Του Χρήστου Γκερέκου
Πρέπει να είναι αλήθεια ότι ο έρωτας περνάει απ’ το στομάχι! Το ξέρουν αυτό και οι υποψήφιες πεθερές. «Έφη (Ευτέρπη), πες στον Χρήστο (αυτός ήμουν εγώ) να έρθει καμιά μέρα στο σπίτι μας. Να φάμε παρέα, να τον γνωρίσουμε κι εμείς!» είπε η μητέρα της, όταν έμαθε ότι με την Έφη συχνά βγαίναμε μαζί.
Και του το είπε η Έφη τού Χρήστου (δηλαδή εμένα), και πηγαίνει μια Κυριακή μεσημέρι απ’ το σπίτι ο Χρήστος, με την κόντρα ξούρα του, με το καλοσιδερωμένο σκούρο του κουστούμι, την («πανερόπουλος» από την οδό Αθηνάς) «σινιέ» γραβάτα του και με την απαραίτητη ανθοδέσμη στο χέρι! Και χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτάς τους, με το σχετικό φυσικά τρακ…
Τρέχει η Ευτέρπη-Έφη, με την ποδίτσα τής κουζίνας και του ανοίγει όλο χαρές. Πίσω της η «μαμά», η (μακαρίτισσα πλέον) κυρία Όλγα, με άψογο μαλλί, με δακτυλίδια και βραχιόλια στα χέρια και με τα διαμαντένια της σκουλαρίκια. Του χαμογελάει, και τον καλωσορίζει ευγενικά στο σπίτι τους…!
Τελευταίος εμφανίζεται και ο «μπαμπάς»! Σοβαρός, στητός σαν προτομή αγωνιστή του ’21 (ανώτερος αξιωματικός γαρ και στρατοδίκης) για να μην πάρει κι ο υποψήφιος γαμπρός πολλά θάρρητα… Σφίγγει το χέρι τού επισκέπτη του σαν τανάλια και, με απλωμένο το άλλο χέρι, του δείχνει το δρόμο προς το σαλόνι.
Λικεράκι, τσικολατάκι και η σχετική κουβεντούλα. «Είδατε τι παλιόκαιρος… Ανέβηκαν και τα μπρόκολα στη λαϊκή! Πλημμύρες στο Μπαγκλαντές και την Ινδία!…» και όλα αυτά τα ασήμαντα αερολογήματα, που λέγονται συνήθως από όλους μας σε στιγμές αμηχανίας.
«Τα φαγητά είναι έτοιμα! Δεν περνάμε καλύτερα στην τραπεζαρία πριν κρυώσουν;» προτείνει κάποια στιγμή η κυρία Όλγα. Περνάμε λοιπόν στην τραπεζαρία και καθόμαστε. Η θέση μου είναι δίπλα στον μπαμπά και τέσσερα χέρια (δύο της Έφης και δύο της μαμάς) σπρώχνουν συνέχεια τις πιατέλες μπροστά μου. Ο μπαμπάς βάζει, με μέτρο, στο ποτήρι μου κρασί κι όλο με …«διαβάζει»! Μιλημένος εγώ από την έμπειρη σ΄ αυτά θεία μου, την (μακαρίτισσα πλέον κι αυτή) θειά-Κορίνα, έχω φάει εντωμεταξύ πριν πάω δύο-τρεις φέτες ψωμί, έχω πιει και δυο ποτήρια γάλα, έτσι…για να μην πέσω με τα μούτρα στο φαΐ και φανώ λιγούρης…
Εκφράζω τον θαυμασμό μου για κάθε φαγητό (κι αυτό η θειά μου μού το συμβούλεψε)…! «Υπέροχο το σουφλέ, έξοχο το τζατζίκι σας, επιτυχημένα τα ραπανάκια σας…» (αυτό το τελευταίο ήταν δικό μου, όχι της θειάς).
«Όλα η Έφη μας με τα χεράκια της τα έφτιαξε!» καμαρώνει και παινεύει η μαμά.
Για πρώτη γνωριμία πάντως, μάλλον καλά πήγε «η ιερά εξέταση» και πρέπει να πέρασα το πρώτο μου τεστ, ως …υποψήφιος(!) σκέφτομαι όλη την ώρα! Και η Έφη, που μάντεψε τη σκέψη μου, μου σφίγγει στα κρυφά το χέρι κάποια στιγμή, μου κλείνει το μάτι και μου χαμογελάει με ικανοποίηση!!
