Με το μοντέλο αυτό, που προσαρμόζει τη διδασκαλία στις ατομικές διαφορές των μαθητών, ο εκπαιδευτικός μπορεί να είναι σίγουρος ότι όλοι σχεδόν οι μαθητές της τάξης του έχουν μάθει μια συγκεκριμένη ύλη σε βαθμό επάρκειας, τον οποίο ο ίδιος είχε καθορίσει προηγουμένως. Ξεκινά από τη βασική ιδέα ότι οι μαθητές μιας τάξης είναι σε θέση να μάθουν πολύ καλά ένα γνωστικό αντικείμενο, εφόσον παρασχεθεί η κατάλληλη ενισχυτική διδασκαλία και ο απαραίτητος χρόνος σ’ εκείνους που τα χρειάζονται. Βασικό στοιχείο του μοντέλου είναι ο καθορισμός του επιπέδου μάθησης από το δάσκαλο, στο οποίο πρέπει να φτάσουν όλοι οι μαθητές της τάξης. Κατά την εφαρμογή του μοντέλου, οι διδακτικοί στόχοι τοποθετούνται σε λογική σειρά, οι δε μαθητές δεν μεταβαίνουν στον επόμενο στόχο, αν δεν αποδείξουν ότι ο παρών στόχος έχει επιτευχθεί ικανοποιητικά.
Ο Bloom υποστήριξε ότι, αντί να παρέχουμε ίσο χρόνο σ’ όλους τους μαθητές μιας τάξης και να έχουμε διαφορετικό βαθμό μάθησης από τον καθένα, είναι προτιμότερο να εξασφαλίσουμε την ίδια επίδοση σ’ όλους σχεδόν τους μαθητές παρέχοντας διαφορετικό χρόνο σ’ αυτούς ανάλογα με τις ανάγκες τους. Η επίδοση του μαθητή εξαρτάται περισσότερο από το χρόνο που αυτός έχει στη διάθεσή του για πλήρη γνώση ενός αντικειμένου, παρά από το βαθμό κατοχής του αντικειμένου στον οποίο πρέπει να φτάσει ο μαθητής μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό, ο Bloom υποστήριζε ότι με τον επιπλέον χρόνο διδασκαλίας το 80% των μαθητών μιας τάξης είναι σε θέση να επιτύχουν εκείνο το επίπεδο μάθησης, στο οποίο μόνο το 20% μιας παραδοσιακής τάξης συνήθως φτάνει.
Παρά το αισιόδοξο μήνυμα που δίνει το ανωτέρω μοντέλο, υπάρχει το πρόβλημα ότι ο αναγκαίος χρόνος για την επιπλέον διδασκαλία πρέπει είτε να διατίθεται από το κανονικό ωράριο διδασκαλίας είτε να χορηγείται κάποιος χρόνος εκτός κανονικής σχολικής εργασίας. Αυτή την αδυναμία του μοντέλου θεράπευσαν οι J. Block και L. Anderson, οι οποίοι επινόησαν μια παραλλαγή του μοντέλου καταμάθησης, η οποία προβλέπει την παροχή ενισχυτικής διδασκαλίας κατά τη διάρκεια της κανονικής λειτουργίας της σχολικής τάξης. Σε αυτό το διδακτικό σχήμα προβλέπονται οι εξής ενέργειες:
– Προετοιμασία της μαθησιακής ύλης και προσδιορισμός των διδακτικών στόχων.
– Προπαρασκευή δύο ισοδύναμων ερωτηματολογίων, με τα οποία θα αξιολογηθούν οι μαθητές για την κατανόηση του μαθήματος που θα παρουσιασθεί. Το πρώτο καλείται «διαμορφωτικό», και επιτρέπει στο δάσκαλο να διαπιστώνει αν κάποιοι μαθητές έχουν ανάγκη ενισχυτικής διδασκαλίας. Το δεύτερο ονομάζεται «τελικό» ερωτηματολόγιο και δείχνει το βαθμό επίτευξης των διδακτικών στόχων. Τα ερωτηματολόγια είναι σύντομα (διάρκεια 10-15 λεπτά της ώρας) και ο εκπαιδευτικός ορίζει το επίπεδο αποδεκτής μάθησης, στο οποίο πρέπει να φτάσει κάθε μαθητής, αφού απαντήσει στο 80-90% του συνόλου των ερωτήσεων του τεστ.
– Εξήγηση των διδακτικών στόχων στους μαθητές από τον δάσκαλο, γνωστοποίηση σ’ αυτούς του βαθμού αποδεκτής μάθησης και επισήμανση της απαίτησης για πλήρη μάθηση της νέας γνώσης ή δεξιότητας.
– Παρουσίαση του νέου μαθήματος με ποικίλους τρόπους.
– Αξιολόγηση των μαθητών με το «διαμορφωτικό» ερωτηματολόγιο.
– Χρησιμοποίηση της ενισχυτικής διδασκαλίας για τους μαθητές, των οποίων οι ορθές απαντήσεις ήταν κάτω από 80% του συνόλου απαντήσεων.
– Αξιολόγηση με το «τελικό» τεστ των μαθητών που παρακολούθησαν την ενισχυτική διδασκαλία.
– Βαθμολόγηση του «τελικού» τεστ.
Γενικά, η τεχνική αυτή αποδεικνύεται πολύ λειτουργική και αποτελεσματική, όταν εφαρμόζεται σε μαθητές ηλικίας 10 έως 14 ετών, διότι: α) συναρτά την επίδοση του μαθητή με το χρόνο που τίθεται στη διάθεσή του για την εκμάθηση μιας ύλης, β) δέχεται το χρόνο και την ενισχυτική διδασκαλία ως στοιχεία απαραίτητα για την πλήρη κατοχή του γνωστικού αντικειμένου, και γ) διευκολύνει με ερωτηματολόγια τον εκπαιδευτικό, ώστε να μπορεί ο ίδιος να παρακολουθεί το βαθμό επίδοσης όλων των μαθητών του.