Το τελευταίο διάστημα οι συζητήσεις γύρω από το «φαινόμενο» της σχολικής βίας και του εκφοβισμού, του λεγόμενου Bullying, γίνονται όλο και πιο έντονες, τόσο εντός της σχολικής κοινότητας όσο κι εκτός αυτής, με αποτέλεσμα να διατυπώνονται απόψεις υπερβολικές έως και ισοπεδωτικές, όπου κάθε αψιμαχία μεταξύ των μαθητών στο σχολείο να θεωρείται ότι εντάσσεται στο πλαίσιο της σχολικής βίας και του εκφοβισμού.
Προκειμένου να αιτιολογήσουμε την παραπάνω αντίληψη, θα ήταν σκόπιμο να επιχειρήσουμε –αρχικά– τον ορισμό της έννοιας της βίας. Ως βία θα ορίζαμε την οδυνηρή πίεση, σωματική, ψυχολογική, συναισθηματική, που υφίσταται ένα άτομο, επειδή είναι αυτό που είναι και εκφράζεται όπως εκφράζεται, από ένα άλλο άτομο, μια ομάδα ατόμων ή από φορείς εξουσίας (είτε νόμιμης είτε καταχρηστικής), οι οποίοι βέβαια υπερτερούν σε ισχύ, με σκοπό να πάψει το άτομο να είναι αυτό που είναι είτε να συμμορφωθεί σε αυτό που του επιτάσσουν.
Ωστόσο, και σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι και το ίδιο το σχολείο, ως θεσμός, ασκεί βία, αφού προσπαθεί να κάνει το μαθητή να πράξει με έναν ορισμένο τρόπο. Μπορούμε, επομένως, να καταλάβουμε ότι η σχολική βία είναι τόσο παλιά όσο και ο θεσμός του σχολείου. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα, όταν αναφερόμαστε στην έννοια της σχολικής βίας, εννοούμε τη βία που ασκείται στο σχολικό περιβάλλον και οι μαθητές μπορεί να βρίσκονται στη θέση του θύτη, του θύματος ή των παρατηρητών της βίας αυτής.
Ποιες ενέργειες, όμως, θεωρούνται ότι εντάσσονται στο πλαίσιο του Bullying; Η βιβλιογραφία είναι σαφής και αναφέρει ότι, για να υφίσταται σχολικός εκφοβισμός, πρέπει να πληρούνται οι εξής τρεις προϋποθέσεις: α) να υπάρχει διαφορά δύναμης, με την έννοια ότι ο μαθητής, που υφίσταται τις αρνητικές ενέργειες, δυσκολεύεται να αμυνθεί και είναι αβοήθητος έναντι εκείνου που τον παρενοχλεί, β) οι ενέργειες να έχουν διάρκεια, με την έννοια ότι επαναλαμβάνονται με σταθερή συχνότητα και μεθόδευση, και γ) να υπάρχει σκοπιμότητα, με την έννοια της πρόθεσης πρόκλησης βλάβης στο θύμα. Οι παραπάνω προϋποθέσεις αποτελούν ένα αυστηρώς προσδιορισμένο «κανονιστικό πλαίσιο», από το οποίο, αν έστω και μία από τις τρεις παραμέτρους δεν πληρείται, δεν υφίσταται σχολικός εκφοβισμός.
Κατά την προσπάθεια προσδιορισμού των αιτίων που οδηγούν στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς –η οποία με τη σειρά της δύναται να προκαλέσει σχολικό εκφοβισμό–, έχουν διατυπωθεί μία σειρά από θεωρήσεις, οι οποίες εντάσσονται, κυρίως, σε δύο κατηγορίες: στις ψυχοβιολογικές θεωρίες και στις ψυχοκοινωνικές θεωρίες.
Οι μεν ψυχοβιολογικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι η επιθετικότητα αποτελεί έμφυτο ένστικτο του ανθρώπου (φροϋδική θεωρία, εθολογική προσέγγιση), που έχει αναπτυχθεί εξελικτικά προκειμένου να διασφαλίζεται η επιβίωση και η αναπαραγωγή των ατόμων (κοινωνιοβιολογική προσέγγιση), και υποθέτουν την ύπαρξη ενός κέντρου επιθετικότητας στον εγκέφαλο (νευρολογικές και βιοχημικές θεωρίες).
Από την άλλη πλευρά, οι ψυχοκοινωνικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι η επιθετικότητα αποτελεί αποτέλεσμα κοινωνικών και ψυχολογικών παραγόντων, και οφείλεται είτε στη ματαίωση στόχων και στην εκτόνωση ψυχικής ενέργειας σε βάρος κάποιου άλλου (υπόθεση ματαίωσης – επιθετικότητας) είτε στην ύπαρξη κάποιας εκμαθημένης επιθετικής συμπεριφοράς και στη διέγερση από κάποιο ερέθισμα, την οποία το άτομο ερμηνεύει με τέτοιο τρόπο ώστε η επιθετική αντίδραση να φαίνεται κατάλληλη (μοντέλο μεταφοράς – διέγερσης), καθώς και στο γεγονός ότι τα άτομα μαθαίνουν να είναι επιθετικά μέσω της κοινωνικοποίησης, ως αποτέλεσμα σύνδεσης της επιθετικής συμπεριφοράς με κάποια αμοιβή και το αντίστροφο (θεωρία κοινωνικής μάθησης).
Κλείνοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε την αναγκαιότητα προσεκτικής προσέγγισης του ζητήματος της σχολικής βίας και του εκφοβισμού, με βάση τα επιστημονικώς παραδεδεγμένα κριτήρια, καθώς, αφενός μεν, η ταύτιση κάθε επιθετικής συμπεριφοράς με το σχολικό εκφοβισμό ενέχει την πιθανότητα εγκαθίδρυσης και διαιώνισης του σχολικού εκφοβισμού αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας της φοβικής, ως προς αυτόν, στάσης, αφετέρου δε, διότι, αν τα πάντα είναι σχολικός εκφοβισμός, εν τέλει τίποτα δεν είναι σχολικός εκφοβισμός, από τη στιγμή που τα ποιοτικά κριτήρια οριοθέτησής του καταστρατηγούνται.