Γράφει ο Ηρακλής Αθ. Φίλιος,
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
Αφορμή για τις σημερινής σκέψεις αποτελεί η μνήμη ένα ζευγάρι που αγαπήθηκε και αγίασε, εκείνο των αγίων Ακύλα και Πρίσκιλλας, τη μνήμη των οποίων η αγία μας Εκκλησία τιμά στις 13 Φεβρουαρίου. Δύο άγιοι που η αγάπη τους δεν ήταν κοσμική αλλά χριστοκεντρική.
Ο Θεός χωρίς να φοβάται να βγει από την Τριαδική Του παρουσία και βεβαιότητα, πραγματοποιεί ένα άνοιγμα. Και το άνοιγμα αυτό, κι εδώ προσέξτε την ιδιαιτερότητα του, είναι άνοιγμα σε μία ετερότητα, σε μία διαφορετική φύση, στον άνθρωπο. Δεν έχει την ίδια φύση μαζί Του κι όμως τον προσλαμβάνει, τη στιγμή που ο ίδιος νοσεί πνευματικά. Και η πρόσληψη αυτή είναι η απόλυτη Του κατάφαση στην ανθρώπινη φύση χωρίς όμως την πρόσληψη της αμαρτίας της. Βγαίνει λοιπόν ο Θεός από την Τριαδική του ύπαρξη, χωρίς να διαρρηγνύεται η σχέση των τριών προσώπων, χωρίς να αλλοιώνεται η ουσία Του και χωρίς να παραποιούνται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τους. Και δεν κάνει μία οποιαδήποτε έξοδο συναισθηματικού χαρακτήρα, μήτε ηρωικού ενθουσιασμού αλλά οντολογικής οικείωσης μιας ξένης φύσης. Της ανθρώπινης, την οποία δεν φοβάται να προσλάβει παρά την πτώση της και τον εκμηδενισμό στον οποίο πολλές φορές η ίδια οδηγείται.
Η παραπάνω επισήμανση δεν έγινε τυχαία και δεν είναι ξένη προς την αγαπητική σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων αλλά είναι καταλυτικής σημασίας. Όπως ο Θεός ανοίγεται στον άνθρωπο και «γεννήθηκε αναγκαίως σύμφωνα με τους νόμους της ανθρωπίνης φύσεως» κατά Κύριλλο Αλεξανδρέα, διατηρώντας αναλλοίωτη την Τριαδική Του υπόσταση, έτσι και στη σχέση μεταξύ ανδρός και γυναικός πραγματώνεται μία άλλη έξοδος∙ εκείνη του εαυτού μου στον εαυτού του άλλου, ήτοι το απροϋπόθετο και καταφατικό μου άνοιγμα σε ένα πρόσωπο ξένο, διαφορετικό από εμένα που δεν είμαι εγώ. Αυτό το «απόλυτα άλλο» κατά Levinas με φέρνει ενώπιον των ορίων μου. Είναι η πλέον άριστη ευκαιρία όχι απλά να δω τον εαυτό μου στην προοπτική σχέσης με τον άλλον και τον Θεό, αλλά να δω ποιος είμαι δοκιμάζοντας τις αντοχές μου, αφού αυτό το ξεδίπλωμα των δυνατοτήτων μου ερεθίζει αντιδραστικά τη θεληματική μου διάθεση για ταύτιση ή απόρριψη του άλλου.
Σε μία σχέση υπάρχουν δύο πρόσωπα. Ένας άνδρας και μία γυναίκα. Ο άνδρας προσεγγίζει τη γυναίκα, αναλόγως ενεργεί και ην γυναίκα προς τον άνδρα. Ο ένας έλκεται από τον άλλον. Είναι το πρώιμο στάδιο που επιτρέπει να δούμε ακόμη ξεχωριστά κάθε πρόσωπο. Ο ένας γνωρίζει τον άλλον. Αυτή η γνωριμία του δημιουργεί την ανάγκη για διαρκή συνάντηση με την ετερότητα του άλλου.
