίζουν τα σχέδια που υπάρχουν στο δάπεδο του ναού. Μία λίμνη σχηματίζεται στα πόδια του από τα εύλαλα δάκρυα. Κι εκεί βλέπει πόσο ταλαιπωρημένο από την αμαρτία κατάντησε το πρόσωπο του. Προσφέρει στο Θεό την εκτόνωση του. Τη σιωπή των δακρύων του. Γνωρίζει πως δεν τηρεί τις εντολές του Θεού. Έχει όμως και μία πιο διεισδυτική επίγνωση. Γνωρίζει την αμαρτωλότητα του, τη βιώνει, θέλει να την τινάξει από πάνω του. Και ζητά γι’ αυτό το έλεος του Θεού. Γνωρίζει πως ακόμη κι αν ήταν δίκαιος, το έλεος του Θεού τον σώζει και όχι η δική του δικαιοσύνη, η φιλανθρωπία του, εν τέλει η ηθική του ζωή. Γνωρίζει πως το έλεος του Θεού κοσμεί με κατάνυξη τους ψαλμούς του Δαβίδ. Βλέπει τον εαυτό του στους ψαλμούς. Στον 6ο, 37ο, 50ο, 85ο, 102ο ψαλμό και «βρέχει με δάκρυα το κρεβάτι του κάθε βράδυ» – σύμφωνα με το ψαλμικό του Δαβίδ – ζητώντας το άπειρο θεϊκό έλεος. Του ‘ρχεται να φωνάξει, να σκίσει τα ιμάτια του, μα δεν έχει ούτε αυτή τη δύναμη. Έχει όμως τη δύναμη της ψυχής, της μετάνοιας που ελκύει καταλυτικά τη χάρη του Θεού.
Η θεοκτονία της παραβολής δεν αποκλείει την εξόντωση του άλλου, του αδελφού. Αντίθετα έχει την τελείωση της στην εξόντωση του άλλου αλλά παράλληλα η ίδια είναι η τελείωση της αρχής εξόντωσης του άλλου. «Σκοτώνοντας» τον Θεό εξοντώνεται ο συνάνθρωπος. Εξοντώνοντας τον συνάνθρωπο «σκοτώνεται» ο Θεός, αφού «ό,τι κάνατε σε ένα από τούτους τους ασήμαντους αδελφούς μου, σ’ εμέ το κάνατε» κατά το λόγο του Χριστού (Ματθ. 25, 40-41). Μήπως εξάλλου συχνά πυκνά στην εκκλησιαστική ζωή αυτό δεν γίνεται; Δεν «σκοτώνουμε» τον Θεό αλλοιώνοντας τις ευαγγελικές και πατερικές διδαχές και αγνοώντας την ιερά παράδοση της Εκκλησίας; Δεν δημιουργούμε μία κακότεχνη εικόνα του Θεού σμιλευμένη στη χοϊκή αδυναμία μας να προσλάβουμε το σαρκωμένο μυστήριου Του; Δεν ειδωλοποιούμε τον Θεό, προσαρμόζοντας Τον στα μέτρα μας; Δεν δημιουργούμε με αυθάδεια και ανέραστη δημιουργικότητα τον Θεό «κατ’ εικόνα» ανθρώπου;
Δεν πικραίνουμε τον συνάνθρωπο μας; Τους γονείς μας, τον πνευματικό μας, τη σχέση μας, το φίλο μας, τον συνάνθρωπο μας, τον άγνωστο σ’ εμάς αδελφό; Δεν αφανίζουμε, δεν κακολογούμε, δεν λέμε ψέματα, δεν βγάζουμε κακότητα, δεν δείχνουμε με λόγια τη ζήλεια μας απέναντι στον άλλον για να δικαιώσουμε κι εν πολλοίς να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας; Κι αυτό επειδή ακριβώς πρέπει να υπάρξουμε στην αναίρεση του άλλου. Η ύπαρξη μας περνάει μέσα από την ανυπαρξία του άλλου. Απειλούμαστε από την παρουσία του, άρα και πρέπει να εξοντωθεί. Μοχθούμε τον άλλον. Τον μοχθούμε για την πνευματική πρόοδο και αγάπη μέσα στην οικογένεια του.
Με τα λόγια μας γινόμαστε βόθρος, στάζοντας δηλητήριο, χολή και χωρίς αιδώ ζητούμε την εκδίκηση γιατί θεωρούμε ότι έχουμε αδικηθεί. Και μάλιστα τη στιγμή που άλλος δεν απαντάει στις ύβρεις μας, δεν μας εκδικείται ό,τι κι αν του προσάψουμε, δεν ξεστομίζει κακοήθειες κι ας τον και τον πληγώνουμε. Η υποκρισία, η κακία, το ψεύδος συνυπάρχουν ως ο απόλυτος υπαρξιακός εκμηδενισμός μας. Η απροϋπόθετη και επιτακτικά αμετανόητη κατάφαση του εαυτού μας και της άρνησης του άλλου. Θέλουμε το κακό του άλλου. Τον εξευτελισμό του. Υποκρινόμαστε και εξοντώνουμε τον άλλον.
Στις 14 Ιουνίου 1964 ο π. Σεραφείμ Ρόουζ, κι ενώ είχε καταθέσει τη διπλωματική του εργασία, έγραψε ένα γράμμα τους γονείς του όπου τους εξηγούσε τους λόγους για τα σχέδια που θέλει να ακολουθήσει. Μεταξύ των άλλων σημείωνε: «Αν ο Χριστός ερχόταν σήμερα σ’ αυτόν τον κόσμο, ξέρετε τί θα Του συνέβαινε; Θα Τον έκλειναν σε ψυχιατρείο και θα Τον υπέβαλαν σε ψυχοθεραπεία και το ίδιο θα έκαναν στους άγιους Του. Ο κόσμος θα Τον σταύρωνε σήμερα ακριβώς όπως το έπραξε πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, διότι ο κόσμος δεν έχει μάθει τίποτα πέρα από το να κατεργάζεται ακόμη δολιότερες μορφές υποκρισίας».