Μεταγνώση σημαίνει γνώση για το πώς μαθαίνει κανείς, για το πώς, δηλαδή, γνωρίζει τα πράγματα και ποιες είναι οι διαδικασίες της σκέψης του. Είναι όρος της Γνωστικής Ψυχολογίας και αναφέρεται, αφενός στη γνώση που έχει κανείς για τις διαδικασίες της σκέψης του, αφετέρου στην ικανότητά του να κατευθύνει αυτές τις διαδικασίες.
Οι δεξιότητες της μεταγνώσης διευκολύνουν το μαθητή στην απόκτηση και έλεγχο της γνώσης και συνεπάγονται σκέψη για το ποιες είναι οι νοητικές ικανότητες και αδυναμίες του. Η μεταγνώση είναι μια διαδικασία που λαβαίνει χώρα στη βραχυπρόθεσμη μνήμη (μνήμη εργασίας) και βοηθά το μαθητή να λύνει προβλήματα, να κατανοεί κείμενα, να αναλαμβάνει δύσκολα γνωστικά έργα, να ενισχύει την πίστη στον εαυτό του και να παρακολουθεί τον τρόπο και την πορεία της σκέψης του.
Η πρόσφατη έρευνα γύρω από τη μεταγνώση επικεντρώθηκε κυρίως σε δύο μορφές της: α) τη γνώση γύρω από τις γνωστικές διαδικασίες, και β) την παρακολούθηση των γνωστικών διαδικασιών. Στην πρώτη περίπτωση, ο μαθητής γνωρίζει τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της γνώσης, ενώ στη δεύτερη παρακολουθεί τη μαθησιακή συμπεριφορά του για να διαπιστώσει την πρόοδό του και, αν χρειαστεί, να εφαρμόσει μεταγνωστικές στρατηγικές, που θα του επιτρέψουν να επιτύχει τους στόχους του.
Ως παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης αναφέρονται οι μαθητές Λυκείου, οι οποίοι παρουσιάζουν μεγαλύτερη ικανότητα στα Μαθηματικά σε σχέση προς τα γλωσσικά μαθήματα, γεγονός το οποίο συντελεί στην απόφασή τους για ανώτατες σπουδές στις θετικές επιστήμες. Ως παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης αναφέρεται ο μαθητής ο οποίος διαβάζει μια παράγραφο αλλά δεν την κατανοεί. Για την πληρέστερη κατανόησή της, ο ίδιος μπορεί ή να τη διαβάσει αργά και προσεκτικά πάλι από την αρχή, ή να κοιτάξει για νύξεις που θα βοηθήσουν στην κατανόησή της, όπως εικόνες, σχεδιαγράμματα, βασικούς όρους, ή ακόμα να ανατρέξει στην αρχή της ύλης για να δει μήπως υπάρχει κάτι που δεν κατανόησε πλήρως.
Οι μεταγνωστικές δεξιότητες είναι δυνατό ν’ αποκτηθούν σιγά σιγά από αρκετούς μαθητές. Επειδή, όμως, οι περισσότεροι δεν είναι σε θέση να τις επισημάνουν, γι’ αυτό επιβάλλεται να διδάσκονται αυτές οι δεξιότητες από τους εκπαιδευτικούς στα σχολεία. Ειδικά οι μαθητές πρέπει να μάθουν να υποβάλουν στους εαυτούς τους ερωτήσεις που προγραμματίζουν, καθοδηγούν, οργανώνουν και αξιολογούν τη σκέψη τους. Η σχετική έρευνα έδειξε ότι παιδιά με προβλήματα κατανόησης στην ανάγνωση βελτιώθηκαν σημαντικά, όταν ασκήθηκαν στην εφαρμογή μεταγνωστικών στρατηγικών.
Στη συνέχεια παραθέτουμε τέσσερις βασικές μεταγνωστικές τεχνικές, οι οποίες βοηθούν πολύ τους μαθητές στην κατανόηση της ανάγνωσης:
– «Να σκεφτείς σημαντικές ερωτήσεις γύρω απ’ αυτά που διάβασες, για τις οποίες είναι δυνατό να ερωτηθείς, και να είσαι σίγουρος ότι μπορείς ν’ απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις».
– «Να κάνεις περιλήψεις για τις πιο σπουδαίες πληροφορίες που έχεις διαβάσει».
– «Να κάνεις προβλέψεις σχετικά με το τι μπορεί να διαπραγματεύεται ο συγγραφέας στη συνέχεια του κειμένου».
– «Να επισημαίνεις καθετί που είναι ασαφές στο κείμενο ή δεν έχει νόημα, και μετά να εξετάζεις αν μπορείς να δώσεις νόημα».
Στις προηγούμενες μεταγνωστικές τεχνικές οι μαθητές είναι δυνατό να ασκηθούν με την αλληλοδιδακτική μέθοδο, κατά την οποία όλοι αναλαμβάνουν εναλλάξ να παίξουν το ρόλο του δασκάλου και να κατευθύνουν τους υπόλοιπους στην υλοποίηση αυτής της διαδικασίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι το να πούμε απλά στους μαθητές μερικές σπουδαίες μεταγνωστικές δεξιότητες, δεν αρκεί. Η άσκηση και η ανατροφοδότηση θεωρούνται επίσης απαραίτητες. Χρειάζεται όχι μόνο γνώση του πώς να χρησιμοποιούν αυτές τις τεχνικές, αλλά και πότε θα τις εφαρμόζουν και πώς θα γνωρίζουν ότι αυτές αποδίδουν θετικά αποτελέσματα.