Του Θεόδωρου Δ. Βαβίτσα
Όπως έχουμε επισημάνει σε προηγούμενο άρθρο, ο ρόλος του δασκάλου στο σύγχρονο σχολείο είναι σύνθετος. Ο δάσκαλος καλείται να ανταποκριθεί σε μία σειρά από ρόλους, οι οποίοι απορρέουν από τη φύση της εργασίας του, όπως: του διδασκάλου, του παιδαγωγού, του αξιολογητή και του φύλακα. Πλάι στους παραπάνω ρόλους, ο εκπαιδευτικός επιφορτίζεται και με έναν επιπλέον ρόλο, από τη στιγμή που διορίζεται στο σχολείο, αυτόν του δημοσίου υπαλλήλου.
Στα σύγχρονα κράτη, η πλειοψηφία των οποίων αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα –οικονομικής και πολιτικής, κυρίως, φύσεως–, η εκπαίδευση τείνει να μετατραπεί σε κατάρτιση και εξειδίκευση, καθώς το ζητούμενο είναι να καλυφθούν οι ανάγκες της παραγωγής και διατήρησης του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να παραγκωνίζεται η απόκτηση ουσιαστικής και ολόπλευρης Παιδείας από τους μαθητές.
Εδώ είναι και το σημείο κατά το οποίο μπορεί να γίνει εμφανής η σύγκρουση των ρόλων του δασκάλου, ο οποίος, σε τελική ανάλυση, ενδέχεται να συγκρούεται ακόμη και με τον ίδιο του τον εαυτό, αφού ο παιδαγωγός πρέπει να «συνυπάρχει» με τον δημόσιο υπάλληλο, ο διδάσκαλος με τον τεχνοκράτη.
Εδώ, τη «λύση» έρχεται να δώσει η Κριτική Παιδαγωγική, αφού, τώρα, πλάι στους υπόλοιπους «ρόλους» του εκπαιδευτικού έρχεται να προστεθεί και ο ρόλος του ως «αναμορφωτή διανοούμενου», καθώς, όπως έχει υποστηρίξει και ο Paulo Freire, οι εκπαιδευτικοί, κρατώντας στα χέρια τους το ισχυρό όπλο του εγγραμματισμού, οφείλουν να πρωτοστατήσουν στην προσπάθεια να δομηθεί μία καλύτερη κοινωνία για όλους. Αυτή ακριβώς η συνθήκη που αποδίδει στους εκπαιδευτικούς την υποχρέωση να πρωτοστατήσουν στην προσπάθεια δόμησης μιας καλύτερης κοινωνίας, είναι που αιτιολογεί και τη χρησιμοποίηση του όρου «αναμορφωτής διανοούμενος».
Υπό αυτή την έννοια, οι εκπαιδευτικοί ως «αναμορφωτές διανοούμενοι» πρέπει να διεκδικήσουν και να επαναβεβαιώσουν τη σημασία του λόγου και μιας πολιτικής η οποία αναγνωρίζει πώς η δύναμη, η ιστορία και η ηθική είναι έννοιες άρρηκτα συνυφασμένες μεταξύ τους, ώστε να τοποθετηθεί και να οριοθετηθεί το έργο τους εντός ενός πλαισίου που θα στοχεύει στην αλλαγής των σχέσεων εξουσίας.
Επιπλέον, οφείλουν να αφοσιωθούν στην προσπάθεια για μεταρρύθμιση όλων των σφαιρών της εκπαίδευσης, ως μέρος μιας ευρύτερης αναζωογόνησης της δημόσιας ζωής, η οποία και απαιτεί την αύξηση των σημαντικών ερωτημάτων που αφορούν τη σχέση μεταξύ γνώσης και δύναμης, μάθησης και δυνατότητας, κοινωνικής κριτικής και ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Εν τέλει, ο δάσκαλος, προκειμένου να εκπληρώσει τις «προϋποθέσεις» για να επωμιστεί τον «τίτλο» του «αναμορφωτή διανοούμενου», πρέπει να έχει ως βασικό σκοπό την παροχή της κατάλληλης βοήθειας στους μαθητές του, έτσι ώστε να αναπτύξουν την κριτική, δημιουργική και αναλυτική τους σκέψη αρμονικά, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία, τις μεθόδους και τα μέσα που προτείνει η θεωρία και οι θεωρητικοί εκπρόσωποι της Κριτικής Παιδαγωγικής.
Ακόμη, οφείλει να γνωρίζει τα όρια που του θέτει το ίδιο το σχολείο ως αναπαραγωγικός μηχανισμός της υφιστάμενης ταξικής δομής της κοινωνίας, αλλά και τις δυνατότητες που ανακύπτουν από την κομβικής σημασίας θέση που κατέχει στη ζωή των παιδιών – μαθητών και αυριανών πολιτών. Συν τοις άλλοις, οφείλει με τη στάση και το παράδειγμά του να εμπνέει τους μαθητές του, να τους βοηθήσει να αναπτύξουν ένα πνεύμα που θα μάχεται για τις δημοκρατικές αξίες, την κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη, να παίρνει θέση ανοιχτά στα κοινωνικά ζητήματα, μαχόμενος για την κοινωνική απελευθέρωση και τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, αρνούμενος να υιοθετήσει αντιλήψεις οι οποίες προωθούν την τάχα αντικειμενικότητα και ουδετερότητα που «επιβάλλονται» από τον ρόλο του εκπαιδευτικού, αντιλαμβανόμενος, τέλος, τη διαλεκτική σχέση με την οποία συνδέεται τόσο με τους μαθητές του και το σχολείο όσο και με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
*Ο Θεόδωρος Δ. Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, MSc Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!