“Είμαστε υπεύθυνοι για τον τρόπο και όχι για το τέλος”, αδελφή μου, έτσι λένε οι φιλόσοφοι του καιρού μας. Κι έτσι, όλοι εμείς που σε θρηνούμε, πρώτα τιμούμε τον τρόπο σου και ύστερα πενθούμε το τέλος σου.
Αυτόν τον τρόπο σου τον ειρηνοποιό, με την απαράμιλλη πραότητα, την ασύγκριτη γλυκύτητα, τη βαθιά ταπεινοφροσύνη, τη σεμνότητα και τους συνειδητά χαμηλούς τόνους, σε μια εποχή που έχει μάθει να χειροκροτά τα φανταχτερά φερσίματα και να επιβραβεύει τα επιφανειακά και θορυβώδη φτιασίδια της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Αυτός ο τρόπος σου, όμως, ο καλόγνωμος, ο μελιστάλαχτος τρόπος της αλληλεγγύης, της συμπόνοιας και της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ο τόσο πολύτιμος αλλά και τόσο δυσεύρετος, στις μέρες μας, τρόπος και χαρακτήρας, ήρθε αντιμέτωπος με καιρούς άγριους και με ανθρώπους κακοτράχαλους και με συγκυρίες και με καρδιές κακότροπες, φιλάργυρες, φιλέριδες, βάρβαρες και μοχθηρές. Με καταχθόνιους λυκοκαιρούς, όπως οι πολεμικά ανθρωποκτόνες αλλά και τόσο επικές περιστάσεις που μας στερήσαν τον πατέρα, το 40.
Τον Ήρωα της Αλβανίας, Υπολοχαγό Δημήτριο Ζιώγα, εκείνον που έπεσε ανδραγαθώντας στα βουνά της Βορείου Ηπείρου και που ποτέ δεν επέστρεψε να αναπαυθεί στην πατρώα γη, εδώ που τιμούμε τη μνήμη σου, στον τόπο του και στον τόπο σου και στον τόπο μας. Εδώ που “βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά, κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο”, όπως μας λέει ο ποιητής στο Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, για τον πατέρα μας, Θεοπίστη μου.
Εδώ που ήρθε η μνήμη του, μόνον, ηρωική, επάνω στην ασπίδα του “ή ταν ή επί τας”, “μ’ ένα κλαράκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί” -όπως μοιρολόγησε ο Ελύτης όλους τους ήρωες χαμένους ανθυπολοχαγούς της Αλβανίας- πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα.
Εκεί που ο Ήφαιστος “έβαλε πρώτα τη γη, τη θάλασσα και τον ουρανό με τον ήλιο, το φεγγάρι και όλα τα αστέρια. Κι έπειτα άρχισε να σχεδιάζει δυο πολιτείες δίπλα – δίπλα. Στην πρώτη οι άνθρωποι έχουν ειρήνη. Παντρεύουν τα παιδιά τους με τραγούδια και χαρές και λύνουν σε κριτές τις διαφορές τους. Στην άλλη πολιτεία έχουν πόλεμο….οι λαβωμένοι και οι νεκροί κείτονται ολόγυρα. Έτσι ο Ήφαιστος ιστορεί τις χαρές της ειρήνης και τις συμφορές του πολέμου.”
Έτσι διάβασα και εξήγησα την Ιλιάδα στη μεγαλύτερη εγγονούλα σου που φέρει το όνομά σου, τη Θεοπίστη. Έτσι θα τη διαβάσω και στη Μαρία και τη Δήμητρα, τις μικρότερες, αν μ’ αξιώσει ο Θεός, σαν μεγαλώσουν λίγο στο σχολείο, στη ζωή και στα γράμματα. Έτσι όπως τη διάβαζα και στα παιδιά σου, έτσι όπως την ιστορούσα και στον Χρίστο μου, τον μοναχογιό μου, που τον αγάπαγες όμοια με τους δικούς σου γιούς κι έτσι, μαγικά, τον έκανε η αγάπη σου μοναχοπαίδι με αδέρφια.
Οι τρεις οι εγγονούλες σου, Θεοπίστη μου, θα είναι η δικαίωσή σου. Με την πρόοδο και την εξέλιξή τους, στο δένδρο της γνώσης, μα και στο δένδρο της ζωής. Πολύ πιο καλότυχες από εμάς τις τρεις κόρες του Ζιώγα, που απορφανιστήκαμε από τη βάναυση μοίρα του πολέμου, με εσένα, τη μεγαλύτερη, την Πρωτοκόρη του Ήρωα, να γίνεσαι ο κυματοθραύστης της θλίψεως της μητέρας μας, της Κωστάντως.
Ίσως για αυτό να υπήρξες πάντα, Θεοπίστη μου, αθόρυβος κυματοθραύστης και απάγκιο και γλυκό μουράγιο για τον πόνο και την ανάγκη κάθε ανήμπορου και αναξιοπαθούντα. Για πόσους άγνωστους και μακρινούς δεν δάκρυσαν, άλλωστε, τα μάτια σου, αδελφή μου!….
Κακοδαίμονες λόγοι, που ξεπερνούν, αθροιστικά, τις συνήθεις αντιξοότητες με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη η υγεία όσων βαδίζουμε ηλικιακά προς το Μεγάλο Σούρουπο, μας εμπόδισαν, εμένα και τη μεσαία μας αδελφή, τη Λούλα, να σε αποχαιρετίσουμε όπως σου άρμοζε, στο ξόδι σου.
Θέλω να σου ζητήσω, μόνο, εκεί που πας, ν’ αφήσεις κάτω το κλαρί της λησμονιάς. Να μη γευτείς τους δόλιους καρπούς της γης των Λωτοφάγων και να μην μας ξεχάσεις. Όπως δεν μας ξέχασες ποτέ, όσο ζούσες, παρά την προχωρημένη νόσο της μνήμης, εμάς τις αδελφές σου και τους αγαπημένους σου.
Λόγια δεν έχω άλλα για να εκφράσω τη θλίψη μου, τον πόνο και το κενό της απώλειάς σου. Θα πάρω λόγια από τα ποιήματα του γιου μου, του Χρίστου. Από εκείνα που είχε γράψει όταν έχασε τον πατέρα του, τον Χρυσόστομο, τον Μάκη μας που σε φώναζε αδελφή του…
“Κορμοί ακρωτηριασμένοι απ’ όσα δεν προλάβαμε οι ζωές μας και οι μέλλοντες θα ‘ρθούνε να μετρήσουνε τους κύκλους μας. Και οι βασιλικοί ευωδιάζουνε σγουροί, σαν τα πρασινομάλλικα κεφάλια των παιδιών”….”Κόρη του χρόνου η λησμονιά και αποπαίδι η μνήμη”.
Καλό σου ταξίδι αδελφή μου.
Φρειδερίκη Λιάπη – Ζιώγα