Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΕΡΕΚΟΣ
Βάλθηκα στο σπίτι να γράψω ένα καινούργιο ευρετήριο τηλεφώνων με τα ονόματα των συγγενών και φίλων μας διότι το παλιό, με τα γράψε, σβήσε, διόρθωσε, βάλε κάπου δίπλα τους τα «κινητά», είχε γίνει χάλια! Το μόνο που δεν είχα προβλέψει και υπολογίσει ήταν το σφίξιμο στην καρδιά που θα ένοιωθα κάθε φορά που έπρεπε να σβήσω με πόνο ψυχής ονόματα αγαπημένων προσώπων που έχουν φύγει από κοντά μας για πάντα.
Και δυστυχώς δεν ήταν λίγα τα σβησίματα…
Κάποια στιγμή άφησα για λίγο το γράψιμο, έγειρα πίσω στην πολυθρόνα και, με τα δάκτυλα των χεριών «δεμένα» πίσω στον αυχένα και τα μάτια κλειστά, άρχισα να ταξιδεύω με τη σκέψη μου στα παλιά μας, όμορφα, περασμένα χρόνια.
Να ξαναφέρω στη μνήμη μου τα γελαστά πρόσωπα και τις χαρούμενες φωνές που γέμιζαν τα σπίτια μας «εναλλάξ» όταν μαζευόμασταν για να περάσουμε ώρες ανέμελης ξενοιασιάς και ζεστής φιλικής συντροφιάς.
Να θυμηθώ εκείνους που, με τον διαφορετικό τρόπο του ο καθένας, έδιναν ένα ξεχωριστό τόνο και «χρώμα» στο κέφι της παρέας και της κοινής ζωής μας!
Απολαυστικός σαν βλάχος ο Βασίλης (που ζει και βασιλεύει) με τη γκλίτσα του και την προσποιητή βλάχικη προφορά του.
Μοναδικός ο Κώστας, που ήθελε να συμμετέχει πάντα στο τραγούδι ενώ, πέραν του ότι δεν θυμόταν ποτέ τα λόγια των τραγουδιών, ήταν τόσο φάλτσος που «σκότωνε» όλα τα τραγούδια…!
Καμιά φορά, υποπτευόμασταν ότι τό ‘κανε επίτηδες, για να προκαλέσει την αντίδραση της «καλλικέλαδης» της παρέας Νανάς, που του έκλεινε το στόμα με την παλάμη της κι ας ήταν θείος της.
Ο Νίκος με τον Γιώργο, οι δύο αθυρόστομοι που «σοκάριζαν» (τάχα) τις γυναίκες με τα «σόκιν» τους ανέκδοτα, ενώ από μέσα τους σίγουρα όλες τους εύχονταν ν’ ακούσουν κι άλλα.
Από την άλλη, ο αδερφός μου ο Ευάγγελος! Που είχε αυτοανακηρυχτεί πρόεδρος της παρέας, κι ο οποίος έπαιρνε πάντα το πιο σοβαρό του ύφος για να τους επαναφέρει (δήθεν) στην τάξη! Μόνο που τελικά έχανε κι εκείνος το όποιο προεδρικό του κύρος, αφού δεν τα κατάφερνε να συγκρατηθεί ως το τέλος σοβαρός, αλλά ξέσπαγε στα γέλια κάποια στιγμή.
Ο Γιάννης μας, ο πανύψηλος σαν όρθιο χιλιόμετρο λεβέντης, στον οποίο είχαμε κολλήσει το παρατσούκλι «Τιμάριθμος», και ο οποίος έφυγε από κοντά μας απρόσμενα και πολύ νέος!
Ενώ, ο τίτλος του «τζέντλεμαν» της παρέας ανήκε δικαιωματικά στον γερμανικής μεν καταγωγής αλλά και «100% ελληνάρα» στη γλώσσα και την ψυχή Άντελμπερ! Τον φινετσάτο, ευγενέστατο, χαμογελαστό και κατά κανόνα ολιγόλογο…!
Όσο για τις κοπελιές μας, τις γεμάτες νιάτα και ομορφιά με τα «μίνι» τους, που ήταν την εποχή εκείνη στις δόξες τους, τι να πεις…! Τι να πρωτοπείς δηλαδή…(!)
Χαμογελαστές, αεράτες και πάντα αξιαγάπητες, «έκλεβαν (όπως λέμε) την παράσταση» καθώς τραγουδώντας βοηθούσαν όλες την οικοδέσποινα στο σερβίρισμα των φαγητών, καμιά φορά και στο πλύσιμο των πιάτων…!