Φεύγοντας, ευχαριστήρια, χαιρετούρες και τα λοιπά. «Να σας ξαναδούμε!» η μαμά. «Θα τα ξαναπούμε εμείς οι δύο!» μου λέει με νόημα και ο μπαμπάς.
Και όντως δεν χαθήκαμε! Λίγες μέρες μετά, η Έφη μού αναγγέλλει θριαμβευτικά: «Βρήκα σαλιγκάρια! Τρελαίνομαι γι’ αυτά και λέω να τα μαγειρέψω αύριο, που έχω και ρεπό. Έρχεσαι πάλι;»
«Έρχομαι!» της λέω. Και πήγα. Με σπορ κουστούμι και χωρίς γραβάτα αυτή τη φορά. Σαλιγκάρια και σκούρο κουστούμι δεν πάει… Με μια τούρτα-παγωτό σε ωραίο αμπαλάζ στο χέρι, χτυπάω το κουδούνι και εμφανίζεται στην πόρτα η Έφη… Μια Έφη όμως αγνώριστη!… Αγέλαστη, σκυθρωπή, αμίλητη!
Στο αγωνιώδες ερώτημά μου: «Τι έγινε Εφάκι μου;; Τι έπαθες;;(!)» το μόνο που την άκουσα να μου λέει συννεφιασμένη ήταν ένα ξέψυχο: «έλα να δεις τι έπαθα!»…
Και μπαίνω!… Στο πρώτο μου κιόλας βήμα, ακούω κάτω από τη σόλα μου ένα «κλάαατς» και αισθάνομαι κάτι να συνθλίβεται…! Καταλαβαίνω σχεδόν αμέσως περί τίνος πρόκειται και τι έχει συμβεί…! Ειδικά μάλιστα όταν περιφέρω το βλέμμα μου και κατάπληκτος αντικρίζω παντού γύρω μου, στους τοίχους, στις κουρτίνες, στις πόρτες, ακόμη και στο ταβάνι, να κάνουν σεργιάνι δεκάδες σαλιγκάρια..!
«Τα έβαλα στο νερό χτες το βράδυ για ν’ ανοίξουν και να βγούνε απ’ τα καβούκια τους…» μου λέει παραπονιάρικα η Έφη «…κι όταν έσβησαν τα φώτα, αυτά κατάφεραν και έσπρωξαν το καπάκι της κατσαρόλας, επειδή δεν έβαλα επάνω του ένα βάρος, όπως με είχαν συμβουλέψει εκεί που τα αγόρασα και …κοίτα τι πήγε κι έγινε…!!!»
Έρχεται και η «μαμά», με παγωμένο χαμόγελο, χωρίς δακτυλίδια και χωρίς σκουλαρικάκια αυτή τη φορά, ανασκουμπωνόμαστε και αρχίζουμε όλοι μαζί το μάζεμα! Και πού δεν είχαν τρυπώσει και σκαρφαλώσει, πανάθεμά τα…! Στα κομοδίνα, στον απορροφητήρα, στις παντόφλες του «μπαμπά», πίσω από τα κάδρα και τον καθρέφτη, στο πολύφωτο, …παντού!
Τέσσερις η ώρα το απόγευμα η επιχείρηση «περισυλλογή των δραπετών» επιτέλους τελειώνει και, χωρίς τραπέζωμα αυτή τη φορά βέβαια, καταλαβαίνω ότι πρέπει να αποχωρήσω.
Αμίλητες η Έφη και η μαμά, βλοσυρή η «προτομή». «Συμβαίνουν αυτά» τους λέω και, πάνω στην ταραχή μου, κάνω να πάρω πίσω την τούρτα. Συνέρχομαι ευτυχώς εγκαίρως και γλιτώνω το ρεζιλίκι…
Χαιρετάω ευγενικά δια χειραψίας όλους και φεύγω. Πηγαίνω στη στάση του τραμ, μπαίνω στο πρώτο που ήρθε, βάζω το χέρι μου στην τσέπη για να βγάλω «ψιλά» για το εισιτήριο και πιάνω ένα πράγμα γλοιώδες. Το τινάζω με δύναμη κι αυτό το ρημάδι το σαλιγκάρι, προσγειώνεται στο ντεκολτέ παχουλής κυρίας στο απέναντι κάθισμα. Πετιέται επάνω με ουρλιαχτά η χοντρή κυρία. Φρενάρει ξαφνιασμένος ο τραμβαγιέρης και βρίσκω την ευκαιρία να γίνω «μπουχός»!
