Η σχολική αποτυχία αποτελεί ένα εκπαιδευτικό φαινόμενο το οποίο έχει απασχολήσει και απασχολεί, σε μεγάλο βαθμό, τόσο την εκπαιδευτική κοινότητα όσο και τους πολιτικούς φορείς που είναι υπεύθυνοι για την εκπαιδευτική πολιτική. Από τη σχετική βιβλιογραφία φαίνεται ότι η εννοιολογική προσέγγιση του φαινομένου της σχολικής αποτυχίας, παρά τις όποιες φραστικές διαφοροποιήσεις, αντιμετωπίζεται σχετικά ενιαία.
Σχεδόν όλες οι απόψεις συγκλίνουν στη θέση ότι η σχολική αποτυχία περιγράφει μια κατάσταση του μαθητή, η οποία προκύπτει από την πλημμελή ή μη εκπλήρωση των διδακτικών και μαθησιακών standards μιας συγκεκριμένης σχολικής βαθμίδας.
Η μαρξιστική προσέγγιση αποτελεί το σημείο αναφοράς των συγκρουσιακών προσεγγίσεων και διακρίνεται στη θεωρία της κοινωνίας και της ιστορίας, που ονομάζεται «Ιστορικός Υλισμός», και στη μαρξιστική αντίληψη για τη φύση και την αλλοτρίωση του ανθρώπου. Η οικονομική δραστηριότητα ή η παραγωγή, με την ευρύτερη έννοια, είναι θεμελιώδους σημασίας για τους ανθρώπους, αφού η βασική κοινωνική πραγματικότητα των ανθρώπων είναι το πώς θα παράγουν τα μέσα για να ζήσουν. Ακριβώς επειδή ό,τι πραγματοποιείται στην κοινωνία απορρέει από την παραγωγή, οι μαρξιστές χωρίζουν την κοινωνία σε δύο διαλεκτικώς αλληλεπιδρώντα μέρη: α) την οικονομική βάση, που αποτελεί το θεμέλιο της κοινωνίας, και β) το εποικοδόμημα, που περιλαμβάνει κοινωνικούς θεσμούς και πρακτικές, όπως η πολιτική, η εκπαίδευση, η οικογενειακή ζωή, η θρησκεία, οι ιδέες, οι πεποιθήσεις και οι αξίες των ανθρώπων.
Σε ό,τι αφορά στην εκπαίδευση, στις μαρξιστικές θεωρίες εντάσσονται οι θεωρίες της «άμεσης αναπαραγωγής», οι οποίες υποστηρίζουν ότι η εκπαίδευση συμβάλλει στη διατήρηση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, αφού λειτουργεί ως μηχανισμός αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων και εντάσσει τα άτομα «ανώδυνα» στις παραγωγικές σχέσεις της κοινωνίας.
Από αυτή τη σκοπιά, των θεωριών της άμεσης αναπαραγωγής, καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την εκπαίδευση ανεξάρτητα από την κοινωνία, της οποίας αποτελεί τμήμα, καθώς η εκπαίδευση είναι συνδεδεμένη με τους θεμελιώδεις οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς της κοινωνίας. Επομένως, η ταξική δομή της κοινωνίας νομιμοποιείται στις συνειδήσεις μέσω της εκπαίδευσης και το κοινωνικό σύστημα αναπαράγεται μέσω της νομιμοποίησης της κυρίαρχης κουλτούρας (αρχή της αντιστοιχίας) και της κοινωνικοποίησης, ενώ κυρίαρχη δύναμη για την αναπαραγωγή είναι η οικονομική δομή.
Ο Louis Althusser, σημαίνων θεωρητικός της μαρξιστικής προσέγγισης, υποστήριξε ότι οι άνισες κοινωνικές σχέσεις του καπιταλιστικού συστήματος αναπαράγονται με τη συμβολή των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, όπως ο οικογενειακός, ο σχολικός, ο πολιτικός, ο πολιτισμικός, ο θρησκευτικός, με τον σχολικό μηχανισμό, ωστόσο, να υπερισχύει των άλλων καθώς έχει παιδιά όλων των ηλικιών και των κοινωνικών τάξεων, τα οποία επηρεάζει στην πιο κρίσιμη ηλικία τους, μεταδίδοντας σε αυτά την κυρίαρχη ιδεολογία.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στην ιδεολογία του σχολείου, ο Althusser υποστηρίζει ότι συνάδει με την ιδεολογία της καπιταλιστικής τάξης, αφού συμβάλλει στην υιοθέτηση συμπεριφοράς υποταγής και υπακοής στους κανόνες του συστήματος από τα παιδιά της εργατικής τάξης, και συμπεριφοράς «κεφαλαιοκράτη» από τα παιδιά της άρχουσας τάξης.
Εν κατακλείδι, σε ό,τι αφορά στη σχολική αποτυχία, οι μαρξιστές την ερμηνεύουν με όρους ταξικούς, αφού η εκπαίδευση συνδέεται στενά με τους θεμελιώδεις οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς της κοινωνίας. Λόγω του ότι το καπιταλιστικό σύστημα χρειάζεται να υπάρχει εξειδίκευση και κατάτμηση της γνώσης, το σχολείο, ως ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους, προετοιμάζει τους μαθητές για την αντίστοιχη κατάτμηση στην παραγωγική διαδικασία. Έτσι, «επιτρέπει» στα άτομα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων να ανελιχθούν στις ανώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανεξαρτησία και ανάληψη ευθυνών, ενώ, αντίθετα, τα άτομα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων «καθηλώνονται» στις κατώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης και καλλιεργούνται στην υπακοή και την πειθαρχία. Είναι, επομένως, σαφές ότι η σχολική αποτυχία εκλαμβάνεται ως η ανάγκη του καπιταλιστικού συστήματος να αναπαραχθεί, έτσι ώστε να συνεχίσει να υπάρχει.