Κι όταν καθόταν η «συμμορία» στο τραπέζι για να «ρημάξει» τα μεζεδάκια που είχε φτιάξει η νοικοκυρά με τα χεράκια της, και όχι «ετοιματζίδικα, τσουγκρίζαμε τα ποτηράκια μας με το κοκκινέλι «στην υγειά της» και στην υγειά όλης της παρέας!
Χορτάτοι στη συνέχεια, για να… επιβεβαιώσουμε και τη γνωστή ρήση ότι «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει», το ρίχναμε στον χορό.
Στο φόρτε τους τότε το Σουίνγκ, η Μπόσα-Νόβα, το Χάλι-Γκάλι και κυρίως το Γιάνγκα στο οποίο, πιασμένοι από τη μέση και κάνοντας κύκλους, προχωρούσαμε ο ένας πίσω από τον άλλο με ρυθμικά και ομαδικά άλματα-βήματα από δωμάτιο σε δωμάτιο, σαν να ήμασταν ένα μεγάλο, ανθρώπινο, χαμογελαστό φίδι!
Αυτοί ήταν οι «μοντέρνοι» για ξεφάντωμα χοροί της εποχή μας.
Σαν μύριζε όμως άνοιξη κι έπιαναν οι πρώτες ζέστες, το σκηνικό άλλαζε. Παίρναμε τα «σαραβαλάκια» μας και τραβούσαμε για «πικ-νικ» στις ακρογιαλιές της Νέας Μάκρης, του Σχοινιά, της Λούτσας ή του Μεγάλου Πεύκου, όπου στρώναμε το νάιλον τραπεζομάντιλο στο γρασίδι με τις διάφορες νοστιμιές (που έφερναν, κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ τους οι κοπελιές μας, η κάθε μια κάτι δικό της) και το ρίχναμε στο φαγοπότι, μετά από την απαραίτητη βουτιά στην κοντινή θάλασσα φυσικά.
Αυτή ήταν η αξέχαστη παλιοπαρέα μας, που δυστυχώς όλο και «φυλλορροεί». Αυτή ήταν και η εποχή που αναπολούμε με γλυκιά νοσταλγία, όχι μόνο γιατί ήμασταν τότε νέοι αλλά και γιατί η ζωή ήταν πράγματι πιο ήρεμη, πιο φιλική, πιο «ζεστή» στις καρδιές των ανθρώπων.
Μπορεί να μην είχαμε τις ανέσεις της σημερινής εποχής, με τις νέες τηλεοράσεις, το internet, τα κλιματιστικά, τους φούρνους μικροκυμάτων ή τα εκατομμύρια των Ι.Χ. που έχουν κατακλύσει κάθε γωνιά της ελληνικής γης.
Να μην είχαμε μικροί και μεγάλοι τα συνεχώς εξελισσόμενα «κινητά» (σε λίγο καιρό μπορεί και να… μαγειρεύουν κιόλας) που τα κουβαλάμε όλοι ανοιχτά στο χέρι και μιλάμε περπατώντας και χειρονομώντας σαν παλαβοί στους δρόμους ή (κακώς, κάκιστα) ενώ οδηγούμε το αυτοκίνητο ή την μοτοσικλέτα μας, με τεράστιο τον κίνδυνο να σκοτωθούμε ή να σκοτώσουμε. Και κυρίως ζούσαμε χωρίς ο πανταχού παρών και με πολλές μορφές κίνδυνος να καραδοκεί και να μας απειλεί σε κάθε μας βήμα!
Χωρίς να φοβόμαστε ν’ ανοίξουμε τα παράθυρά μας για να πάρουμε μια πνοή δροσιάς τις καυτές βραδιές του καλοκαιριού, εξαιτίας του φόβου των αδίστακτων φονιάδων-ληστών που έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα! Που μπουκάρουν στα σπίτια μας από εκεί που δεν το περιμένεις και σε βασανίζουν αλύπητα ή σε μαχαιρώνουν για λίγα ευρώ.
Χωρίς να μας πνίγει, εκτός από το αποπνιχτικό «νέφος» και το ατέλειωτο άγχος για όλα τα άλλα προβλήματα που μας έχουν γίνει εφιάλτης, δίχως να φαίνεται και κάποιο φως στο βάθος του τούνελ για άσπρη, πλην της χιονισμένης, μέρα.
Αναγκαστική προσγείωση στην οδυνηρή πραγματικότητα λοιπόν και ας μένουν τα ονειροπολήματα για παρηγοριά.
Ο κόσμος άλλαξε (και χάλασε), αλλάξαν οι καιροί!
Πέρασαν, χάθηκαν, τα όμορφα τα χρόνια…
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!