Του Γεωργίου Παπασίμου, Δικηγόρου
«Εις τη Θεσσαλίαν η κατάστασις είναι αθλία και η εικών απαισία. Έλληνες αδελφοί μας, γυμνοί και κατίσχνοι, εφ’ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουσιν ως φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων».
Μαρίνος Αντύπας.
Ο Μάρτιος είναι ο μήνας της αγροτικής τάξης. 8 Μαρτίου 1907, δολοφονήθηκε ο φλογερός σοσιαλιστής Μαρίνος Αντύπας, τα τελευταία λόγια του οποίου πριν ξεψυχήσει ήταν «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης», που ήταν η πολιτική του παρακαταθήκη προς όλους τους Έλληνες αγρότες. Είχε προηγηθεί ο αγώνας του στην πράξη στα τσιφλίκια της Θεσσαλίας για τα στοιχειώδη δικαιώματα των αγροτών και των κολλήγων απέναντι στους διαδόχους του Οθωμανικού ζυγού, τους τσιφλικάδες, με κεντρικό στόχο που τον διατύπωνε ευθέως, αν και επιστάτης στην περιουσία του θείου του, να μοιραστεί η γη στους ακτήμονες και στους κολλήγους.
Η επαναστατική «σπορά» του Αντύπα, βρήκε έκφραση στις 6 Μαρτίου 1910, με τον ξεσηκωμό της αγροτιάς στο Κιλελέρ, όπου φούντωσε το απελευθερωτικό κοινωνικό κίνημα των κολλήγων, που το πολιτικό τους πρόγραμμα συμπυκνώνονταν στο αίτημα, που προωθούσε ο Μαρίνος Αντύπας, αυτό της απαλλοτρίωσης και του μοιράσματος της γης.
Η εξέγερση αυτή των αγροτών, που ξεκίνησε από το χωριό Κιλελέρ, κέρδισε τη συμπάθεια του Ελληνικού Λαού, εντείνοντας τις πιέσεις για επίλυση του αγροτικού ζητήματος, που ολοκληρώθηκε ως προς αυτό το σημείο με την αγροτική μεταρρύθμιση του 1917-1920, με τις πρώτες απαλλοτριώσεις από την Κυβέρνηση του Θεσσαλού μαύρου καβαλάρη Νικολάου Πλαστήρα.
Έναν αιώνα, όμως και πλέον από αυτή την εξέγερση των αγροτών για την κατάργηση των τσιφλικιών στη Θεσσαλία και στην υπόλοιπη Ελλάδα, αυτό παραμένει ως ο «συμβολικός φάρος» της αγροτιάς, αφού δυστυχώς βρισκόμαστε σήμερα στο ίδιο μέρος της έναρξης αυτού του κύκλου, αυτό, δηλαδή, της ιδιότυπης «νεοκολληγοποίησης», που οξύνθηκε κατά την περίοδο του μνημονιακού «οδοστρωτήρα», που βυθίζει συνολικά τη χώρα και δημιουργεί σκληρές συνθήκες νεο-αποικιοποίησης.
Γιατί, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες «ανοιξιάτικες λιακάδες» στον σκληρό αγώνα επιβίωσης της αγροτικής τάξης στην Ελλάδα, κυρίως στην δεκαετία του 1980, το «αγροτικό ζήτημα» καταδεικνύει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τις έντονες στρεβλώσεις του Ελληνικού περιφερειακού καπιταλιστικού συστήματος, με την απουσία οποιασδήποτε σοβαρής οραματικής εθνικής αγροτικής ανάπτυξης, σε όλη την περίοδο από την σύσταση του Ελληνικού Κράτους. Έτσι, δεν θα είχαμε το λεγόμενο «Ελληνικό αγροτικό παράδοξο», όπου μια κατεξοχήν αγροτική Χώρα, όπως η Ελλάδα, να είναι ελλειμματική στο αγροτικό ισοζύγιο, με ετήσιο έλλειμμα, που αγγίζει πλέον τα 7 δις ευρώ!!!, καταδεικνύοντας τις εγκληματικές πολιτικές της παρασιτικής οικονομικής ολιγαρχίας και του πολιτικού προσωπικού, που κυβέρνησε την Χώρα διαχρονικά, έναντι της αγροτικής τάξης και της ανάπτυξης του πρωτογενούς οικονομικού τομέα.
Η ευθύνη ειδικότερα των μνημονιακών κυβερνήσεων μέχρι σήμερα, ειδικά στο θέμα της αγροτικής παραγωγής, είναι τεράστια, αφού δεν έκαναν, έστω και σ’ αυτή την ιστορικά καταστροφική φάση για την Ελλάδα, το αυτονόητο εθνικό καθήκον για την Ελληνική οικονομία και την Σωτηρία του Λαού: Να ενισχύσουν, δηλαδή, στοχευμένα τον πρωτογενή αγροτικό τομέα, δημιουργώντας συνθήκες καταπολέμησης της τρομακτικής ανεργίας του 30%, με ανάπτυξη μικρομεσαίων ανταγωνιστικών βιομηχανιών διατροφικών προϊόντων, με πρώτο στόχο την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του Ελληνικού Λαού και την μείωση του αγροτικού ελλείμματος.
Ο αγώνας του Μαρίνου Αντύπα και των κολλήγων στο Κιλελέρ θα δικαιωθεί μόνο όταν εφαρμοσθεί από ένα νέο Πολιτικό Υποκείμενο Αλλαγής- Ανατροπής, στη συγκρότηση του οποίου οφείλει να πρωτοστατήσει η μονίμως μέχρι σήμερα χειραγωγούμενη πολιτικά αγροτική τάξη, με την εφαρμογή ενός συνεκτικού εθνικού στρατηγικού σχεδίου για την γεωργική παραγωγή στην Ελλάδα, με σύγχρονες υποδομές, με προτεραιότητα στα ποιοτικά και βιολογικά προϊόντα, την σύνδεση της παραγωγής και του χωραφιού με την μεταποίηση, μέσω ισχυρών μορφών συλλογικής δράσης, για την μετατροπή της Ελλάδος σε κέντρο γενετικού παραγωγικού υλικού και την αποτροπή της «νεοκολληγοποίησης», μέσω της συλλογικής αξιοποίησης της δημόσιας γης (εκκλησιαστική – μοναστηριακή περιουσία, διακατεχόμενες εκτάσεις και δάση, ερημοποιημένα τμήματα).