Βράχος ἀνάμεσα στούς βράχους.
Στύλος ἀγέρωχος, ἀτάραχος, ἀκλόνητος στήν πίστη, βαθιά ριζομένος στόν βυθό τοῦ οὐρανοῦ.
Κυπαρίσσι που ἤξερε να κοιτάει πάντα ψηλά και στοῦ ἀνέμου το ἀγιάζι δεν λύγισε… στις καταιγίδες τοῦ οὐρανοῦ δεν πτοήθηκε… στοῦ καιροῦ τα γυρίσματα τα κλαδιά τοῦ φόβου και τῆς ἀγωνίας δεν ὑπῆρχαν στον κορμό του…
Μετέωρος για πάντα…. Ἀγάπη που ξεχείλιζε ἀπό ἕναν λόγο…. Χαμόγελο σιγουριᾶς… βλέμμα βεβαιότητας και ἐμπιστοσύνης στον Ἕνα, που ἀφιέρωσε τη ζωή του. Ποιμένας για ὅλους και πατέρας για τον καθένα προσωπικά.
Καρδιά ἀκούραστη… κάθε χτύπος και ἕνα ὄνομα… κάθε ἀνάσα και μία προσευχή… Ζωή και πορεία ἀνηφορική, ἀκολουθώντας το παράδειγμά Του και ἐφαρμόζοντας τα λόγια: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν… ἀράτω τον σταυρόν αὐτοῦ και ἀκολουθήτω μοι» ( Μαρκ. η΄ 34). Μα ὅποιος ἐπιλέγει τον δρόμο τον στενό και βαδίζει σταθερά, ὅποιος ἀνηφοριές τραχιές ἔχει να διαβεῖ, τον περιμένει ψηλά ἡ κορυφή. Στεφάνι πλεγμένο ἀπό χέρια ἀγγελικά, με τις πιο εὐωδιαστές ἀρετές, στολισμένο με τα σπάνια διαμάντια – δάκρυα τῆς ψυχῆς – σταγόνες ἀγωνίας για το αὔριο που πότισαν την εὐλογημένη κορυφή.
Ψυχή ἐλεύθερη… με αἰσθήματα εἰλικρινῆ, πηγαῖα και πάνω ἀπ᾿ ὅλα αἰσθήματα που μετάγγιζαν ἀγάπη θεϊκή.
Φρουρός – ἀγωνιστής για τον λαό που ἀγάπησε, για τον τόπο αὐτό για τον ὁποῖο πρόσφερε τη ζωή του θυσία σε μᾶς τα παιδιά του.
Πόσα Ἅγια θυσιαστήρια λησμονημένα και ἀλειτούργητα στο πέρασμα τοῦ χρόνου θέρμανε με τῆς ψυχῆς την εὐχαριστία και ἀλλά τόσα νέα προς δόξαν Θεοῦ με ἀστείρευτο ζῆλο φύτευε και φύτρωναν στη διψασμένη γῆ τῶν Σταγῶν!
Πόσα νέα παρακλάδια, παιδιά δικά του, λειτουργούς ἄξιους στον θρόνο τοῦ Θεοῦ ταπεινά προσέφερε δοξάζοντας συνέχεια το ὄνομά Του!
Ἄξιος συνεχιστής – κτίτορας τῶν Ἁγιομετεωρίτικων Ἱερῶν Μονῶν, ἀνέδειξε την ὀρθοδοξία προβάλλοντας την κληρονομιά, θρησκευτικη και πολιτισμική, που ἀπορρέει ἀπό τη Μοναστική αὐτή πολιτεία.
Ἀταλάντευτος στα κύματα… σίγουρος και στέρεος για το κάθε του βῆμα… με αὐταπάρνηση και προσφορά δοσμένη ἀποκλειστικά για την κάθε ψυχή…
Ἕνα δέντρο ὅταν πέσουν τα φύλλα του μένει γυμνό… μα σαν ἔρθει ἡ ἄνοιξη ζωντανεύει και ντύνεται πάλι. Ἂν κοποῦν τα κλαδιά του θα πονέσει, μα θα παλέψει να ζήσει και να βγάλει νέα, τρυφερά και πιο γερά παρακλάδια. Μα ὅταν ἀπό το δέντρο χαθεῖ ὁ κορμός, τα κλαδιά και τα φύλλα και τα ἄνθη δεν μποροῦν μόνα τους να ζήσουν.
Ὅμως οἱ ρίζες τοῦ δικοῦ μας δέντρου δεν εἶναι γήινες και οὔτε σε χῶμα μεγαλώνουν… Ἀπό ψηλά πηγάζουν, οὐράνια ἐκπορεύονται, με «ἀθάνατο» νερό ποτίζονται και Ἀνάσταση ζωῆς συνθέτουν.
Και ἀπό τον κορμό που ἔπεσε, ἔχοντας οὐράνια ἐλπίδα σ’ Ἐκεῖνον, νέα παρακλάδια, με τις πρεσβεῖες και την πατρική φροντίδα του, ἀναδεικνύονται.
Με τον Ἥλιο τῆς ζωῆς να τα φωτίζει και παρακλητικές ἱκεσίες σε «βάθος» ὑψηλό και ζωή αἰώνια, να τα στερεώνουν.
Ὅσο και ἂν ὁ πόνος τις ψυχές ὅλων ἔχει ἀποδυναμώσει, ὅσο και ἂν ἡ θλίψη τα μάτια με δάκρυα πότισε και ἡ ἔλλειψη τῆς παρουσίας του ἀπαράκλητη την συνέχεια τῆς πορείας μας κατέστησε, οἱ πρεσβεῖες του και ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης του ἀπό ψηλά μᾶς σκεπάζουν, οὐράνια μᾶς προστατεύουν, θεϊκά μᾶς εὐλογοῦν. Πάντα θα βρίσκεται ἀνάμεσά μας, γιατί συνεχίζει και ζεῖ στις καρδιές μας και ἡ μνήμη του και ἡ ζωή του εἶναι χαραγμένες στον ἁγιασμένο αὐτό τόπο.
Στις κορυφές τῶν Ἁγίων Μετεώρων, στους πρόποδες τῶν βράχων, στους Βυζαντινούς Σταγούς, στα μικρά και γεμάτα ἱστορία ἐξωκκλήσια που λειτούργησε, στο ποίμνιο ὅλο που με ἀταλάντευτη πίστη στον Θεό καθοδήγησε, ἐκεῖ ἡ ψυχή του θα συχνάζει, ἐκεῖ ἡ ψυχή του θα ἀναπαύεται.