Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΚΕΡΕΚΟΥ
Την ήσυχη και μονότονη ζωή του μικρού χωριού στην πλαγιά του βουνού Παντοκράτορας στην πανέμορφη Κέρκυρα ήρθε να αλλάξει η άφιξη ενός καινούριου κάτοικου, ο οποίος εγκαταστάθηκε κοντά τους, αγοράζοντας ένα ξεκομμένο από τα άλλα σπιτάκι.
Πρόσωπο σκαμμένο από ρυτίδες, μια μύτη γαμψή που του έδινε επιβλητικότητα και κύρος, και ένα παράστημα λεβέντικο και στητό, που έκανε το περπάτημά του να θυμίζει σημαιοφόρο. Αυτό το παράστημα έγινε αφορμή για να του κολλήσουν οι συγχωριανοί του το παρατσούκλι ο “στρατηγός”.
Φυσιογνωμία ευγενική αλλά πάντα αγέλαστη, λες και κάτι τυραννούσε μόνιμα τη σκέψη του. Πεντακάθαρο κουστούμι, γραβάτα δεμένη σ’ ένα κολάρο, στο οποίο “κολυμπούσε” ο αδύνατος λαιμός του. Παπούτσια πάντα καλογυαλισμένα. Ένα μπαστούνι (“μπαολίνα”, όπως το λένε στην τοπική τους διάλεκτο οι Κερκυραίοι) με απαραίτητο συμπλήρωμα μια κλασική παλιά άσπρη “ρεπούμπλικα” με μαύρη κορδέλα.
Μπήκε στο καφενείο του χωριού την άλλη κιόλας μέρα, χαιρέτισε με ελαφρό ανασήκωμα της ρεπούμπλικας, κάθισε σ’ ένα απόμερο τραπεζάκι και παρήγγειλε έναν “ελαφρύ μέτριο”. Ύστερα, άνοιξε ένα βιβλίο που κρατούσε στην αριστερή του μασχάλη, φόρεσε τα γυαλάκια του με τον συρμάτινο σκελετό, και βυθίστηκε στο διάβασμα.
Δύο ώρες περίπου αργότερα, κοίταξε ένα μικρό ρολόι που έβγαλε από την τσέπη του γελέκου του, άφησε την αξία του καφέ σε κέρματα στο τραπέζι και, στητός πάντα, στράφηκε προς τους θαμώνες, τους χαιρέτησε με ανύψωση του καπέλου του και ελαφρά υπόκλιση του κεφαλιού και έφυγε.
Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Αν καμιά φορά δεν κατέβαινε στο καφενείο, οι θαμώνες έστρεφαν με ανησυχία το βλέμμα προς το σπιτικό του και ο καπνός από την καμινάδα του τους καθησύχαζε.
Πέρασαν έτσι χειμώνες και καλοκαίρια. Το κουστούμι του παρουσίασε γυαλάδες στα γόνατα και στο κάθισμα. Το στητό κορμί πήρε μια ελαφρά κάμψη και στο καπέλο φάνηκε ένας λεκές στο σημείο που τα δάχτυλα, με κάποιο τρέμουλο τώρα, το έπιαναν για τον καθιερωμένο χαιρετισμό.
Κι ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο “στρατηγός” δεν φάνηκε στο καφενείο… Ούτε καπνός στην καμινάδα του.
Οι χωριανοί κατάλαβαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έτρεξαν και μπήκαν από την μισάνοιχτη πόρτα του για πρώτη φορά στο σπιτικό του. Τον βρήκαν ακίνητο στο κρεβάτι, αξιοπρεπή κι αμίλητο, όπως πάντα ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, με μια γκριμάτσα πίκρας, να έχει αποχαιρετήσει τη ζωή. Ήσυχα και αθόρυβα, όπως είχε έρθει στο χωριό πριν χρόνια. Στον τοίχο του δωματίου του κρεμασμένο σε μια κορνίζα, ένα κιτρινισμένο έγγραφο του Υπουργείου Στρατιωτικών, μιλούσε για τον ηρωικό λοχία Βασίλειο Κοντό, ο οποίος, αφού έχασε όλη του την οικογένεια στον μεγάλο βομβαρδισμό των Χριστουγέννων, έσπευσε να καταταγεί εθελοντής στο αλβανικό μέτωπο.
Διακρίθηκε με τον ηρωισμό του, τραυματίστηκε σοβαρά πολεμώντας στην πρώτη γραμμή σε μια μάχη στο Τεπελένι, και η Πατρίς “τιμής ένεκεν”, του απένειμε τον Πολεμικό Σταυρό, το Αριστείον Ανδρείας και του παρεχώρησε ισόβια αναπηρική σύνταξη.
Στον λιτό και συγκινητικό αποχαιρετιστήριο λόγο του στην εκκλησία, ο δάσκαλος του χωριού αποκάλυψε ότι στη χειρόγραφη διαθήκη του, ο “στρατηγός” άφηνε τη μικρή του περιουσία στον Ελληνικό Στρατό.
Το χωριό έκλαψε το λοχία “στρατηγό” του και στο απέριττο μνήμα του, χαράχτηκαν λίγες μόνο λέξεις: “Εδώ αναπαύεται ο Βασίλης Κοντός, που η καρδιά του είχε μόνο Ελλάδα!”
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!