Είπα να σιωπήσω, όπως σιωπούσε. Σκέφτηκα να μη γράψω, γιατί δεν ήθελε. Πέρασαν λίγες μέρες που το φρέσκο χώμα σκεπάζει το σκήνωμα σου σιμά στο μοναστήρι που έκανες λιμάνι σου, έχτιζες τις πνευματικές φωλιές για όλους μας, άκουγες, σιωπούσες, μοιραζόσουν , ακόμη κι αν ήσουν κατάκοπος από τις δράσεις, από τα χρόνια που σιγά σιγά βάραιναν την πλάτη σου.
Σε γνώρισα ή μάλλον με γνώρισες, από τις πρώτες μέρες της ζωής μου. Μεγάλωσα πνευματικά κοντά σου. Οι θύμησες έχουν κάνει τρικυμία στο νου μου. Καταιγίδα που γίνεται τυφώνας. Και πόσα δεν έχω να φωνάξω για τις εμπειρίες ζωής που απέκτησα δίπλα σου στα μικρά, τα εφηβικά κι όχι μόνο χρόνια. Για τις ομάδες μας. Για τις κατασκηνωτικές μέρες τις γεμάτες χαρά, τραγούδι, παιχνίδι, μελέτη, προσευχή, λειτουργική ομορφιά. Τι χρόνια, τι αναμνήσεις, που με κράτησαν , με στήριξαν με έσπρωξαν από ταραχώδεις ορμές σε λιμάνια, από τη βουή στην ηρεμία, από το λήθαργο στην ανατολή, από τον μετεωρισμό, στο ορθό βήμα. Εκεί που με έπαιρνες για να μου δείξεις τις νότες και τα λόγια από τους ύμνους που συ έφτιαχνες στης Πύρρας την κορυφή…. Τώρα βρίσκεσαι σε άλλες κορυφές υψιπετής αφήνοντας εμάς τους χοϊκούς να παλεύουμε με την αντάρα.
Ξυπνούν μέσα μου το αχνό φως των κεριών, το μυροκαπνό του λιβανιού, εκεί στην εκκλησιά του Αγίου Μόδεστου , που τα χείλη τρέμανε με το .. Υπεραγία Θεοτόκε, το Κύριε ελέησον, το Σώμα Χριστού μεταλάβετε.
Όταν κάτω από το πετραχήλι σου αράδιαζα σα μαθητούδι τα «κρίματα» μου. Κι εσύ άκουγες χωρίς να με κοιτάς, για να μη με κάνεις να αισθανθώ βίαια και διακόψω. Χαμήλωνες το βλέμμα κι αφουγκραζόσουν χωρίς να ακούγεται η ανάσα σου. Κι όταν τελείωνα, πόσο ένιωθα να ελαφρύνεται το είναι μου με τα λόγια που σα ρυάκι ζεστασιάς από τη μια και δροσιάς από την άλλη απάλυνες τα πάντα μέσα μου. Με αποχαιρετούσες ξέροντας κι οι δυο μας, ότι όταν περάσω το κατώφλι προς τα έξω, ανθρωπινά θα πέσω, μα στο έμπα πάλι το χέρι της καρδιάς σου με σήκωνε. Έτσι είναι παππούλη μου. Κι αν όλα αυτά δε στα πα όταν ανάσαινες τον ίδιο αέρα με μένα, πιστεύω και νιώθω πως τώρα εκεί που βρίσκεσαι, πρεσβεύεις για όλους μας όσους προστρέξαμε κοντά σου, όσους σε τίμησαν, σε αδίκησαν, σε λοιδόρησαν, σε εξεδίωξαν. Και ως πόντιοι Πιλάτοι αισθανόμενοι ερινύες, όταν η φθορά του χρόνου έφθανε, ζητούσαν εξιλέωση προσφέροντας την μασκοφόρα βοήθεια τους!!
Πόσες ώρες δεν έχουμε κουβεντιάσει (όπως και τώρα)…. Μού ‘χες πει ένα απογευματινό μέσα στα φώτα του δειλινού…. « Να είσαι φειδωλός όταν ανακατεύεις τον Θεό με τα ανθρώπινα». Δεν ξέρω αν μπορώ να το τηρήσω. Αλλά ο Θεός νομίζω πως κλείνει ραντεβού μ ανθρώπους σα και σένα και τους αγιάζει. Ξέρει αυτός πότε θα δείξει τους Αγίους του. Κι αυτό γίνεται όταν τα δάκρυα των ανθρώπων ποτίζουν την ξερή γη και ανθίζουν τα λουλούδια των λόγων και πράξεων δίπλα σε ένα μνήμα σα το δικό σου. Όταν το φως των κεριών ζεσταίνει το εσώτερο κρύο μας από την έλλειψη σου.
Παπά Γιώργη Στέφα! Έχω μεγαλώσει στην ευωδιά του ράσου σου… όπως και πολλοί άλλοι! Ζορίζομαι να πιστέψω πως έφυγες. Λυπάμαι που δεν ήμουν κοντά σου τις δύσκολες στιγμές. Στο τηλέφωνο αντί να γκρινιάζεις, έδινες ελπίδα, συγχώρεση, αγάπη!! Δε δέχτηκες ποτέ ότι η βιωτή σου έχει προβλήματα. Δόξα τω Θεώ αναφωνούσες ! Κύριε ελέησον έλεγες με το κομποσχοινάκι σου…..
Κι ήρθε η ώρα που μας αποχαιρέτησες …όχι για πάντα… αυτό το είχαμε πει πολλές φορές. Μακάρι να αξιωθώ, να αξιωθούμε της συνάντησης μαζί σου!
Τίμησες το ράσο αγιάστηκες από το πετραχήλι σου. Παράδειγμα εν ζωή, μίμηση μετά θάνατο!!
Εεε… σημερινοί ρασοφόροι!!
Ο παπά Γιώργης Στέφας με το βίο του έδειξε τι θα πει λειτουργός του Θυσιαστηρίου. Δεν είχε χρυσά μανικετόκουμπα, μεταξωτά ράσα, στολές υφαντοποικιλμένες!! Γι αυτό και το καντηλάκι του θα’ναι κάθε μέρα αναμμένο, τα λουλουδάκια του φρέσκα, το θυμίαμα συνέχεια ευωδιαστό!!
Δεν χρειαζόμαστε αντίγραφα για να πληρώνουμε τις τύψεις μας. Έχουμε το πρωτότυπο. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τον Χριστό και τους Αγίους του!
Το σίγουρο είναι πως για όλους μας η ζωή αυτή έχει δρόμους, μα σίγουρα έχει και τάφους!
Ας έχουμε την ευχή του , ας έχουμε τις πρεσβείες του!