Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΚΕΡΕΚΟΥ
Με εκνευρίζουν πολύ οι αγενείς περίεργοι. Λες και είσαι υποχρεωμένος να τους πεις τα προσωπικά σου, τα οικογενειακά σου ή και τα οικονομικά σου!
«Με γεια το αυτοκίνητό σας! Καινούργιο ή μεταχειρισμένο; Πόσο το πήρατε, αν επιτρέπεται; Μετρητοίς ή με δόσεις; Παντρεύετε και την κορούλα μάθαμε… Καλό το παιδί; Από πού είναι; Τι δουλειά κάνει; Αίσθημα ή συνοικέσιο; Θα μείνουν μαζί σας ή θα τους πάρετε διαμέρισμα;»
«Συνταξιούχος… ε; Πρέπει να παίρνετε καλή σύνταξη με τόσα χρόνια δουλειάς! Πόσα αν επιτρέπεται;»
Εκεί που νευριάζω είναι με την γυναίκα μου, η οποία -ακούστε νοοτροπία- ντρέπεται λέει να μην απαντήσει μη και τους …προσβάλει, αφού τη ρωτούν! Όχι να μην απαντήσεις! Να κάνεις αυτό που κάνω εγώ. Μόλις ολοκληρώσει ο αδιάκριτος την ερώτησή του, του κοπανάω κι εγώ πολύ απλά ένα αποστομωτικό: «Λυπάμαι! Δεν απαντώ σε ερωτήσεις που δεν πρέπει να γίνονται…!»
Τού ‘ρχεται η κεραμίδα κατακέφαλα, και δεν με ξαναρωτάει ούτε τι ώρα είναι… Όχι που θα κάτσω να σκάσω ή να «ξεβρακωθώ» στον πρώτο ή την πρώτη ανάγωγη. Τι έχει να πει «αν επιτρέπεται;» Όχι, ΔΕΝ επιτρέπεται! Τι σε βάλαμε; Ελεγκτή στο σπίτι μας, συνέταιρο στην τσέπη μας, ή μήπως εξομολόγο στα μυστικά μας;(!!)
Αυτά είναι θέματα οικογενειακής ανατροφής. Μικρά παιδιά ήμασταν θυμάμαι, και η γιαγιά μας η Πόπη που ήταν από «τζάκι», όταν ανοίγαμε την πόρτα και μπαίναμε ξαφνικά, μας έβγαζε πάλι έξω από το δωμάτιο να χτυπήσουμε την πόρτα, να ρωτήσει πρώτα εκείνη «ποιος είναι», να απαντήσουμε εμείς, και να μας πει εκείνη «εμπρός!» για να μπούμε.
Μια φορά που με είδε, 4-5 χρόνων τότε, να κάθομαι με το αυτί στην πόρτα, με ρώτησε αν κρυφάκουγα, εγώ το αρνήθηκα και τότε μου είπε ένα δικό της παραμύθι. Ότι σε κάποιο παιδάκι που κρυφάκουγε βγήκε τάχα από την κλειδαρότρυπα ένα σκουληκάκι και μπήκε στο αυτί του! Έβαλα τα κλάματα τότε εγώ και τρομοκρατημένος της λέω: «για κοίτα γιαγιάκα στο αυτί μου… κάτι με τρώει!». Πήρε εκείνη μια «φουρκέτα», έβγαλε τάχα το σκουλήκι από το αυτί μου και, από τότε, δεν τόλμησα να ξανακρυφακούσω!
Η περιέργεια έβαλε σε μπελάδες κάποτε έναν ηλικιωμένο, που έτυχε να μένει με τη γριούλα του σε ξενοδοχείο. Στο διπλανό δωμάτιο είχε εγκατασταθεί ένα νιόπαντρο νεαρό ζευγάρι και, επειδή ο τοίχος δεν πρέπει να ήταν και πολύ μονωτικός, όσα γινόταν δίπλα τα άκουγε το ηλικιωμένο ζευγάρι με κατανόηση και πολλή νοσταλγία.
Ένα βράδυ, μετά από τις γνωστές γλύκες, ακούστηκε ο νεαρός να λέει: «Έλα αγάπη μου, εγώ από πάνω εσύ από κάτω. Όχι, αντέτεινε η κοπέλα. Εσύ από κάτω εγώ από πάνω. Στάσου, στάσου έχω μια ιδέα ακούστηκε ο άντρας. Πιο καλά θα γίνει αγάπη μου και οι δυο από πάνω!» Τινάχτηκαν οι δύο ηλικιωμένοι!
«Πώς είναι δυνατόν και οι δυο από πάνω;» διερωτήθηκε ο γέρος. «Εμ! Τα νέα παιδιά ξέρουν καινούρια κόλπα!» συμπέρανε η γριούλα. «Τι λες μωρέ γυναίκα; Τι καινούρια κόλπα και κουραφέξαλα. Γίνεται και οι δυο από πάνω;»
Δεν έκλεισε όμως μάτι όλη νύχτα ο γέρος. Προσπαθούσε μάταια να φανταστεί τη σκηνή, αλλά στάθηκε αδύνατον! Το άλλο πρωί, κατεβαίνει από τα χαράματα στο μπαρ του ξενοδοχείου και, με το που βλέπει τον νεαρό να βγαίνει από το ασανσέρ, τον πλησιάζει, του εξομολογείται ότι άθελά τους έγιναν ωτακουστές, και τον ρωτάει ευθέως: «Με συγχωρείς παλληκάρι μου αλλά… έτσι από περιέργεια σε ρωτάω… Αυτό που λέγατε χτες το βράδυ: «να το κάνετε και οι δυο από πάνω» πώς ακριβώς γίνεται;(!)»
Ξεσπάει στα γέλια ο νέος άντρας και του απαντάει: «Άδικα βασανίζεσαι παππού να βρεις την απάντηση σ’ αυτό που νομίζεις. Τη βαλίτσα κλείναμε…!»
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!