Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΕΡΕΚΟΣ
Είχα κι εγώ ένα αυτοκίνητο, το ίδιο επί 25 χρόνια και λογάριαζα να το «σκοτώσω» όταν ξεκίνησε να ισχύει η απόσυρση παλιών οχημάτων, γιατί είχαν αρχίσει από καιρό και οι μπηχτές κάποιων «φίλων». Ο ένας μου το έλεγε «σαραβαλάκι», ο άλλος «καπνικαρέα», ο τρίτος «μαρμάρω» και ο πιο χυδαίος το αποκαλούσε, χωρίς να ντρέπεται, «καρούτα»! Άκου καρούτα! Σλάβικη η λέξη, που σημαίνει ξύλινο τετραγωνικό πατητήρι.
Τώρα… το τι σχέση είχε το «πατητήρι» με το αυτοκίνητό μου, ποτέ δεν το κατάλαβα.
Και να που ξαφνικά προέκυψε η μεγάλη ευκαιρία! Στενός συγγενής πούλαγε το δικό του, που ήταν χρόοονια νεώτερο από το δικό μου και μου πρότεινε να το πάρω και μάλιστα σε καλή τιμή και με δόσεις… Ωραίο χρώμα προς το βυσσινί, καταλυτικό, άριστα συντηρημένο, ατρακάριστο, με λίγα χιλιόμετρα στο ενεργητικό του και ένα σωρό άλλα προσόντα. Μέχρι και κλιματιστικό είχε!
Μουλάρι όμως εγώ, επέμενα! Δεν τη δίνω τη «μαρμάρω» μου, του απαντούσα. Δεν τη δίνω διότι, παρά τα χρονάκια της, ποτέ δεν με άφησε στο δρόμο και ποτέ δεν μου είπε «όχι». Ακόμη και όταν της ζητούσα να με ανεβάσει σε κατσάβραχα ή να περάσει, σαν αμφίβιο, μέσα από λασπόνερα.
Δείτε όμως τι μπορεί να πάθει ο άνθρωπος εκεί που δεν το περιμένει. Ταξιδεύοντας κάποια μέρα για επαγγελματικούς λόγους στην Πελοπόννησο, σταμάτησα σ’ ένα μαγαζάκι στο Άργος για να πάρω κάτι φαγώσιμο κι ένα μπουκάλι δροσερό νερό για το δρόμο. Και, ενώ ετοιμαζόμουν να βγω από το αυτοκίνητό μου, με πλησιάζει με αργά βήματα ευτραφέστατος μυστακοφόρος χωροφύλακας της παλιάς εποχής, προφανώς τροχονόμος, με κοιτάζει βλοσυρά, τραβάει και μία χαιρετούρα με χτύπημα των τακουνιών σαν αξιωματικός των ΕΣ-ΕΣ και με ρωτάει:
– «Τιιιι κάνουμ’ ιδώ;»
Σταμάτησα να πάρω μια τυρόπιτα κι ένα νεράκι για το δρόμο κύριε ενωμοτάρχα, του λέω εγώ, προάγοντάς τον για να τον καλοπιάσω. Φούσκωσε από υπερηφάνεια ο εκπρόσωπος του νόμου, έφτιαξε με μια αργή κίνηση το μουστάκι του και στη συνέχεια μου δείχνει με το δάχτυλό του ένα σήμα απαγορευτικό για τη στάση και τη στάθμευση που ήταν λίγα μέτρα πιο μπροστά και με κατακεραυνώνει!
– «Και την ταμπέλα γιατί την έχουμ’ ικεί; Γιατί την έχουμ’; Για μουρφιά;»
Συγγνώμη δεν την πρόσεξα, του λέω, αλλά τόσην ώρα που συζητάμε θα την είχα πάρει την τυρόπιτα, και θα είχα φύγει…
– «Δεν έχει τέτοια. Διν έχει τέτοια!» μου λέει, και βγάζει από την τσέπη του μπλοκάκι και μολύβι για να με γράψει. Οπότε, κοιτάζει με προσοχή το αυτοκίνητό μου, κάνει μια βόλτα γύρω-γύρω του και με μια γκριμάτσα όλο περιφρόνηση τα ξαναβάζει στην τσέπη του και μου ρίχνει τη χαριστική βολή: «Τι κλήση να σι δώσω; Πιο πουλύ κουστίζ’ του χαρτί της από τ’ αυτοκίνητό σ’…! Άιντε…! Πάρ’ την τρόπιτα, και δίν’ του!