Και οι δύο πλέον κάνουν βήματα ο ένας προς τον άλλον, χωρίς διχαστικές γραμμές και εγκλωβιστικά όρια. Ακολουθεί η συνάντηση. Σταδιακά χωρίς σκέψη και ανάλωση σε αποτρεπτικά – εγωιστικά κίνητρα, αφού γνωρίζω τον άλλον, τον θέλω, τον ποθώ, τον ερωτεύομαι, θέλω να τον βλέπω συνεχώς. Και τότε συμβαίνει αυτό που περιγράφει με ωραίο και παραστατικό τρόπο ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στο νου του το πρότυπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή. Αυτός ποτέ, ούτε στον ύπνο του δεν μπορεί να ησυχάσει, αλλά και εκεί βλέπει το ποθητό πρόσωπο και συνομιλεί μαζί του».
Ακολουθεί η πρόσληψη. Βγαίνω από τη βεβαιότητα της φιλαυτίας μου, από το ξεθώριασμα της κακότεχνης φύσης μου, αυτό το ειδεχθές που με εμποδίζει να γίνω ο άλλος και σαρκώνω το εντελώς διαφορετικό στο σώμα της δικής μου ύπαρξης, κάτι που αποτελεί την απόλυτη αποξένωση από τον εαυτό μου, αυτό το έντεχνο μάλωμα με ό,τι συνήθισα να είμαι. Με άλλα λόγια βγαίνω από την ασφάλεια που δεν μου επιτρέπει να χάσω κάτι από αυτό που είμαι πριν γίνω. Απροϋπόθετα προσλαμβάνω τον άλλον και τον «καλωσορίζω» στη δική μου ατομικότητα. Σαρκώνομαι στον άλλον κι εκείνος σαρκώνεται σε μένα. Είναι τέτοιο το θαύμα της σάρκωσης που στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας (στο μυστήριο του γάμου) έχει τη χαρισματική δύναμη να μην με ξεχωρίσει από εκείνον, ούτε εκείνον από εμένα αλλά να μας μεταποιήσει «εἰς σάρκα μίαν» (Εφεσ. 5, 31).
Δεν εξετάζω αν θα καταφέρω να κρατήσω την ανάγκη του να με συναντήσει, αν επιβεβαιώσω τον πόθο του για μένα. Τον οικειώνομαι και δεν ενδιαφέρομαι για τίποτε άλλο. Αυτό βέβαια προϋποθέτει τη γνωριμία και μία κοινή συμφωνία στα στοιχεία της προσωπικότητας του άλλου. Γίνομαι λοιπόν εκείνος κι εκείνος γίνεται εγώ, αφήνοντας «το εγώ μπροστά, κι εμείς ακολουθούμε» όπως θα γράψει σε ποίημα της η συμπολίτισσα μας Ρένα Παπαϊωάννου – Παλαιολόγου. Έχει όμως όρια αυτή η οικείωση; Φυσικά, και είναι τα όρια του σεβασμού. Όταν ο άλλος δεν σε σέβεται και εκδηλώνεται με κάθε νοσηρή συμπεριφορά που προσβάλλει την ελευθερία σου, όταν αρνείται να σε δεχτεί όπως είσαι, όταν δεν σέβεται την ίδια ελευθερία σου, προσέξτε το σημείο αυτό, τη στιγμή που ο Ίδιος ο Θεός τη σέβεται, δεν υπάρχει αγάπη και πρέπει να μπαίνει το τέλος σε μία τέτοια ασυνέχεια.