Πηγαίνω στο απέναντι περίπτερο να πάρω τάχα εφημερίδα, μέχρι να φύγει το τραμ και νοιώθω ένα χέρι στο σβέρκο μου. Πριν καταλάβω τι γίνεται βλέπω «το χέρι» να μου δείχνει ένα σαλιγκάρι και «δικό σου πρέπει να είναι αυτό!» μου λέει…
«Κάτω από τον γιακά σου ήτανε!…» Το παίρνω το κοιτάζω και «ευχαριστώ φίλε» του λέω «και να ξέρεις ότι ο έρωτας δεν περνάει μόνο από το στομάχι αλλά και από τον σβέρκο!…»
Με κοίταξε αποσβολωμένος, κούνησε το κεφάλι του με σημασία κι έφυγε. Πού να καταλάβει ο άνθρωπος!!! Ποιος ξέρει τι θα φαντάστηκε….
Πέρασαν μερικές εβδομάδες και «λογοδοσμένοι» πια, πήγα να πάρω την Έφη από την ΕΤΑΜ (επώνυμος αθηναϊκός οίκος μόδας στην οδό Ερμού) όπου εργαζόταν, για να πάμε μαζί όπως το είχαμε καθιερώσει, στην κοινή συνοικία μας, στο Παγκράτι.
Πρόσεξα από την πρώτη στιγμή ότι τούτη τη φορά το χαμόγελό της Έφης και η έκφρασή της γενικότερα είχαν κάτι διαφορετικό, κάτι το μυστηριώδες. Σαν να μου έκρυβε κάτι.
Δεν της είπα τίποτα. Πήραμε το τραμ, κατεβήκαμε στο τέρμα και, αντί να πάρει το δρόμο προς το σπίτι της, την οδό Αριστάρχου, με πιάνει από το χέρι και μου λέγει «πάμε από το παρκάκι απόψε. Θέλω να σου δείξω κάτι…» Και πήγαμε.
Ωραίο το περιβάλλον στο Άλσος Παγκρατίου, ήσυχος χώρος μέσα στα δέντρα, με λουλούδια στα παρτέρια, με παγκάκια γύρω γύρω και ημίφως για τους ρομαντικούς… Καθίσαμε λοιπόν σε ένα απόμερο παγκάκι και την βλέπω να τραβιέται λίγο από κοντά μου και, στον κενό χώρο που δημιουργήθηκε ανάμεσά μας, να απλώνει μια πετσέτα που έβγαλε από μια μεγάλη τσάντα με χερούλια και στη συνέχεια ένα μεγάλο γυάλινο βάζο. Ανοίγει τα καπάκι του και το φέρνει μπροστά μου γελώντας. «Ορίστε κύριε!» μου λέει. «Σου έφερα τα σαλιγκάρια που σου είχα υποσχεθεί και που δεν τα έφαγες ποτέ…!»
Βάλαμε και οι δυο μας τα γέλια, και αρχίσαμε να τρωμε τα σαλιγκάρια με τα χέρια θορυβωδώς, ρουφηχτά, ενώ από τα άλλα παγκάκια μας κοίταζαν απορημένοι.
Πού να φανταστούν οι άνθρωποι ότι υπάρχει και έρωτας που τρέφεται με σαλιγκάρια…!!
Από τότε, κι ας έχουν περάσει δεκαετίες, κάθε φορά που ακούγεται η λέξη «σαλιγκάρια» κοιταζόμαστε με την Έφη και γελάμε, καθώς ο νους γυρνάει στα παλιά και αποδεικνύει ότι, μερικές φορές, κάποια μικρά και ασήμαντα για τους άλλους γεγονότα, αφήνουν τις πιο γλυκές αναμνήσεις στην ιστορία της κοινής πορείας ενός ζευγαριού! Είναι το τίποτα που γίνεται πολύ και αξίζει πολλά. Είναι αυτό «το κάτι άλλο» που ομορφαίνει τη ζωή μας…!!!
Υ.Γ. Φίλοι αναγνώστες, το σημερινό κείμενο περιγράφει μια μικρή αληθινή ιστορία! Την δημοσιεύω ως αφιέρωμα στην καλή σύντροφο της ζωής μου (και στα καλά μας παιδιά) επειδή η σημερινή ημέρα είναι για εμάς ξεχωριστή! Συμπίπτει με την επέτειο του πριν κάποιες δεκαετίες γάμου μας! Ευχαριστώ για την κατανόησή σας, αλλά και που μου κρατήσατε παρέα στην επετειακή αυτή αναδρομή μου!…
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!