Δεν έχει μεσολαβήσει μεγάλο διάστημα από τότε που υπηρετούσα το Εθνικό Σύστημα Υγείας από τη θέση του ειδικευόμενου ιατρού, οπότε η ζωηρή ανάμνηση των δυσκολιών, των εντάσεων και των υψηλών απαιτήσεων που συνυφαίνονται με την ενάσκηση του ιατρικού λειτουργήματος από αυτή τη θέση πολλαπλασιάζει την αγανάκτησή μου απέναντι στις πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου του ΚΕΣΥ κ. Μάρκου, σύμφωνα με τις οποίες οι ειδικευόμενοι είναι “εκπαιδευόμενοι και όχι εργαζόμενοι”.
Η πολιτική μου δράση και τοποθέτηση είναι γνωστές και ως εκ τούτου, δεν θα παρουσιάσω τον κείμενο σχολιασμό μου ως ουδέτερο κομματικά. Ανεξαρτήτως, όμως πολιτικού προσήμου, το κατ’ απόλυτον τιμή θεσμικής ευπρέπειας (ή μάλλον απρέπειας) και κλινικοεπιστημονικής ορθότητας (ή καλύτερα σφαλερότητας), απαράδεκτο και άτοπο περιεχόμενο της ως άνω ατυχούς δηλώσεως, δεν μπορεί παρά να αποτελέσει κοινή παραδοχή για κάθε ιατρό που έχει περάσει έστω και για λίγο από τις δομές και τις υπηρεσίες του Εθνικού μας Συστήματος Υγείας.
Αν ανάλογη δήλωση είχε εκστομιστεί από οποιονδήποτε Νεοδημοκράτη αξιωματούχο της Υγείας, θα εζητείτο πάραυτα η διοικητική και επιστημονική “κεφαλή του επί πίνακι”. Αν η δήλωση ελάμβανε χώρα επί των ημερών κεντροδεξιάς διακυβερνήσεως, τα Νοσοκομεία μας θα παρέλυαν από την απεργία των διαμαρτυρόμενων ειδικευομένων. Και αναφέρω -χαρακτηριστικά- πως θα παρέλυαν, γιατί, στη σημερινή Ελλάδα της Κρίσης και των δραματικών περικοπών για την Υγεία, οι ειδικευόμενοι των Νοσοκομείων μας σηκώνουν το βάρος της καλύψεως όλων των κενών που οι περικοπές αυτές συνεπάγονται για την ομαλή λειτουργία του ΕΣΥ. Φαίνεται όμως πως το φίλτρο της συντροφικότητας αμβλύνει τις αριστερού υποστρώματος προσβλητικές και άστοχες δηλώσεις, επιτρέποντας, στο όνομα της αριστερίζουσας αλληλεγγύης να ανοίγουν αβασάνιστα οι κερκόπορτες της μετατροπής των ειδικευομένων, από ραχοκοκκαλιά της προσφοράς υπηρεσιών υγείας στους πολίτες, σε άμισθο επιστημονικό προλεταριάτο καθημερινής εκμετάλλευσης.
Στο πλαίσιο δε του γενικότερου αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, η αδόκιμη δήλωση του κ. Μάρκου, εντάσσεται στην περιρρέουσα εικοτολογία περί, προχείρως εξαγγελούμενων αλλαγών που αφορούν στην εξεταστική διαδικασία για την απόκτηση του τίτλου ιατρικής ειδικότητας, στην κατά το δοκούν μετακίνηση των ειδικευομένων σε Νοσοκομεία της ίδιας Υγειονομικής Περιφέρειας, προς κάλυψη παρατηρούμενων κενών και στη δυνατότητα έναρξης ειδικότητας μόνο 3 φορές το χρόνο.
Θα ήταν λάθος να επιτρέψουμε την επικοινωνιακή εκτροπή του κεντρικού θεματικού άξονα των αστοχιών της πολιτικής που επιχειρεί να εφαρμόσει η αριστερο-δέξια Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖ-ΑΝΕΛ -σε ότι αφορά στις εργασιακές, εκπαιδευτικές και αξιολογικές συνθήκες που διέπουν το σημερινό καθεστώς ιατρικής ειδίκευσης- από την μιθριδατικώς επιχειρούμενη οικονομική, εργασιακή και επιστημονική απαξίωση των ειδικευομένων ιατρών μας, στο πεδίο της δια των εξετάσεων αξιολόγησής τους.
Η έννοια της αξιολόγησης, ως ποιοτικού πολλαπλασιαστή των υπηρεσιών που παρέχει στην κοινωνία ο Δημόσιος Τομέας και όχι ως μορμολύκειο απολύσεων και περικοπών, έχει εγχαράξει ένα θετικό και ισορροπημένο αποτύπωμα στον φιλελεύθερο προγραμματικό λόγο και στη μεταρρυθμιστική κυβερνητική δυναμική της Νέας Δημοκρατίας. Δεν την παραχωρούμε, λοιπόν, ως εκφυλισμένη πρώτη ύλη κατασκευής επικοινωνιακών πυροτεχνημάτων, στον ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα δε σε ό,τι αφορά στον ευαίσθητο χώρο της Υγείας.
Το διακύβευμα δεν είναι αν οι ειδικευόμενοί μας πρέπει να αξιολογούνται ή όχι. Η αξιολόγηση αποτελεί sine qua non της γνωσιολογικής και πρακτικής επάρκειας κάθε επιστήμονα, πολλώ δε μάλλον του κάθε αυριανού ειδικού γιατρού. Δεν μπορούμε, όμως, να αφήσουμε το τοξικό μείγμα της συριζαϊκής θεσμικής προχειρότητας και πολιτικής πονηρίας, να μετατρέψει τη διάρκεια της κλινικής άσκησης των ειδικευομένων μας σε μία ατέρμονα εξεταστική διαδικασία, με κίνδυνο την επιβάρυνση του κλινικού τους έργου, αντί για την ενίσχυση της επάρκειάς τους σε αυτό και με απώτερο στόχο την ελαστικοποίηση των μισθοδοτικών και εργασιακών τους όρων και σχέσεων.
Αντί να ετικετοποιούν τους ειδικευόμενους ιατρούς μας ανάμεσα σε απαξιωτικά διαζευκτικά δίπολα “εκπαιδευόμενοι ή εργαζόμενοι”, προετοιμάζοντάς τους για την αμισθία και την πλήρη εργασιακή, επιστημονική και κλινική τους εκμετάλλευση, ας ασχοληθούν με το κατά πόσον τηρείται η διαρκής παρουσία ειδικού κατά την κλινική άσκηση των ειδικευομένων. Ας αναλογιστούν το κατά πόσον δηλώσεις όπως αυτή του Προέδρου του ΚΕΣΥ ανασχέουν το κύμα φυγής Ελλήνων ειδικευομένων προς τα νοσοκομεία του εξωτερικού. Ένα κύμα που συνεπάγεται την πνευματική αιμορραγία της χώρας μας από πολύτιμο επιστημονικό δυναμικό το οποίο έλαβε την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, αλλά προσφέρει την επιστημονική και κλινική του υπεραξία αλλού.
Με ιδιαίτερη εκτίμηση,