Συνηθίζεται να λέγεται πως ο Νίτσε ήταν ένας άθεος και πολέμιος του χριστιανισμού. Αδυνατώ να συλλάβω το μέγεθος της άγνοιας, ακόμη και της αδιαφορίας όσων κατακρίνουν το μεγάλο φιλόσοφο ως άθεο. Εκείνο που ο ποιητικός Νίτσε στα έργα του στηλίτευσε ήταν η άρνηση των ανθρώπων να βιώσουν εμπειρικά το Θεό. Γι’ αυτό και στη «Χαρούμενη Γνώση» σημειώνει πως «ο άνθρωπος έπλασε το θεό».
Ο Νίτσε πριν εναντιωθεί στο επίσημο ιερατείο που κατακρεουργούσε το μυστήριο του Θεού και το κατέβαζε στην κτιστή πραγματικότητα, υπήρξε θρήσκος άνθρωπος, ευλαβής. Σπούδασε τη θεολογία, εκκλησιαζόταν μαζί με τη μητέρα του και επιθυμούσε να γίνει πάστορας όπως ο πατέρας του. Όμως από πολύ νωρίς βίωσε από την προτεσταντική εκκλησία την απώλεια του μυστηρίου της αποκάλυψης του Θεού. Γι’ αυτό εναντιώθηκε, έγραψε και σε κανένα του βιβλίο δεν χτυπάει το Θεό. Παρά μόνο την επίσημη εκκλησία, τις μεθοδεύσεις της, το παρασκήνιο της, της ραδιουργίες της, τις συκοφαντίες της απέναντι στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Νίτσε είχε καθαρό το παρελθόν του και το παρόν του και δεν επέτρεπε σε κανέναν ιερωμένο να επαίρεται για τα δικά του πιστοποιητικά «καθαρότητος», ούτε να του κουνάει το δάχτυλο με έπαρση και αυθάδεια για όσα έγραφε. Ξεκάθαρα πράγματα.
Αν και δεν συμφωνώ σε όλα με τον φιλόσοφο, εντούτοις τα έργα του κυοφορούν θέσεις που όταν ανθίζουν στο διάβα της ζωής μέσα από την προσωπική σκέψη του καθενός, αποδεικνύουν την αλήθεια των πραγμάτων ύστερα από σταδιακή ωρίμανση θα έλεγα, καθώς ο Νίτσε δεν διαβάζεται εύκολα κι όπως κι ο ίδιος έλεγε όσα λέει «δεν είναι για όλα τ’ αυτιά». Θέλω εμφατικά να τονίσω, και προσέξετε αυτό το εμφατικά, την ανάγκη για ανάγνωση των γραπτών του Νίτσε σε βάθος. Απαραίτητη δε προϋπόθεση για να καταλάβει κάποιος τι θέλει να πει ο Νίτσε, είναι αρχικά πριν διαβάσει οτιδήποτε να γνωρίσει τη ζωή του, τη βιογραφία του. Είναι το μόνο χρήσιμο «κλειδί» που θα ανοίξει την πόρτα της συνάντησης με τον ίδιο.
Ο Νίτσε στη «Χαρούμενη Γνώση» ομολογεί, μάλλον εξομολογείται στη δημόσια πλατεία – δια του τρελού- ότι «ο Θεός είναι νεκρός!». Εκ πρώτης όψεως αυτή η ανερυθρίαστη ομολογία περί της θεοκτονίας σκανδαλίζει το αναγνωστικό κοινό. Όμως τι εννοεί με τον όρο «σκοτώσαμε» και ποιοι είναι οι υπαίτιοι γι’ αυτή τη θεοκτονία; Ας δούμε πρώτα τι γράφει ο ίδιος: «Δεν ακούσατε για εκείνον τον τρελό που κρατούσε ένα αναμμένο φανάρι μέρα μεσημέρι κι έτρεχε στην πλατεία της αγοράς φωνάζοντας ασταμάτητα: «Γυρεύω το Θεό! Γυρεύω το Θεό!» – Επειδή όμως πολλοί από τους παρευρισκομένους δεν πίστευαν στο Θεό, ξέσπασε ηχηρό γέλιο. Μήπως χάθηκε αυτός; ρώτησε κάποιος. Μήπως έχασε το δρόμο του σαν το μικρό παιδί; είπε κάποιος άλλος. Ή μήπως κρύβεται; Μήπως μας φοβάται; Μήπως μπάρκαρε στο πλοίο; Μήπως ξενιτεύτηκε; – Τέτοια έλεγαν και γελούσαν.
