Γράφει ο Ηρακλής Αθ. Φίλιος,
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Ποιος το περίμενε ότι οι αγαπημένοι του Χριστού, ήτοι οι πόρνες, οι εγκληματίες, οι τιποτένιοι, οι άνομοι, οι διεφθαρμένοι, οι άσωτοι, οι τσαλακωμένοι, οι αναρχικοί, οι ασήμαντοι, θα σώζονταν. Σίγουρα το δόγμα της «καθαρότητος» – μία πρωτοχριστιανική αιρετική συνήθεια – δεν αναγνωρίζει τη σωτηρία των αμαρτωλών και βυθισμένων στην αμαρτία και ταλαιπωρεί αιώνες τώρα την Εκκλησία και ιδιαίτερα την ανθρωπολογία του χριστιανισμού.
Είναι γνωστή η παραβολή του Ασώτου υιού, την οποία λεπτομερώς περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. 15, 11-32) και την οποία θα ακούσουμε στο ευαγγέλιο της Κυριακής. Ο άσωτος γιος ζητάει από τον πατέρα του το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογεί, εγκαταλείπει το σπίτι και ταξιδεύει μακριά όπου σπαταλάει την περιουσία και ζει άσωτα. Τελικά αφού δαπανήσει τα πάντα που είχε πάρει από τον πατέρα του, επιλέγει να επιστρέψει μετανιωμένος στο σπίτι του. Εκεί ο πατέρας τρέχει, τον αγκαλιάζει και ο γιος μετανοεί αναγνωρίζοντας την αμαρτία του. Ο πατέρας από τη μεγάλη του χαρά τον περιποιείται δεόντως, με τον μεγαλύτερο γιο να αντιδρά αφού ο ίδιος δεν είχε δεχτεί τόσα χρόνια στο σπίτι ανάλογες περιποιήσεις και τιμές.
Αν προσέξει κάποιος στο εκκλησιαστικό βιβλίο του Τριωδίου την ορολογία των στιχηρών του Εσπερινού, των καθισμάτων, των κανόνων, των στιχηρών των αίνων και του δοξαστικού του Όρθρου, θα διαπιστώσει τη συχνή επανάληψη συγκεκριμένων λέξεων όπως «ἥμαρτον», «εὐσπλαγχνίᾳ», «δέξαι», «μετανοοῦντα», «σῶσον», «ἔλεος». Οι λέξεις αυτές έχουν πολλά κοινά σημεία συνάντησης. Έχουν μία φόρτιση συναισθηματική. Εμφορούμενες από μία εσωτερική διάθεση συντριβής δεν αναλώνονται σε μία κάποια ψυχολογική συναίσθηση αλλά αποτελούν την απόλυτη κατάφαση ενός κουρελιασμένου εαυτού στην οντολογική μεταστροφή του. Ο γιος που έζησε άσωτα λοιπόν αμαρτάνει, ζητάει από τον πατέρα να τον δεχτεί και να δείξει ευσπλαχνία, μετανοεί για την άσωτη του ζωή, θέλει να σωθεί και ζητάει το έλεος.
Λυπάμαι που το λέω και που μέχρι ενός σημείου αναγκάζομαι να το επισημάνω αλλά ορισμένες θεολογικές φωνές κατάντησαν να καταδικάζουν τον άσωτο της παραβολής και να τον χαρακτηρίζουν με άσχημους προσδιορισμούς υποτιμώντας τον και ξευτιλίζοντας τον. Κι ευτυχώς, έτσι τουλάχιστον πιστεύω ή και θέλω να πιστεύω, οι φωνές που καταδικάζουν τον άσωτο ως τον χειρότερο εγκληματία είναι ελάχιστες. Θέλω να πω πως αυτή η θεολογική γκρίνια, αυτός ο πεσιμισμός των θεολογικών φωνών, η απροσδιόριστη εννοιοκρατική κακοτεχνία, η εμμονή στην περισσότερο «λύπη» και λιγότερο «χαρά» είναι πραγματικά εντελώς αποδιοργανωμένη αισθητικά, μία μίζερη καρικατούρα.