Όπως ήδη έχει γραφεί ο Χριστός με τη σάρκωση του, αυτή την ύψιστη κένωση του Εαυτού Του, διδάσκει κάθε άνδρα και γυναίκα που θέλουν να πορευτούν μαζί στη ζωή. Όπως ο Χριστός δέχτηκε την ανθρώπινη φύση, έτσι και ο ένας βγαίνει από τη δική του φύση, από τη θαλπωρή της παρουσίας του στον εαυτό του και προσλαμβάνει τον άλλον. Δέχεται ο Τριαδικός Θεός να δεχτεί την ανθρώπινη φύση – επουδενί σε επίπεδο συναισθηματικής οικείωσης αλλά οντολογικής αναφοράς – με την έξοδο προς τον «ξένο» άνθρωπο; Τοιουτοτρόπως ο άνδρας δέχεται να ανοιχτεί στη γυναίκα και η γυναίκα στον άνδρα. Ο ένας σαρκώνει τον άλλον. Υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα από αυτό; Από αυτό το άδειασμα μου για να γεμίσω με σενα που δεν είσαι εγώ; Όμως αντέχω να βγω από αυτό που συνήθισα να είμαι; Μήπως φοβάμαι την έξοδο; Ανησυχώ για τη συνάντηση; Αισθάνομαι ανασφάλεια; Απειλούμαι από την παρουσία του άλλου; Τρομάζω μήπως κυριαρχήσει πάνω μου;
Ο Χριστός διδάσκει την αγάπη, την διακονία, την κένωση, τη φιλανθρωπία, το σεβασμό, την ταπείνωση, την υπομονή. Αυτές είναι και κοσμικές έννοιες αλλά ως ενταγμένες στην κοσμική σοφία δεν έχουν έρεισμα ισχυρό, δέσιμο αιώνιο, πνευματική ισχύ. Όταν και οι δύο αγωνίζονται για να αποκτήσουν τις αρετές αυτές, τις οποίες αναγνωρίζουν αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του Θεανθρώπου, τότε όσες φορές κι αν απομακρυνθούν, όσες φορές κι αν πέσουν, εν τέλει στην ψυχή τους ήδη θα έχει αναπτυχθεί η αγάπη του Χριστού, αυτή που κατά τον απόστολο Παύλο «είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, δε ζηλεύει, δεν καυχιέται, δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δε ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δε σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δε χαίρει, όταν βλέπει την αδικία, αλλά συγχαίρει, όταν επικρατεί η αλήθεια∙ όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει, ποτέ δεν ξεπέφτει» (Α’ Κορ. 13, 4-8).
Ένας πνευματικός μπορεί να συμβάλλει στον κοινό αγώνα ανδρός και γυναικός. Όχι με το να επικεντρώνει και αναλώνεται σε νόμους, κανόνες, «πρέπει» και «μη». Και εννοείται σε καμία περίπτωση με το να εισβάλλει αδιάκριτα στη ζωή τους και να παρατηρεί πάλι αδιάκριτα από την κλειδαρότρυπα αλλά ενεργώντας σεβόμενος την ελευθερία τους όπως τη σέβεται ο Θεός. Μη εγκλωβίζοντας σε διλλήματα και απογοητεύσεις και τους δύο αλλά ελευθερώνοντας τους στην αγάπη και στο αμέτρητο έλεος του Θεού.
Όταν ένας άνδρας και μία γυναίκα φιλοσοφήσουν τη ζωή τους την προσωπική αλλά και το επέκεινα αυτής – σε κοινή – στην άσκηση της αυτοσυνειδησίας που έχει αρχή και τέλος όλων τον Χριστό, όταν αφήσουν πριν το όμορφο γεγονός της συνάντησης των στα πόδια τους κάθε βαρίδιο που εμποδίζει την ψυχή τους να δει τον άλλον ως εικόνα Θεού και τον Θεό ως Πατέρα και Δημιουργό τους, είναι σίγουρο πως η χάρη του Παναγίου Πνεύματος θα σκεπάζει τις καρδιές τους και θα δροσίζει κάθε βαρύ αναστεναγμό που γκρινιάζει βλέποντας αδιέξοδα και όχι λύσεις.
Τελικά η αγάπη θα σώσει τον κόσμο! Η αγάπη του Χριστού μας αξιώνει να αγαπάμε. Από μόνοι μας αδυνατούμε ή όταν κάτι καταφέρνουμε τότε η αγάπη αυτή έχει κοσμικές βάσεις και κριτήρια. Πέφτει εύκολα. Η αγάπη του Θεού θα χαριτώσει τη συνάντηση, τη σάρκωση, την πρόσληψη. Η αγάπη έχει αρχή. Δεν έχει όμως τέλος. Όμως το τέλος βεβαιώνει την αγάπη!