Η φαινομενολογία αποτελεί ένα φιλοσοφικό κίνημα το οποίο βασίζεται στη διερεύνηση των φαινομένων, δηλαδή των πραγμάτων που γίνονται αντιληπτά ενσυνείδητα, μέσω των αισθήσεων, και όχι στην ύπαρξη οποιουδήποτε πράγματος «αυτού καθ’ εαυτό», ευρισκόμενου πέρα από τα όρια της ανθρώπινης συνειδητότητας. Με σημείο εκκίνησης την εμπειρία των φαινομένων –αυτό που αποτυπώνεται ως συνειδητή εμπειρία–, επιχειρεί να εξαγάγει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αντιληπτικής διαδικασίας και την οντότητα των εμπειριών μας. Έλκει την καταγωγή της από τη Σχολή του Μπρεντανό, και το έργο του φιλόσοφου του 20ού αιώνα Έντμουντ Χούσερλ (ΦΩΤΟ). H φαινομενολογική σκέψη είχε, επίσης, καθοριστική συμβολή στην ανάπτυξη του υπαρξισμού στη Γαλλία και τη Γερμανία, όπως είναι φανερό στο έργο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ και του Μάρτιν Χάιντεγκερ.
Ο όρος «φαινομενολογία», όπως μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό, ετυμολογείται από τις ελληνικές λέξεις «φαινόμενο» και «λόγος» και υπονοεί αυτό που υποπίπτει στην αντίληψή μας και γίνεται αντικείμενο λογικής εξέτασης. Η λέξη «φαινόμενο» χρησιμοποιείται εδώ με την κυριολεκτική της σημασία, υποδηλώνει αυτό που φαίνεται, αυτό που υποπίπτει στις αισθήσεις μας, και δεν έχει καμία σχέση με μεταφυσικές ερμηνείες ή συμβολικές σημασίες. Δεν εννοεί κάτι σαν κι αυτό που υπάρχει και υποκρύπτεται πίσω από τα πράγματα, αλλά αυτά τα ίδια τα πράγματα. Η θεωρία του Χούσερλ και οι προθέσεις του είναι σαφείς: επιδιώκει την επανασύνδεση του ανθρώπου με την αρχέγονη θέαση των πραγμάτων, τη θέαση του κόσμου και των πραγμάτων με τα μάτια του πρωτόγονου ανθρώπου, του ανθρώπου χωρίς προγενέστερες εμπειρίες και γνώσεις, και με την έννοια αυτή με τα μάτια του ανθρώπου που δεν κινδυνεύει να παρασυρθεί από προϋπάρχουσες γνώσεις και πλάνες.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η φαινομενολογία ακολουθεί μια τριπλή αναγωγή:
1. Εξουδετέρωση των προκαταλήψεων, των συναισθηματικών καταστάσεων και των προγενέστερων απόψεων του υποκειμένου, ώστε να απαλλαγεί από κάθε υποκειμενικό στοιχείο και να προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερο την αντικειμενικότητα.
2. Άρνηση όλων των σχετικών θεωριών και προηγούμενων γνώσεων.
3. Παραγκωνισμό ακόμη και της ιστορικής παράδοσης ως πηγής για την αυθεντική γνώση.
Από τα παραπάνω, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε ότι η φαινομενολογία προωθεί την άμεση επαφή –με το υποκείμενο ή το αντικείμενο–, καθώς και την απαλλαγή από κάθε προκατάληψη, προγενέστερη γνώση ή εμπειρία. Κάπου εδώ, αρχίζει και γίνεται εμφανής η συνάφεια ενός μέρους της φαινομενολογίας με τη διαπολιτισμική θεωρία. Κι εξηγούμε: Με γνώμονα ότι η διαπολιτισμικότητα προκρίνει τη γνωριμία με τον «διαφορετικό Άλλο», προκειμένου να αρθούν: α) στερεότυπα και προκαταλήψεις, β) η αυθαίρετη κατηγοριοποίηση του «Άλλου» σε ομάδες μόνο και μόνο λόγω της διαφορετικής του καταγωγής, εθνότητας ή θρησκείας, επισημαίνοντας την αναγκαιότητα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων, είναι κάτι παραπάνω από φανερή η συνάφεια μεταξύ της φαινομενολογικής σκέψης και της διαπολιτισμικής θεωρίας.
Επομένως, μπορούμε να εντοπίσουμε, αφενός μεν, τη διαλεκτική αλληλεπίδραση της φαινομενολογίας με τη διαπολιτισμική θεωρία, αφετέρου δε, το γεγονός ότι οι επιδιώξεις που προκρίνει κι επιδιώκει να επιτύχει η διαπολιτισμική θεωρία ταυτίζονται, σε μεγάλο βαθμό, με αυτές της φαινομενολογίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η διαπολιτισμική θεωρία αποτελεί τμήμα ή προέκυψε από τη φαινομενολογική σκέψη.