Αυτό που ένιωσε ο άσωτος μετά τη μεταστροφή του, καθώς και ο πατέρας του μετά την επιστροφή του πρώτου ήταν μία χαρά κι εδώ αξίζει σε πείσμα της παραπάνω γκρίνιας να κοσμήσουμε με όμορφους επιθετικούς προσδιορισμούς την έννοια «χαρά». Και μιλώντας για χαρά, σκεπτόμενος βέβαια την ιστορία του ασώτου, έρχεται στο νου μου μία αλήθεια που αποδοκιμάζει την αναισθησία που εν πολλοίς κυριαρχεί στους δρόμους και στις πλατείες της εκκλησιαστικής ζωής καθώς κατά Νίτσε οι χριστιανοί δεν έχουν χαρά. Αυτή η χαρά συνήθως πνίγεται στις φλύαρες αβεβαιότητες που μας οδηγούν να κυριαρχήσουμε στον άλλον για αν ζήσουμε εμείς ή να κατακρίνουμε τον άλλον για να δικαιολογηθούμε εμείς.
Συμπονώ τον άσωτο. Επουδενί δεν τον στοχοποιώ, δεν τον κατακρίνω και δεν παλεύω να βγω πιο «καθαρός» από εκείνον. Ποιος εξάλλου μπορεί να παραδεχτεί πως ποτέ δεν έχει αποστατήσει στη ζωή του; Ποιος δεν έχει αναλωθεί σε αστοχίες; Ποιος δεν πέφτει συνέχεια από τις αμαρτίες του παρασέρνοντας και τους άλλους; Ποιος δεν αρνήθηκε το Θεό και επέστρεψε με συντριβή και αυτογνωσία; Όχι μία αυτογνωσία ψυχολογικής διάθεσης όπως την εννοεί ο Αυγουστίνος και οι δυτικοί αλλά ως οντολογικό μεταποιητικό βίωμα με συνέπειες στη ζωή μου και στη ζωή των άλλων. Ποιος έχει την πολυτέλεια να παραδεχτεί ότι δεν είναι άσωτος;
Επικρατεί πολλές φορές στη σχετική παραβολή η τάση ορισμένοι να εμμένουν στην απόλαυση των ηδονών της ζωής ως δείγμα ασωτίας. Αγνοώντας πως η ουσιαστικότερη για τον εαυτό ασωτία είναι η άρνηση του να δει ο άνθρωπος τον εαυτό του στο Θεό, να δει εν τέλει τον εαυτό του στο συνάνθρωπο του. Προσβολή είναι η αποκοπή από το Θεό και η ρήξη στη σχέση αυτή έχει μόνο δεινά. Κατάσταση με τραγικές συνέπειες καθώς μετατρέπει το πρόσωπο του ανθρώπου σε προσωπείο και την εικόνα του σε είδωλο. Περισσότερο δε, ανεπαίσχυντα και απροϋπόθετα κάνει το Θεό «κατ’ εικόνα» ανθρώπου.
Έχω την αίσθηση πως ο Θεός όσες φορές κι αν αποστατήσει ο άνθρωπος και δεν Τον πιστέψει, Εκείνος θα υπενθυμίζει στον άνθρωπο πως τα όρια Του είναι τα όρια της αγάπης Του. Ακόμη κι αν ο άνθρωπος καταδικάζει με κακότητα τον συνάνθρωπο του, ο Θεός καταδικάζει τον άνθρωπο αιώνια στη μετάνοια και στην επιστροφή. Προς τούτου εργάζεται με τρόπους ανεξιχνίαστους, δυσνόητους, ακατάληπτους ακόμη και επίπονους. «Κι αν πάμε κι από εδώ, πάμε και από εκεί, χάσουμε κι από εδώ, χάσουμε κι από εκεί» κατά Κική Δημουλά, πάντα ένας πατέρας θα ελπίζει σε μία επιστροφή, ή και σε πολλές επιστροφές, ίσως σε ακόμη περισσότερες, μάλλον πάντα.