Η Διαπολιτισμική Εκπαίδευση αποτελεί έναν εκπαιδευτικό κλάδο ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον τομέα της πολιτικής φιλοσοφίας, καθώς επίσης και με τους, σχετικούς με την εκπαίδευση, κλάδους της φιλοσοφίας της παιδείας και της εκπαιδευτικής πολιτικής. Υπό αυτήν την έννοια, οι φιλοσοφικές καταβολές του καθενός –είτε πρόκειται για παιδαγωγό– ερευνητή, για κράτος το οποίο καθορίζει την εκπαιδευτική του πολιτική, είτε πρόκειται, ακόμη, για απλό πολίτη ο οποίος προσπαθεί να διαμορφώσει τη θέση του απέναντι στην ετερότητα– είναι αυτές που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και την πεποίθηση που θα διαμορφώσει περί διαφοράς, περί διαχείρισης της διαφοράς και, κατ’ επέκταση, περί Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Προκύπτει επομένως, ότι η προσπάθεια να τεθούν και να προσδιοριστούν τα όρια της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης αποτελεί, στην ουσία, μία πολιτική επιλογή, και μάλιστα ζωτικής σημασίας.
Γι’ αυτό λοιπόν, στην τρέχουσα συγκυρία, με τις τεράστιες αλλαγές που παρατηρούνται στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, αναδύεται η αναγκαιότητα αλλαγών στο εκπαιδευτικό σύστημα ώστε αυτό να υπερβεί τον μονοπολιτισμικό του προσανατολισμό και να λάβει υπόψη του τον γλωσσικό και πολιτισμικό πλουραλισμό που συναντάται στον μαθητικό πληθυσμό. Αυτό είναι και το σημείο όπου πρέπει να γίνει και η πολιτική επιλογή, η σχετική με την εκπαίδευση, για τον τρόπο που θα επιλεγεί να εφαρμοστεί η Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, η διαχείριση των συλλογικών ταυτοτήτων κ.λπ.
Η Διαπολιτισμική Εκπαίδευση συχνά στηρίχθηκε σε προσεγγίσεις οι οποίες ερμήνευαν το πολυπολιτισμικό φαινόμενο ως την ύπαρξη διαφορετικών εθνικών ή πολιτισμικών ομάδων σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, τοποθετώντας τον πολιτισμό ως το πρωταρχικό ερμηνευτικό σχήμα, παρουσιάζοντας τις πολιτισμικές διαφορές ως σταθερές και αμετάβλητες, αγνοώντας και παραμερίζοντας, πολλές φορές σκοπίμως, τους κοινωνικούς, οικονομικούς και ταξικούς παράγοντες, οι οποίοι αποτελούν επίσης έκφραση «διαφορετικότητας».
Η διαπολιτισμική θεωρία όμως, με τις αρχές και τις αξίες που τη διαπνέουν, δεν θα μπορούσε να στηριχθεί για πολύ επάνω σε τέτοιες αντιδραστικές απόψεις, οι οποίες, ενώ επιχειρούν να προβάλουν και διακηρύσσουν την άνευ όρων αποδοχή, την πολιτισμική ισότητα και ανεκτικότητα μεταξύ ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα, εν τέλει καταλήγουν σε μία στενή οπτική των πολιτισμών, σε μία υπερβολική προσπάθεια συνάφειας και ενότητας των πολιτισμών και σε μία υπέρμετρη προβολή των πολιτισμικών διαφορών, δίνοντας υπερβολική αξία στους πολιτισμικούς παράγοντες.
Εδώ έγκειται και η συνάφεια της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης με την Κριτική Παιδαγωγική. Η Κριτική Παιδαγωγική, έχοντας ως φιλοσοφική της αφετηρία τις απόψεις της Κριτικής Θεωρίας, χρησιμοποιώντας μια νεομαρξιστική προσέγγιση για την ανάλυση των κοινωνικών και –στην περίπτωση της εκπαίδευσης– των εκπαιδευτικών φαινομένων, κι επιδιώκοντας, ως στρατηγικής σημασίας σκοπό, τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, χρησιμοποιώντας προς αυτήν την κατεύθυνση την εκπαίδευση, παρέχει στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση τα κατάλληλα «εργαλεία» και μέσα, προκειμένου να συμβάλει στη δημιουργία ενός σχολείου, και κατά συνέπεια ενός κόσμου, όπου θα αναγνωρίζονται και θα γίνονται σεβαστές οι διάφορες κουλτούρες, δεν θα αγνοούνται αλλά ούτε και θα μηδενίζονται, παρά θα αξιοποιούνται δημιουργικά μέσα από κάποιες βασικές παραδοχές, όπως αυτές της Κοινωνικής Συνοχής, της Αναγνώρισης της Ετερότητας, της Ισότητας των Ευκαιριών και της Δικαιοσύνης.
Μπορούμε επομένως να συμφωνήσουμε με την άποψη ότι μια ριζοσπαστική Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, σε ό,τι αφορά τις φιλοσοφικές της προκείμενες, δεν είναι παρά μια μορφή Κριτικής Παιδαγωγικής. Πρόκειται δηλαδή για δύο παραλλαγές της διαδικασίας επίτευξης εκπαιδευτικής και κοινωνικής ισότητας, οι οποίες αποδεικνύουν, γι’ ακόμη μία φορά, τον βαρύνουσας σημασίας ρόλο της εκπαίδευσης στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης.