Το τελευταίο διάστημα, εξαιτίας και του γενικότερου «κλίματος» περικοπών που παρατηρείται στο δημόσιο τομέα, ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις του Υπουργείου Παιδείας σχετικά με τις προαγωγές, τους υποβιβασμούς, τις συγχωνεύσεις και τις καταργήσεις των Δημοτικών Σχολείων και Νηπιαγωγείων της χώρας.
Εκ πρώτης όψεως, ίσως οι συγκεκριμένες αποφάσεις να μοιάζουν αναπόφευκτες και, σε κάποιο βαθμό, ελάσσονος σημασίας, ωστόσο οι μεταβολές αυτές θα μπορούσαμε να πούμε ότι δύνανται να επιφέρουν σημαντικές ανακατατάξεις στη σχολική επίδοση των μαθητών, καθώς έχει παρατηρηθεί και ερευνητικά ότι το είδος του σχολείου (μονοθέσιο, ολιγοθέσιο, πολυθέσιο) φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην επίδοση του μαθητή.
Είναι επιστημονικώς παραδεδεγμένο το γεγονός ότι ένα παιδί που προέρχεται από χαμηλές κοινωνικές τάξεις είναι περισσότερο πιθανό να αποτύχει στο σχολείο λόγω των συνθηκών της ζωής του, καθώς, εκτός των στοιχειωδών, θα του λείπει ο κατάλληλος χώρος για διανοητική εργασία και τα πρότυπα για τον τρόπο κατανάλωσης των μορφωτικών αγαθών. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι η δομή των σχολείων διαφοροποιείται στις αστικές και τις αγροτικές περιοχές, στις αγροτικές, λόγω της διασποράς του πληθυσμού, προσφέρονται λιγότερες δυνατότητες μάθησης στα σχολεία, καθώς επίσης και στοιχειώδεις (από άποψη υποδομής) εκπαιδευτικές μονάδες, ενώ στις πόλεις η κατανομή των σχολικών μονάδων ακολουθεί την κοινωνική σύνθεση των συνοικιών.
Εκτός των παραπάνω, όμως, στον ελλαδικό χώρο έχουν διεξαχθεί έρευνες οι οποίες αφορούσαν την οργανικότητα των σχολείων και το κατά πόσο αυτή επηρεάζει τη σχολική επίδοση των μαθητών. Τα αποτελέσματα συγκλίνουν στο ότι υπάρχει διαφοροποίηση στην επίδοση των μαθητών στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας μεταξύ των πολυθέσιων και μονοθέσιων σχολείων. Επίσης, παρατηρήθηκε ότι οι μαθητές που φοιτούν στα μονοθέσια σχολεία δεν είναι ικανοποιημένοι από την κτηριακή και υλικοτεχνική υποδομή του σχολείου τους.
Επομένως, είμαστε σε θέση να προβλέψουμε τις πιθανές μεταβολές που ενδέχεται να προκληθούν εξαιτίας των επερχόμενων αλλαγών στις σχολικές μονάδες, οι οποίες αλλαγές, όπως μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό, είναι γνωστές και στους ιθύνοντες που λαμβάνουν τέτοιες αποφάσεις –σε περίπτωση που δε γνωρίζουν τις επιπτώσεις που θα επιφέρουν οι αποφάσεις τους είναι, το λιγότερο, επικίνδυνοι.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε πως η πεποίθηση ότι οι μαθητές που φοιτούν στα ολιγοθέσια σχολεία υστερούν σε επιδόσεις σε σχέση με τους συμμαθητές τους, οι οποίοι φοιτούν στα πολυθέσια σχολεία, είναι σωστή. Αυτή η πεποίθηση έχει βάση, αφού ο παράγοντας «οργανικότητα» επηρεάζει τις επιδόσεις των μαθητών, ωστόσο πρέπει να διευκρινισθεί ότι δεν είναι η «αφηρημένη» έννοια της οργανικότητας η αιτία για τις όποιες εκπαιδευτικές ανισότητες, αλλά ο ίδιος ο αναπαραγωγικός ρόλος του σχολείου, ο οποίος, προκειμένου να συνεχίσει να αναπαράγει το υπάρχον σύστημα, αναπαράγει τις ανισότητες και εντός του σχολείου και τις «μετατρέπει» σε εκπαιδευτικές.
Έτσι, η οργανικότητα – το είδος του σχολείου, σε αυτήν την περίπτωση αλλά και γενικότερα, γίνεται ένας «μοχλός» ο οποίος εντείνει τις εκπαιδευτικές ανισότητες –οι οποίες κατά βάση είναι ταξικές ανισότητες– μεταξύ των μαθητών. Έτσι, οι μαθητές των ολιγοθέσιων σχολείων –τα οποία βρίσκονται, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, σε περιοχές όπου ο πληθυσμός των κατοίκων είναι ομοιογενής (επαγγελματικά)– είναι μαθητικώς βέβαιο ότι θα έχουν δυσκολότερο «έργο» μπροστά τους, συγκριτικά με τους συμμαθητές τους των πολυθέσιων σχολείων. Μόνο που, με το νέο σχέδιο του Υπουργείου, ο αριθμός των μαθητών των ολιγοθέσιων σχολείων θα αυξηθεί σημαντικά.