Στο ράσο που δεν εξοικειώθηκε με τα θεία,
στο ράσο που οικειώθηκε την αγάπη του Χριστού.
Ο Καζαντζάκης είχε πει «αγαπώ θα πει χάνομαι». Ο τίτλος αποτελεί ποιητικό δάνειο ενός ανθρώπου που έγραψε ως λογοτέχνης και όχι ως θεολόγος.
Δεν είμαι κληρικός. Είμαι ένας νέος 34 ετών που η μόνη φορά προς το παρόν που φοράω το τιμημένο ράσο είναι όταν ψάλλω στην Αγία Μαρίνα που αγαπώ, αφού έχω δεθεί μαζί της εδώ και έξι έτη και δύσκολα θα την αποχωριστώ. Επομένως οι μοναδικές εμπειρίες που έχω την άνεση και ευκολία να μοιραστώ αφορούν τις εμπειρίες ενός ψάλτη που διακονεί οκτώ έτη το ιερό αναλόγιο και την Εκκλησία. Επουδενί δεν μπορώ να εκφραστώ όμως όπως ένας κληρικός που όταν ιερουργεί σκύβει στην Αγία Τράπεζα και εναποθέτει τα πάντα εκεί. Κι αυτό διότι δεν έχω τη γεύση αυτής της μυσταγωγικής εμπειρίας.
Θέλω όμως να ψηλαφήσω, μέσα «από στοχασμούς και υποθέσεις» κατά Γρηγόριο Νύσση. Ξέρετε, η ψηλάφηση αποτελεί την πρώτη συνάντηση, την αρχική γνωριμία που συμβάλλει στην οικείωση με τον τόπο. Και ο τόπος αυτός είναι η Αγία Τράπεζα, ο Ζωοποιός Τάφος του Χριστού. Ο τόπος όπου τελείται η Θεία Ευχαριστία. Μάλιστα θα έλεγα πως ουσιαστικά πρόκειται για έναν ά – τοπο τόπο που δεν χωρά πουθενά. Με άλλα λόγια ένα άρρητο μυστήριο εκδηλωτικής συνάμα εμφάνειας που ενσαρκώνει την εσχατολογική του δόξα πάνω στην Αγία Τράπεζα όπου το ψωμί του ανθρώπινου μόχθου μεταβάλλεται σε Σώμα Χριστού και το κρασί του ανθρώπινου ιδρώτα μεταβάλλεται σε Αίμα Χριστού με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Αυτή η άκτιστη χάρη πληρώνει τα πάντα υπό το φως του ήλιου, το οποίο ως κτιστή παρουσία στο Άγιο Βήμα προσκυνάει ταπεινά το μυστήριο της κένωσης, ήτοι της θεϊκής φιλανθρωπίας και της αναστάσιμης συνέχειας.
Με το «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ο χώρος γίνεται αχώρητος και ο χρόνος άχρονος. Θυμάμαι τον π. Δημήτριο Τσολακίδη από τη Διάβα, νυν εφημέριο στον Μητροπολιτικό Ναό αγίου Βησσαρίωνα Καλαμπάκας να τονίζει εμφατικά στις συζητήσεις μας πως με την παραπάνω εκφώνηση δεν κοιτάζει ποτέ το ρολόι όταν ξεκινάει η Θεία Λειτουργία όπου δεν υπάρχει χρόνος. Ο κτιστός τόπος του Αγίου Βήματος, ο χώρος όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα, ο χρόνος των δεικτών του ρολογιού που ακούγεται, αδυνατούν να χωρέσουν μέσα σε χωροχρονικά πλαίσια όλο το μυστήριο που εκτυλίσσεται στη Θεία Λειτουργία. Ο χώρος και ο χρόνος ως εικόνα και ως φθοροποιά στοιχεία της κτιστότητας δεν θα καταφέρουν ποτέ να εκφράσουν οντολογικά την αποκεκαλυμμένη αλήθεια του βιώματος που γεννάται εντούτοις, κι εδώ προσέξτε την αμφισημία, μέσα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η εικόνα των αναφορών αυτών, του τόπου και του χρόνου, που έχουν τη δική τους αδιαμφισβήτητη περατότητα στη ροή της ιστορίας, αναμφίβολα ποτέ δεν θα αντικαταστήσουν το αρχέτυπο τους, το οποίο είναι η ένσαρκη βίωση των θείων γεγονότων με μυστικό και χαρισματικό τρόπο στην Αγία Τράπεζα. Θα μας θυμίζουν όμως το αριστοτελικό «εἰκών ἐστιν οὗ ἡ γένεσις διά μιμήσεως».