Κι πουλλά που είπαμ’… Κι πουλλά που είπαμ’ σ’ λέω…!!»
Ένιωσα ταπεινωμένος. Ένιωσα ράκος. Καλύτερα να μου είχε κόψει δέκα κλήσεις. Γυρνώντας στην Αθήνα, το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα και πήρα τη μεγάλη απόφαση. Τηλεφώνησα στον συγγενή και του είπα:
-«Εντάξει… Με κατάφερες… Το παίρνω το αυτοκίνητό σου!» Και τελικά το πήρα.
Το πήρα και σκυλομετάνοιωσα όμως. Αυτοκίνητο είναι αυτό; Ανοίγεις την πόρτα και δεν παίρνεις χαμπάρι ότι άνοιξε. Πού εκείνο το γνωστό μου επί χρόνια ωραίο τρίξιμο;
Βάζεις εμπρός τη μηχανή και πρέπει να έχει νεκρική σιγή για να καταλάβεις αν δουλεύει ή όχι. Το δικό μου, σου μίλαγε βρε παιδί μου όταν έπαιρνε ’μπρός! Μπρρρρ… τσαφ τσουφ… γκρρρ…! Πέρναγες λακκούβα, και την ένιωθες μέχρι την σπονδυλική σου στήλη. Την ζούσες! Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε… Ένιωθες ότι κρατάς στα χέρια σου ένα βαρύ εργαλείο, ένα σιδερικό! Φύσαγε αγέρας έξω, και σου ερχόταν η δροσούλα του από τις χαραμάδες των κλειστών τζαμιών. Έβαζες ραδιόφωνο και, στις λακκούβες, με το πρώτο τράνταγμα άλλαζε σταθμό μόνο του και με πήγαινε, από το ματς του Πανιωνίου που άκουγα, σε κλασική μουσική. Τούτο το καινούργιο, τι να σας πω ρε παιδιά;… Ψοφίμι σκέτο! Ούτε θόρυβος, ούτε κάποιο τρίξιμο, τίποτα. Άσε που, με 40 βαθμούς έξω, θέλεις πουλόβερ όταν ταξιδεύεις στην εθνική οδό λόγω του air condition, που το ζητάνε και μάλιστα στο «φουλ» οι συνεπιβαίνοντες.
Ξέχναγα την πόρτα της «μαρμάρως» μου ξεκλείδωτη ή το τζάμι μισοκατεβασμένο, και κοιμόμουνα τον ύπνο του δικαίου. Ποιος τρελός θα σκεφτόταν ποτέ να την κλέψει;
Χτύπαγε το βράδυ συναγερμός σε κάποιο αυτοκίνητο κάτω από την πολυκατοικία μας και δεν μου καιγόταν καρφί. Τώρα, έχω χάσει τον ύπνο μου! Μόλις ακούσω συναγερμό, πετιέμαι με τα σώβρακα… συγγνώμη… με τις πιτζάμες ήθελα να πω, στο μπαλκόνι όλος αγωνία να δω μήπως κλέβουν το δικό μου.
Γι’ αυτό και σας λέω την πάτησα, και μετανοιώνω που έχω βάλει τη «μαρμάρω» μου σε παροπλισμό σε μια απόμερη γωνιά του δρόμου.
Και, επειδή είμαι άνθρωπος των μεγάλων αποφάσεων, κομμένη! Το πουλάω το αυτοκίνητο. Το πουλάω εδώ και τώρα! Το παλιό βέβαια… Γιατί, μπορεί να έχω τις εμμονές και τις λόξες μου, αλλά δεν είμαι και κορόιδο «ντιπ για ντιπ», όπως θα έλεγε και ο χωροφύλαξ με το τσιγκελωτό μουστάκι.
Όχι δεν είμαι…!!
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!