Του Αρχιμ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑ, πρ. Πρωτοσυγκέλλου της Ι. Μητροπόλεως Σταγών και Μετεώρων
Βρισκόμαστε στα πρόθυρα του εορτασμού της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού. Παρακολουθήσαμε τα γεγονότα της πορείας Του προς το Πάθος και φθάσαμε στη σταυρική Του θυσία. Οι δραστηριότητες Του της τελευταίας τριετίας της επίγειας πορείας Του βοήθησαν να γνωρίσουμε τον ρόλο Του ως του Β’ Προσώπου της Αγίας Τριάδος, δηλαδή του Υιού και Λόγου του Θεού, και την προσφορά Του στην ανθρωπότητα.
Χρονολογικά στοιχεία της Θεότητός Του δεν θα βρούμε, διότι ο Τριαδικός Θεός είναι άναρχος, αίδιος και αιώνιος. Γνωρίζουμε βέβαια αρκετά στοιχεία της επίγειας παρουσίας Του, δηλαδή της ανθρώπινης φύσης Του. Είναι ο Δημιουργός Θεός και Κτίστης των απάντων, ο Παντοδύναμος Θεός, που ποτέ δεν αποχωρίσθηκε τη θεία Του φύση, τη Θεότητα.
Δανείσθηκε την ανθρώπινη φύση για ένα κυρίως σκοπό, για να της θεραπεύσει τη φθορά, που της προξένησε η παρακοή σε εντολή του Θεού του πρώτου ανθρώπινου ζεύγους, των Πρωτοπλάστων Αδάμ και Εύας, και να την αποκαταστήσει στον αρχικό της προορισμό. Δεν ήταν μια απλή παρακοή αλλά ανεπίτρεπτη παράβαση συγκεκριμένης εντολής του Θεού, για την οποία είχε προαναγγελθεί και το σχετικό επιτίμιο: «θανάτω αποθανείσθε».
Το πρόβλημα της φθοράς δεν αφορούσε μόνο στο συγκεκριμένο ζευγάρι των Πρωτοπλάστων, αλλά σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, στο οποίο κληροδοτήθηκαν όλες οι συνέπειες της παρακοής. Με την τιμωρία αυτή δεν απέβλεπε ο Θεός σε κάποιο όφελος της Τριαδικής Θεότητας. Ίσως -αν επιτρέπεται η φράση- να δοκίμασε για το γεγονός κάποια πικρία.
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με άριστες προοπτικές και με τιμητικό προορισμό. Ο ευλογημένος όμως με την παράνομη πράξη του οδηγήθηκε σε εντελώς αντίθετη κατάσταση. Τον έπλασε για παιδί Του, τον κατάστησε συγκάτοικό Του και με προοπτική να γίνει συγκληρονόμος Ιησού Χριστού. Ο άνθρωπος όμως αποκόπηκε από τον Θεό και αποξενώθηκε από την κοινωνία μαζί Του. Βρέθηκε «έξω του νυμφώνος Χριστού», αποκλεισμένος από τον Παράδεισο. Κατάληξη που λέγεται πνευματικός ή ψυχικός θάνατος.
Το ολίσθημα ήταν τραγικό και δεν μπορούσε να το παραβλέψει ο Θεός, να μείνει δηλαδή αδιάφορος και αδρανής, ώστε το κακό να διαιωνίζεται. Αλλά και η αποκατάσταση του ανθρώπου δεν ήταν εύκολη. Καταστάθηκε βέβαια κάποτε, αλλά έπειτα από την απόφαση και την πραγματοποίηση της ενανθρωπήσεως του Θεού και την καταδίκη σε σταυρικό θάνατο του Θεανθρώπου, του αγίου και αθώου, του άμωμου και αναμάρτητου.
Η σταυρική Του θυσία επανέφερε τον άνθρωπο σε κοινωνία με τον Θεό και τον ξανάβαλε στον δρόμο που τερματίζει στη Βασιλεία Του. Μπορεί η ανθρώπινη φύση του Θεανθρώπου να γνώρισε «προς καιρόν» τον θάνατο και να «άφησε» τη ζωή της αιωνιότητας. Τότε κατέβηκε στον υπόγειο χώρο, «εν τοις κατωτάτοις της γης, ώστε να αναστήσει και «του απ’ αιώνος κεκοιμημένους», για να αξιωθούν όλοι οι άνθρωποι να δεχθούν τη δωρεά της λυτρώσεως και της σωτηρίας. Ο ιερός Χρυσόστομος διακηρύττει: «Χριστός εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο».
Συνέβη δηλαδή τούτο: «Αγωνίσθηκε και μαρτύρησε ο Χριστός, το έπαθλο όμως το πήρε ο άνθρωπος. Κατέβαλε ο Χριστός τα λύτρα και εισέπραξε ο άνθρωπος την ελευθερία. Θανατώθηκε Εκείνος, για να ζήσουμε εμείς». Τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα του στίχους: «Εσταυρώθη δ’ εμέ, ίνα εμοί πηγάσης την άφεσιν. Εκεντήθης την πλευράν, ίνα κρουνούς ζωής αναβλύσης μοι».
Την αναστάσιμη περίοδο η Εκκλησία ψάλλει πολύ εκφραστικά: «Εκ γαρ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν, Χριστός ο Θεός ημάς διεβίβασεν». Αλλά αν αυτά συνυφαίνονται με τη ζωή μας και έχουν ουσιαστικό νόημα, είναι θέμα του καθενός. Αξίζει το θέμα να μας προβληματίσει.