Αδυνατώ όμως και πάλι να ψηλαφήσω. Θαυμάζω όσους ιερουργούν. Θαυμάζω την άπειρη φιλανθρωπία του Θεού που επιτρέπει σε χέρια χωμάτινα να ακουμπούν πάνω στο μυστήριο που φανερώνεται. Θαυμάζω όσους χάνονται στην Αγία Τράπεζα σαν να εμβαπτίζουν τη σκέψη τους στο χερουβικό «πᾶσαν τήν βιωτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν». Θυμάμαι τον π. Παναγιώτη Μπρέλλα που διακονούσε πέντε έτη στην Αγία Μαρίνα. Είχα την ευλογία πολλές φορές να ψάλλω από το Άγιο Βήμα και να τον διακονώ παράλληλα. Είχα την ευλογία να τον βλέπω να χάνεται. Να μην ξέρει που βρίσκεται. Να συνεπαίρνεται από ένα χάρισμα που τον παρέσυρε κάποιες φορές να ψάχνει τα παρακάτω λόγια. Ένα χάρισμα που μόνο ο συνειδητός λειτουργός έχει. Όχι συναίσθημα, μία ταύτιση και συγκινησιακή φόρτιση που αποτελεί οικείο τρόπο συνάντησης ανθρώπων, μα ουράνιο χάρισμα με τη λαμπρότητα των εσχάτων, το φως της πλήρωσης και την ομορφιά της υιοθεσίας που φανερώνονται σε αυτό το συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, αχρόνως και ατόπως.
Θυμάμαι τον π. Γεώργιο Στέφα να ιερουργεί με ευλάβεια και κατάνυξη αποκόπτοντας τον εαυτό του από το χώρο και με απόλυτη αφοσίωση και άκρα σοβαρότητα να διακονεί το μυστήριο του Θεού στη Θεία Ευχαριστία. Θυμάμαι τον π. Ιουστίνο, νυν Μητροπολίτη Ν. Κρήνης και Καλαμαριάς, κάθε Κυριακή στη Φλώρινα για τέσσερα έτη να απογειώνεται και να βρίσκεται αλλού κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας όπου κι αν πηγαίναμε. Ντρεπόσουν να του μιλήσεις, να του πεις κάτι. Έβλεπες πως τα μάτια του σώματος του κοιτούσαν το Άγιο Ποτήριο αλλά τα μάτια της ψυχής βρισκόταν ψηλά. Θυμάμαι και τον παππού μου, π. Κωνσταντίνο Νούλα χρόνια στον ιερό ναό αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Τρικάλων να κοιτάζει αφράστως τον Εσταυρωμένο και να αισθάνεσαι πως αρνείται να διακόψει αυτή την κοινωνία με τον Θεό κατά τη Θεία Λειτουργία. Σαν να βίωνες στο ελάχιστο κάτι μοναδικό, δανειζόμενο από την απόλυτη του αφοσίωση στα θεία γεγονότα.
Αγία Τράπεζα θα πει χάνομαι. Πατάω στο έδαφος και «πετάω» στους ασθενείς, στους οδοιπόρους, στους αιχμαλώτους, στους μοναχικούς, στους αδυνάτους, στους κατατρεγμένους, στους πενθούντες, στους αδιάφορους, στους τσαλακωμένους, στους αρνητές, στους άθεους, στους βέβηλους, στους κεκοιμημένους. Σημαίνει χάνομαι στο τρίπτυχο του Μαξίμου Ομολογητού∙ στη σκιά της Παλαιάς Διαθήκης, στην εικόνα της Καινής Διαθήκης και στην «τῶν μελλόντων κατάστασις». Σ’ αυτή την αναφορά της υπαρξιακής μου ολότητας, του «συναμφότερον» του Γρηγορίου Παλαμά στο επέκεινα της ευχαριστιακής αποκάλυψης.
«Το σημαντικό εν σχέσει εμ την Ευχαριστιακή εμπειρία της Εκκλησίας είναι ότι εισέρχεται πλέον ο άνθρωπος σε μια σχέση με τους άλλους και με τον κόσμο γενικά, η οποία έχει ως κέντρο Της τον Χριστό. Έχει ως κέντρο Της το Σώμα Εκείνου, ο Οποίος νίκησε το θάνατο, και αυτή η νίκη κατά του θανάτου, που έχει ο αναστημένος Χριστός, είναι αυτή, από την οποία πηγάζει η ζωή για όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Αυτή η Χριστοκεντρικότητα της Θείας Ευχαριστίας είναι που την κάνει να διαφέρει από κάθε άλλη εμπειρία, που έχει ο πιστός ή γενικότερα ο άνθρωπος. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτε, που να είναι τόσο Χριστοκεντρικό, όσο η Θεία Ευχαριστία. Καμμία άλλη εμπειρία του πιστού δεν έχει τόσο άμεση σχέση με την σωματική παρουσία του αναστάντος Χριστού» (Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, Ευχαριστίας Εξεμπλάριον).
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος