Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΕΡΕΚΟΣ
Είχα πριν λίγες εβδομάδες μια περιπέτεια με το δεξί μου γόνατο, όταν το χτύπησα σε μια σιδηροδοκό. Πρήστηκε, πονούσε και με κράτησε «εκτός υπηρεσίας» για αρκετές μέρες. Προχτές, (πώς τα κατάφερα;) ξαναχτύπησα στο ίδιο ακριβώς σημείο. Μόνο που τούτη τη φορά σφίγγω τα δόντια στον πόνο και το παίζω αδιάφορος… διότι δεν ξεχνώ ότι περισσότερο είχα ταλαιπωρηθεί τότε από τους αυτόκλητους «γιατρούς» και τα γιατροσόφια τους, παρά από αυτό καθ’ εαυτό το χτύπημα και δεν έχω καμία διάθεση να πάθω τα ίδια.
Είχα πάει τότε σε φίλο ορθοπεδικό (ή «ορθοπαιδικό» …ερίζουν για τη σωστή γραφή της λέξης οι φιλόλογοι…) που, μόλις είδε το πόδι μου, «μ’ άρπαξε», όπως λέμε, απ’ τα μούτρα.
«Πώς τα κατάφερες έτσι ρε φίλε; Τι «χτυπηματάκι» μου λες; Εσύ του άλλαξες τα φώτα…! Στην ηλικία σου, αυτά τα χτυπήματα είναι σοβαρά!…»
Εκείνο το «Στην ηλικία σου» τι το ‘θελε μου λέτε; Μ’ έσφαξε! Εγώ κοιτάζομαι στον καθρέφτη κάθε πρωί, και λέω στον εαυτό μου «Ρε συ, μια χαρά είσαι ακόμη…» Παίρνω θάρρος, βλέπω τη ζωή όμορφη, τραγουδάω στο μπάνιο το «O sole mio» (κι’ ας είμαι και φάλτσος…) και με θαυμάζει όλη η πολυκατοικία (ή έτσι τουλάχιστον νομίζω…)
Εντάξει φίλε, μεγαλώσαμε. Το ξέρουμε. Γκρίζαραν τα μαλλιά μας, άρχισαν κάτι ψιλομηνύματα με την πιεσούλα, κάτι αρθριτικά και «μαζεύεται το σκοινί μας». Είναι ανάγκη να μας το φωνάζεις κι από πάνω; Τέλος πάντων… Γιατρός μας μια ζωή είναι. Παλιός φίλος είναι. Άσ’ τον μωρέ να λέει και κάτι παραπάνω. Και είπε…(!)
«Παγοκύστη στο γόνατο για 15-20 λεπτά κάθε δυο-τρεις ώρες. Ένα χαπάκι, από αυτό εδώ κάθε πρωί, για να μη σε πειράξει στο στομάχι το άλλο, αυτό εκεί που θα παίρνεις μεσημέρι-βράδυ μετά το φαγητό. Προσοχή στο περπάτημα. Πάρε κι ένα μπαστουνάκι για να στηρίζεσαι καλύτερα. Καθόλου σκαλοπάτια, και …υπομονή!»
Για την τύχη μου, βάφαμε εκείνες τις μέρες την πολυκατοικία! Το ασανσέρ δεν δούλευε και άντε ν’ ανεβαίνεις μ΄ ένα πόδι «νταούλι» στον τρίτο όροφο, τρεις φορές την ημέρα! Πώς ν’ ανέβεις; Μ’ ελικόπτερο ή μέσα σε σάκο απ’ το μπαλκόνι με τροχαλία, όπως κάποτε οι καλόγεροι στα Μετέωρα;
Έτσι περνούσαν οι μέρες, και οι παγοκύστες πηγαινοέρχονταν. Τα χαπάκια κατέβαιναν, αλλά το πρήξιμο, πρήξιμο. Και τότε άρχισαν οι συμβουλές των «ειδικών». «Βάλε κομπρέσες με μπλε οινόπνευμα για να δεις την υγειά σου» ο εξάδελφός μου.
Κρεμμύδια «στουμπιστά» τυλιγμένα σε μάλλινο πανί, επέμενε η θειά η Στεργιανή. Βάλ’ του πετσέτες βουτηγμένες σε καυτό νερό, η φίλη της γυναίκας μου. Εντριβές με πετρέλαιο! Το μόνο σωτήριο! ο περιπτεράς μας. Άκου με προσοχή τι θα σου πω, γείτονας μας συνταξιούχος των ΕΛ.ΤΑ. «Βάλ’ του κομπρέσα με νέφτι, και θα με θυμηθείς…» Εγώ τ’ άκουγα, ευχαριστούσα και τα ξέχναγα. Τρελός ήμουνα να κάνω όλες αυτές τις αηδίες;
Η γυναίκα μου όμως που, όπως όλες οι γυναίκες, έχει σε κάτι τέτοια το «γενικό πρόσταγμα» τά’ παιρνε στα σοβαρά, και βάλθηκε να μου τα κουβαλάει όλα, να επιμένει να τα χρησιμοποιήσω κι άντε να εναντιωθείς στην… «εξουσία».
Τι τράβηξα επί 2-3 εβδομάδες δεν λέγεται. Κάποτε το πόδι εδέησε να κάνει εκπτώσεις στην ένταση του πόνου, συνεχίζει όμως να με «τσιγκλάει». Σταμάτησα λοιπόν τη θεραπεία των «ειδικών» κι έμειναν στο κομοδίνο μου η παγοκύστη, ένα μπουκάλι μπλε οινόπνευμα, τα «στουμπισμένα» κρεμμύδια, οι χνουδωτές πετσέτες νοτισμένες, το μπουκαλάκι με το νέφτι, και μ’ εμένα να ψάχνω ποιος χτύπησε κανένα πόδι, κανένα χέρι, να του τα στείλω πεσκέσι…
Μια φορά την έπαθα, δεύτερη δεν την παθαίνω. Σφίγγω λοιπόν τα δόντια και κάνω τον ψόφιο κοριό. «Το δις γαρ εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού» κι εγώ, από «σοφία», (όπως θά ’χετε καταλάβει βέβαια…) όχι που να το παινευτώ, αλλά σκίζω! Θα τη βγάλω λοιπόν σπαρτιάτικα… Δεν θα βγάλω «κιχ» τούτη τη φορά, κι ό,τι θέλει ας γίνει…
Χαζός είμαι; Να πάθω μια απ’ τα ίδια;(!) Άκου νέφτι!..
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!