Ο τρελός πήδησε ανάμεσα τους και τους διαπέρασε με τη ματιά του. ‘’Που είναι ο Θεός;’’ φώναξε. ‘’Θα σας πω εγώ! Τον σκοτώσαμε – εσείς κι εγώ! Όλοι είμαστε δολοφόνοι του!… Ο Θεός είναι νεκρός! Ο Θεός παραμένει νεκρός! Κι εμείς τον σκοτώσαμε! Πώς να παρηγορηθούμε εμείς, οι φονιάδες των φονιάδων; Κάτω απ’ το μαχαίρι μας μάτωσε ό,τι πιο άγιο και πιο ισχυρό είχε ως τώρα ο κόσμος – ποιος θα μας καθαρίσει απ’ αυτό το αίμα; Ποιο νερό μπορεί να μας πλύνει; Ποιους εξιλασμούς, ποια ιερά παιχνίδια πρέπει να εφεύρουμε; Το μέγεθος αυτής της πράξης δεν είναι πολύ μεγάλο για μας;…» (Νίτσε, Χαρούμενη Γνώση, Βιβλίο III, 125).
Τα παραπάνω δείχνουν να ξεκαθαρίζουν το ομιχλώδες των αοριστιών και της υποτιθέμενης βεβαιότητας του Νίτσε. Όμως δεν ήταν σκοπός μου να υπερασπιστώ κανέναν, πόσο μάλλον τον ίδιο το φιλόσοφο, αλλά να φανερώσω τους θεοκτόνους, εκείνους τους στυγνούς εγκληματίες που αφαιρούν από το Θεό το δικαίωμα της ύπαρξης. Ο Νίτσε γράφοντας αυτό το βιβλίο γνώριζε δύο περιπτώσεις. Εκείνη του κυνικού φιλοσόφου Διογένη κι εκείνη του αποστόλου Παύλου που όταν μίλησε για ανάσταση νεκρών στον Άρειο Πάγο, μερικοί τον ειρωνεύτηκαν γι’ αυτό (Πραξ. 17, 32). Στο βιβλίο της Εξόδου διαβάζουμε πως «καὶ εἶπεν· οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τό πρόσωπόν μου· οὐ γάρ μή ἴδῃ ἄνθρωπος τό πρόσωπόν μου καί ζήσεται» (Έξοδ. 33, 20). Δηλαδή όποιος άνθρωπος δει το πρόσωπο του Θεού δεν θα ζήσει. Ο Νίτσε αντιστρέφει τη θέση αυτή και λέει ότι αν ο άνθρωπος δει τον Θεό, τότε είναι ο Θεός που πεθαίνει.
