Γράφει ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜ. ΒΑΒΙΤΣΑΣ *
Η κοινωνικοποίηση είναι ένας όρος ο οποίος χρησιμοποιήθηκε πολύ στις αρχές του 20ού αιώνα από τον θεμελιωτή της Κοινωνιολογίας, Emile Durkheim, και λογίζεται ως η διαδικασία αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη συλλογική και ατομική συνείδηση του ανθρώπου, ενώ περιλαμβάνει τις ενσυνείδητες και ασυνείδητες, προγραμματισμένες και απρογραμμάτιστες, ευθείες και πλάγιες διαδικασίες, μέσω των οποίων ο άνθρωπος μετατρέπεται σε μια κοινωνικο-πολιτισμική προσωπικότητα σύμφωνα με τους κοινωνικούς και πραγματικούς όρους ζωής, όπως αυτοί ισχύουν σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ιστορικής πορείας της κοινωνίας. Έτσι, ο άνθρωπος μαθαίνει ένα σύστημα αξιών και κανόνων, δομεί τη συμπεριφορά του μέσω μιας μορφής «συλλογικής συνείδησης» και μεταβάλλεται από ύπαρξη «βιολογική» σε «πολιτισμική» και «κοινωνική».
Επίσης, ο Parsons, Κοινωνιολόγος με μεγάλη επίδραση στην επιστημονική κοινότητα, ορίζει την κοινωνικοποίηση ως την εσωτερίκευση της κουλτούρας της συγκεκριμένης κοινωνίας μέσα στην οποία γεννήθηκε το άτομο, χωρίζοντας τη διαδικασία αυτή σε πέντε φάσεις:
• στην πρώτη φάση το παιδί κοινωνικοποιείται μέσα από τη σχέση του με τη μητέρα
• στη δεύτερη φάση ο κύκλος συναναστροφής διευρύνεται στο πλαίσιο της οικογένειας, η οποία αποτελεί και ένα πρώτο περιβάλλον κοινωνικοποίησης
• στην τρίτη φάση βρίσκεται το σχολικό περιβάλλον, το οποίο αποτελεί το πρώτο εξω-οικογενειακό περιβάλλον κοινωνικοποίησης
• στην τέταρτη φάση η κοινωνικοποίηση διαφοροποιείται στο πλαίσιο της ομάδας συνομηλίκων που εντάσσεται το άτομο
• στην πέμπτη φάση κοινωνικοποίησης περιλαμβάνεται ο επαγγελματικός χώρος για την άσκηση κάποιου επαγγέλματος.
Όπως γίνεται φανερό από τις «φάσεις» της κοινωνικοποίησης που αναφέραμε παραπάνω, το σχολείο βρίσκεται χρονικά στο «μέσον» της κοινωνικοποιητικής διαδικασίας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο ρόλος του είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς, από τη μία, είναι το πρώτο εξω-οικογενειακό περιβάλλον κοινωνικοποίησης και αποτελεί το καθοριστικότερο βήμα για την ένταξη του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο ενώ, από την άλλη, το σχολείο (και η εκπαίδευση ευρύτερα) αποτελεί ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους με κύριο στόχο την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων.
Το σχολείο διδάσκει τεχνικές, γνώσεις αλλά και «κανόνες» για τη σωστή τους χρήση. Καθίσταται, επομένως, σαφές ότι στο σχολείο τα παιδιά μαθαίνουν τη συμπεριφορά που πρέπει να έχουν ανάλογα με το ρόλο που θα ασκήσουν στην κοινωνία. Άρα, με την εκμάθηση των στοιχείων «πρακτικής μόρφωσης» ή «θεωρητικής παιδείας», ντυμένα όλα με την κυρίαρχη ιδεολογία, αναπαράγονται οι σχέσεις εκμεταλλευτή – εκμεταλλευόμενου, καθώς και εκμεταλλευόμενου – εκμεταλλευτή, δηλαδή οι σχέσεις παραγωγής ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Οι μηχανισμοί που οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα είναι καλυμμένοι και συγκαλυμμένοι από την κοινά παραδεκτή ιδεολογία του σχολείου, η οποία είναι, ίσως, η ουσιαστικότερη μορφή της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας. Έτσι, το σχολείο παρουσιάζεται ως ουδέτερο περιβάλλον, που δεν επηρεάζεται από καμιά επίσημη ιδεολογία.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι το σχολείο, και ιδιαίτερα η σχολική τάξη, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους φορείς κοινωνικοποίησης, όπου οι άνθρωποι διαμορφώνουν τις προσωπικότητές τους, κατά τέτοιον τρόπο ώστε, αφού αποκτήσουν τις δεξιότητες που απαιτούνται, να μπορούν να ασκήσουν συγκεκριμένους ρόλους στην κοινωνία. Ενδεικτική της συμβολής του σχολείου στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης του ανθρώπου, αποτελεί η δήλωση του Parsons, ο οποίος έχει αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «…για όλη την περίοδο από την είσοδο στην πρώτη τάξη του δημοτικού ως την είσοδο στην αγορά εργασίας ή το γάμο, η σχολική τάξη μπορεί να θεωρηθεί ως το σημαντικότερο μέσο κοινωνικοποίησης». Ως εκ τούτου, είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε πιο εύκολα τη διαφαινόμενη σχέση που διέπει την κοινωνικοποίηση και το σχολείο, καθώς επίσης και τη συμβολή της κοινωνικοποίησης στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας.
* Ο Θεόδωρος Δ. Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!