Την περίοδο αυτή ξεκινάει ένας κύκλος δυναμικών στιγμών, χαρισματικών στη γλώσσα της εκκλησίας, όπου το πνευματικό στοιχείο κυριαρχεί παντού και σε κάθε στιγμή του εκκλησιαστικού χωροχρόνου.
Την Κυριακή αυτή στους ιερούς ναούς θα αναγνωστεί περικοπή από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο. (Ματθ. 6, 14-21). Η περικοπή αυτή έχει τη δική της σπουδαιότητα καθώς αναφέρεται στο θέμα της συγχώρησης, της νηστείας, της ταπείνωσης και της προκοπής κατά Χριστόν.
Το στοιχείο εκείνο που κρύβει μέσα του Θεό είναι εκείνο της ανυποψίαστης κίνησης του ανθρώπου προς το Θεό, το οποίο θα εξηγήσω παρακάτω. Η κίνηση του ανθρώπου έχει διττή κατεύθυνση. Από τη μία ο άνθρωπος κινείται προς το Θεό – κάτι που του επιτρέπει την κίνηση προς την επίτευξη του σκοπού υπάρξεως του που είναι το καθ’ ομοίωση. Εδώ ανήκει και ο παύλειος λόγος καθώς «τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αὐτήν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπό δόξης εἰς δόξαν» (Β’ Κορ. 3, 18). Αυτή η κίνηση έχει μέσα της καλλιτεχνία αφού έχει έντονο στη φύση της το θεϊκό στοιχείο.
Εξάλλου, μην ξεχνάμε πως ο Θεός καλείται «καλλιτέχνης» κατά Γρηγόριο Θεολόγο και «αριστοτέχνης» κατά Κύριλλο Αλεξανδρέα. Από την άλλη ο άνθρωπος κινεί την ελευθερία του από τα άνω προς τα κάτω, κι έτσι δημιουργούνται τα είδωλα.
Η κίνηση για την οποία γίνεται λόγος, στο ευαγγέλιο της Κυριακής της Τυρινής είναι η κίνηση που κάνει ο άνθρωπος για να συναντήσει τον Θεό. Και συγκεκριμένα αυτή η συνάντηση στην ευαγγελική περικοπή καλείται «νηστεία». Λέει λοιπόν ο Κύριος: «Συ όμως όταν νηστεύεις άλειψε το κεφάλι σου και πλύνε το πρόσωπο σου, για να μην σε δουν οι άνθρωποι ότι νηστεύεις αλλά μόνο ο Πατέρας σου, που είναι εκεί παρών κρυφά, και ο Πατέρας σου, που βλέπει τι γίνεται στα κρυφά, θα σε ανταμείψει στα φανερά» (Ματθ. 6, 17-18).
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πως δεν μιλάμε απλά για μία κίνηση όπου ο άνθρωπος συναντά το Θεό μέσα από τη νηστεία (στη συγκεκριμένη περίπτωση) αλλά για μία ανυποψίαστη κίνηση. Η συνάντηση του ανθρώπου με το Θεό γίνεται κρυφά. Κρυφά από όλους τους άλλους. Νηστεύω για να μην με δουν οι άλλοι αλλά νηστεύω για να δω εμένα στην προοπτική της συνάντησης με το Θεό. Μιας ιδιαίτερης συνάντησης μακριά από βλέμματα. Συνάντησης που αφήνει ανυποψίαστους τους πάντες στη δική μου κίνηση. Κρυφή, ήσυχη, ταπεινή, άσαρκη, σαρκωμένη δε στο μυστικό εργαστήρι της έμπονης αγάπης προς το Θεό αλλά και προς το συνάνθρωπο. Αν νηστέψω επειδή αγαπώ, επειδή φλέγομαι, επειδή είμαι ερωτευμένος με το Θεό, τότε αναλόγως απέχω από κάθε τι που πληγώνει τον άλλον. Τον γνωστό μου, τον ξένο.
Σε μία τέτοια κίνηση ο άνθρωπος παύει να ενεργεί με τη δική του θέληση παρά το γεγονός ότι με τη δική του θέληση κινείται προς το Θεό. Εντούτοις κάτι τέτοιο δεν αναιρεί το στόχο του αλλά και δεν διακόπτει την πορεία του. Θα έλεγα – κι εδώ σημειώνεται το θαυμαστό γεγονός – πως ο Θεός ενεργεί στην αδράνεια του ανθρώπου. Το ζήτημα τώρα είναι που εντοπίζεται η αδράνεια του ανθρώπου. Θυμάμαι τον καθηγητή φιλοσοφίας π. Ιωάννη Χρυσαυγή σε μία από τις συζητήσεις μας να κάνει λόγο για χώρο και σιωπή, τονίζοντας εμφαντικά «για να μιλήσει ο Θεός χρειάζεται να δώσεις χώρο και σιωπή και τότε θα μιλήσει σίγουρα». Αυτές οι δύο λέξεις δείχνουν σιωπηλές κι όμως βγάζουν μεγάλη κραυγή που ο Θεός ακούει.
Κι αν ο άνθρωπος σύμφωνα με την παραπάνω θέση δείχνει να αδρανεί διά της σιωπής και της αφέσεως χώρου ώστε να ενεργήσει ο Θεός, αυτό δεν σημαίνει την παραίτηση του αλλά την αρχοντική ευγένεια που πηγάζει από την εμπιστοσύνη στο Θεό, να τα αφήσει όλα στην πρόνοια Του. Και ποιεί αυτή την εργασία της ήσυχης συνάντησης στη σιωπή με έμπονη αγάπη χωρίς να καταργούνται οι δοκιμασίες, οι αμφιβολίες και οι απογοητεύσεις του.
Ο άνθρωπος γοητευόμενος απογοητεύεται. Ο χριστιανός δεν απογοητεύεται, γοητεύεται. Γοητεύεται από την απουσία του Θεού που ξέρει όμως πως είναι μία ηχηρή παρουσία. Στον χριστιανό συμβαίνει κάτι εντελώς παράδοξο. Τον γοητεύει ο σταυρός, ο πόνος, οι δοκιμασίες και οι θλίψεις. Όλα αυτά που για έναν αθεϊστή ή αδιάφορο αποτελούν τα κατεξοχήν σημεία απουσίας του Θεού και γι’ αυτό και αρνούνται το Θεό. Στο χριστιανό η γοητεία αυτή που του ασκούν ο σταυρός, οι ανηφόρες, τα εμπόδια, ο πόνος, έχει εμβαπτιστεί στον Χριστό και όχι σε ένα τυχαίο πρόσωπο. Πίσω από όλα αυτά έχει τη βεβαίωση ότι ό Θεός είναι εκεί σε όλα.
Χώρος και σιωπή. Χώρος για να κινηθεί ελεύθερα ο Θεός απαλλαγμένος από τα διλήμματα που του θέτουμε και τις απειλές. Χώρος για να στρώσει το δικό του θέλημα που θα συμπίπτει με τη δική μας ελεύθερη επιλογή. Και σιωπή. Σιωπή για να του δώσουμε πάλι χώρο να ακουστεί η δική Του φωνή.
Εν τέλει χώρο και σιωπή για να Τον φιλοξενήσουμε χωρίς εκβιασμούς και προϋποθέσεις στη φτωχή μας ύπαρξη που κι αυτή την Τεσσαρακοστή βιώνει το μυστήριο Του στο χρόνο, ένα «χρόνο συνειδησιακής νήψεως και ανανήψεως» καταπώς λέγει στο μήνυμα του εν όψει της αγίας αυτής περιόδου ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος.
Η σιωπή και η αφάνεια δεν είναι αδυναμία. Και δεν είναι παραίτηση. Είναι η ήσυχη και ταπεινή εργασία στο εργαστήριο της ψυχής που γίνεται ως άσκηση αυτοσυνειδησίας και εναρμόνισης με τη μεγαλύτερη εντολή που είναι η αγάπη. Είναι χώρος υποδοχής του Θεού στη ζωή. Οι πιο εκκωφαντικές ενδείξεις ότι τώρα πλέον ενεργεί ο Θεός. Χώρος και σιωπή ώστε να έλθει εκείνη η ημέρα όπου η αφάνεια θα φανερώσει. Η ησυχία θα φωνάξει. Ο χώρος θα χωρέσει. Ο χρόνος θα σαρκώσει. Και η σιωπή θα μιλήσει. Για να μιλήσει ο Θεός…