Εδώ δεν εννοεί πως ο Θεός δεν υπάρχει ή υπήρχε και πλέον δεν έχει τη δική Του παρουσία μέσα στη ζωή του ανθρώπου, της κτίσης, εν τέλει της ιστορίας ολάκερης όπως σαρκώνεται με τον πολιτισμό που τη διέπει. Θέλει να δείξει πως οι φιλόσοφοι σκότωσαν τον Θεό γιατί τον είδαν με τα μάτια του νου και όχι της ψυχής. Αυτό θυμίζει το τρίτο οντολογικό επιχείρημα του Ντεκάρτ για την απόδειξη ύπαρξης του Θεού αλλά και τον Άνσελμο Καντερβουρίας που επιχειρούσε λογικά (με προϋπόθεση τον όρο «τέλειος» που προσάπτουμε στο Θεό) την ύπαρξη Του. Θα έλεγα πως η δυτική σκέψη, ο προτεσταντισμός και ρωμαιοκαθολικισμός είδε τον Θεό ως ιδέα και όχι σαν εμπειρία όπως τον βίωσε η νηπτική παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας με την άσκηση και την άκτιστη θεία χάρη. Αυτή η ιδέα περί Θεού, κατέστησε τον Θεό είδωλο. Ο καθηγητής φιλοσοφίας του Καθολικού Κολεγίου Τιμίου Σταυρού Βοστώνης π. Παντελεήμων Μανουσάκης γι’ αυτό αναφέρει πως ο λόγος του Παύλου δεν στράφηκε μόνο κατά της ειδωλολατρίας των αγαλμάτων αλλά και της «ειδωλολατρίας του ανθρώπινου λογικού, μιας εννοιολογικής ειδωλολατρίας».
Αν δεν πιστέψεις στο Θεό δεν μπορείς να Τον σκοτώσεις. Σκοτώνεται κάτι στο οποίο δεν πιστεύεις; Τοιουτοτρόπως ενεργούν όσοι πιστεύουν σήμερα στον Θεό και Τον σκοτώνουν. Είναι εκείνοι που στο Όνομα Του κατηγορούν τον συνάνθρωπο, τον διαβάλλουν, τον εχθρεύονται, τον μισούν, τον πολεμούν, τον κατηγορούν, πλάθοντας ψευδείς κατηγορίες και καταγγελίες με σκοπό να τον εξοντώσουν. Και λέω συνάνθρωπο γιατί ο άλλος είναι ο Θεός. Είναι εκείνοι που μέσα από το δικό τους σχήμα και θέση στην κοινωνία κάθε μέρα σκίζουν τις σάρκες του Θεού, γίνονται οι πιο στυγνοί θεομπαίχτες, αρνούνται να δουν τη σάρκωση της αγάπης και το έλεος Του, δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα στο συνάνθρωπο τους. Είναι εκείνοι που θέλουν να βλέπουν στην κοινωνία τον εαυτό τους και τον εαυτό τους ως την μόνη κοινωνία. Είναι όσοι με ύφος υπεροπτικό και αθεράπευτα αλαζονικό σπείρουν διχόνοιες, εξευτελίζουν το ανθρώπινο πρόσωπο, γίνονται τιμητές άγιων και ευαίσθητων συναισθημάτων, υποκρίνονται τους σωτήρες, χωρίς να σώζουν τον εαυτό τους, τον οποίο και με τις ύπουλες τους ενέργειες καταδικάζουν. Είναι εκείνοι που δεν βιώνουν την αγάπη του ευαγγελίου και των μελιτωδών πατερικών λόγων και για να υπάρξουν πρέπει να μην υπάρξει ο άλλος. Είναι εκ είνοι που αφήνουν τον πόνο του άλλου ενώ την ίδια στιγμή ευλαβούνται τον Θεό, τον οποίο με απόλυτο τρόπο καταδικάζουν να τους κοιτάζει ακόμη πάνω από το Σταυρό.
«Δεν είναι δυνατόν η Εκκλησία, και μάλιστα η Ορθόδοξος, η δική μας Εκκλησία, να νοηθεί ως άσχετη προς τη ζωή, προς τους καιρούς, προς την αγωνία αυτής της ώρας, προς τα φλέγοντα προβλήματα αυτής της στιγμής απλώς ως πόλη επάνω όρους κειμένη και θεωρούσα τα περί αυτήν. Υποκρινόμενοι την χθες, απουσιάζουμε από την σήμερον και η αύριον έρχεται άνευ ἡμῶν» (Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Κυρός Μελίτων, Λόγος εἰς τήν ὑποκρισίαν).
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος