Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΕΡΕΚΟΣ
Επειδή στην εναλλαγή των κειμένων του γράφοντος συχνά συμπεριλαμβάνεται και το χρονογράφημα, που σε κάποιες περιπτώσεις προσπαθεί να είναι και ευθυμογράφημα (το πιο δύσκολο είδος του χρονογραφήματος δηλαδή), κρίναμε σκόπιμο να αφήσουμε τα οικονομικοπολιτικά στην άκρη για σήμερα και να θυμηθούμε όλους αυτούς που ήταν οι δάσκαλοί μας.
Για τον λόγο αυτό, ανατρέξαμε στα αρχεία παλιών εφημερίδων και στις εγκυκλοπαίδειες, βρίσκοντας στοιχεία των “ιερών τεράτων” του είδους αυτού της δημοσιογραφίας, και νιώσαμε ειλικρινά δέος, ανακαλύπτοντας στοιχεία ανθρώπων των γραμμάτων που άφησαν πίσω τους ιστορικά κείμενα μεγάλης αξίας, διηγήματα, ποιήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και τόμους βιβλίων, γραμμένων με σεβασμό και άριστη πάντα χρήση της ελληνικής, καθαρεύουσας τότε, γλώσσας!
Παρηγοριά μας οι δηλώσεις που βρήκαμε δύο κορυφαίων χρονογράφων της εποχής εκείνης, των Π. Νιρβάνα και Στ. Ξένου, οι οποίοι γράφουν κάπου ότι μερικές φορές θα εύχονταν χρονογραφήματά τους να μην είχαν δημοσιευτεί, διότι εκ των υστέρων ως και οι ίδιοι …τα έβρισκαν κακόγουστα ή και αφελή. Ένα αίσθημα από το οποίο διακατέχεται μερικές φορές και ο γράφων…
«Πατέρες» του χρονογραφήματος θεωρούνται οι Ιωάννης Κονδυλάκης και Γεώργιος Πωπ. Οι υπόλοιποι, που άφησαν εποχή… ήταν οι Στέφανος Ξένος, Εμμανουήλ Ροΐδης, Άγγελος Βλάχος, Θέμος Άννινος, Δημήτρης Καμπούρογλου, Κωστής Παλαμάς, Παύλος Νιρβάνας, Παύλος Παλαιολόγος, Δημήτρης Κακλαμάνος, Σπύρος Μελάς, Διονύσης Ρώμας, Ανταίος και οι μετέπειτα Δημήτρης Ψαθάς, Παναγιώτης Παπαδούκας, Ε. Εμμανουηλίδης κ.ά.
Ειδική μνεία αξίζει να κάνουμε στη μοναδική -αν δεν κάνουμε λάθος- γυναίκα χρονογράφο Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου, η οποία υπέγραφε τότε τα χρονογραφήματά της με το ψευδώνυμο «Τηλέμαχος». Στην γυναίκα «φαινόμενο» η οποία, εκτός από τα χρονογραφήματά της, διέπρεψε και ως δημοσιογράφος, έχοντας πάρει συνεντεύξεις από μεγάλες προσωπικότητες, όπως την Ίντιρα Γκάντι και τον βασιλέα της Ιορδανίας Χουσεΐν. Έχει στο ενεργητικό της τη συγγραφή συλλογής ποιημάτων και βιβλίων εκλεκτού περιεχομένου ακόμη και σε ξένες γλώσσες όπως και σεναρίων θεατρικών έργων και συνεχίζει να γράφει, στην πρώτη πάντα σελίδα της εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ», με το κανονικό της όνομα και τίτλο του γραπτού της «Της ημέρας» με περισπωμένη στο «της» και δασεία στο «ήτα» της λέξης «ημέρας», όπως έγραφε και τον παλιό καλό, για την ελληνική γλώσσα, καιρό!
Για την προσφορά της αυτή στο χώρο των γραμμάτων έχει άλλωστε τιμηθεί με τα Βραβεία Μπότση και Παπαδούκα.
Ο χώρος δεν επιτρέπει να δώσουμε δείγματα γραφής όλων των προαναφερθέντων και για τον λόγο αυτό παρουσιάζουμε σήμερα απόσπασμα ευθυμογραφήματος – αυτοσαρκασμού, του Παύλου Νιρβάνα (το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτρος Αποστολίδης), ο οποίος κατά γενική ομολογία ήταν από τους καλύτερους στο είδος του, για να έχουμε ένα δείγμα της υπέροχης και με ανάλαφρο, σκωπτικό, χιούμορ γραφής του.
Σημειώνουμε ότι το κείμενο αυτό γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στην εποχή που «πόλεμος» είχε ξεσπάσει ανάμεσα στους καθαρευουσιάνους και τους δημοτικιστές, διότι ήταν και το πρώτο θέμα που απασχολούσε τους ανθρώπους των γραμμάτων του τότε.
Ιδού και το απόσπασμα:
Μου είχαν κολλήσει τον τίτλο του ανθρώπου που κατείχε την γλώσσαν! Στην αρχή το καμάρωνα, αργότερα ένιωθα να με βαραίνει και να επηρεάζει τη ζωή μου. Ντυνόμουν σοβαρά, είχα γίνει απόκοσμος και είχα αποκοπεί από τους ανθρώπους της ηλικίας μου. Παντού με σύσταιναν με σεβασμό, ως «τον νέον που κατέχει την γλώσσαν»… Κάποτε μου ανέθεσαν έναν επικήδειο. Βλέποντας το εκκλησίασμα να κρέμεται από τα χείλη μου τα έχασα και άρχισα να λέγω ασυναρτησίας όπως: «Εν τη συναισθήσει των θλιβερών αισθημάτων, αι εγκόσμιαι δυνάμεις φρικιούν και ανέφικτος λωφάζει ο του ουρανίου ανέσπερου φωτός κ.λπ. και κ.λπ.»
Ενδομύχως παρακαλούσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, όταν μετά το ‘δεύτε τελευταίον ασπασμόν’ βλέπω το πλήθος να στριμώχνεται για να με πλησιάσει και οι άνθρωποι αντί να φιλούν τον νεκρόν να φιλάνε εμένα. Στην έξοδο της εκκλησίας κοίταζα τα κορίτσια, ελπίζοντας σε μια θερμή νεανική ματιά που ως νέος λαχταρούσα και εισέπραττα βλέμματα σεβασμού και δέους. Γύρισα στο σπίτι μου περίλυπος, απογοητευμένος πολύ προβληματισμένος. Άναψα μια μεγάλη φωτιά στο τζάκι και άρχισα να ρίχνω μέσα ανώμαλα ρήματα, συγγραφείς, ποιήματα και όλες τις ‘ελληνικούρδες’ μου όπως «οδόντας, κόμας, ρίνας και ώτα». Μία ‘θρίξ’, καθώς εκάη, εγέμισε το δωμάτιο με τσίκνα. Και όταν σεβαστός φίλος που, μετά την ‘καύσην’ των βιβλίων μου με επετίμα λέγοντας “κατείχες λαμπράν γλώσσαν και κατήντησες χυδαίος” πέθανε, θέλησα να του εκφωνήσω επικήδειον εις άψογον καθαρεύουσαν βέβαια για να τον ευχαριστήσω, αλλά δεν το έπραξα από φόβον μήπως εν τη ευδαιμονία του, σηκωθεί και με φιλήσει.
Αυτό ήταν το απόσπασμα και πώς να μην αισθάνεσαι μικρός και ασήμαντος, όταν διαβάζεις παρόμοια κείμενα και να μην έχεις την αίσθηση ότι κουβαλάς μεγάλο βάρος στις πλάτες σου όταν δίνεις γραπτό που δημοσιεύεται και το βαφτίζεις χρονογράφημα!
Κατά τα άλλα συνεχίζουμε, ζητώντας, φίλοι αναγνώστες, την κατανόησή σας και την επιείκειά σας για τα όσα γράφουμε, καθώς και για το όπως τα γράφουμε…
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!