Γράφει ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜ. ΒΑΒΙΤΣΑΣ *
Ο όρος «σχολείο» έχει τις ρίζες του στην αρχαία ελληνική λέξη «σχολή», που σημαίνει ανάπαυση και αναψυχή. Στις προβιομηχανικές κοινωνίες η σχολική εκπαίδευση ήταν δυνατό να παρασχεθεί μόνο στους λίγους που διέθεταν χρόνο και χρήμα, για να μπορέσουν να την παρακολουθήσουν. Οι θρησκευτικοί ηγέτες και οι κληρικοί αποτελούσαν συχνά τις μόνες πλήρως εκπαιδευμένες ομάδες, οι οποίες χρησιμοποιούσαν τη γνώση τους για να διαβάζουν και να ερμηνεύουν τα ιερά κείμενα. Για τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού «μεγαλώνω» σήμαινε ότι οι νεότεροι θα αποκτήσουν, από το παράδειγμα των μεγαλύτερών τους, τις ίδιες μ’ εκείνους κοινωνικές συνήθειες και εργασιακές δεξιότητες. Τα παιδιά άρχιζαν –κατά κανόνα– σε πολύ μικρή ηλικία, με την παροχή βοήθειας στις δουλειές του σπιτιού, στο χωράφι και στις διάφορες κατασκευαστικές εργασίες. Το διάβασμα δεν ήταν απαραίτητο, ούτε και χρήσιμο άλλωστε, στην καθημερινή ζωή τους.
Ένας άλλος λόγος που τόσο λίγοι ήταν σε θέση να διαβάζουν ήταν και το γεγονός ότι όλα τα κείμενα έπρεπε να αντιγραφούν προσεκτικά με το χέρι και, ως εκ τούτου, ήταν σπάνια και ακριβά. Η τυπογραφία, μια εφεύρεση που ήρθε στην Ευρώπη από την Κίνα, άλλαξε την κατάσταση. Το πρώτο τυπογραφικό πιεστήριο στη Δύση εφευρέθηκε το 1454 από τον Γιόχαν Γκούτενμπεργκ (ελληνιστί: Γουτεμβέργιος). Η τυπογραφία κατέστησε τα κείμενα και τα έγγραφα προσιτά σε ένα ευρύ κοινό. Τα έντυπα περιελάμβαναν βιβλία και φυλλάδια, αλλά και πολλά άλλα είδη τρέχοντος υλικού το οποίο ήταν απαραίτητο για τη λειτουργία μιας κοινωνίας που γινόταν ολοένα και πιο σύνθετη.
Αυτή η αναγκαιότητα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της χρήσης του έγγραφου υλικού σε διάφορες σφαίρες της ζωής, κάτι που με τη σειρά του οδήγησε σε υψηλότερα επίπεδα εναλφαβητισμού (την ικανότητα ανάγνωσης και γραφής σε βασικό επίπεδο) απ’ ό,τι συνέβαινε παλιότερα.
Η εκπαίδευση στη σημερινή της μορφή, που συνεπάγεται τη διδασκαλία μαθητών σε ειδικά για το σκοπό αυτόν χτισμένα κτίρια, άρχισε να εμφανίζεται σιγά σιγά. Ωστόσο, μέχρι και πριν από ενάμιση αιώνα, και ακόμα πιο πρόσφατα, τα παιδιά των πλουσίων εκπαιδεύονταν συχνά από ιδιωτικούς δασκάλους. Ακόμη, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν πήγαινε σχολείο μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν άρχισε να διαμορφώνεται το σύστημα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ.
Η διαδικασία της εκβιομηχάνισης και της επέκτασης των πόλεων οδήγησε στην αύξηση των απαιτήσεων για εξειδικευμένη σχολική εκπαίδευση. Οι άνθρωποι εργάζονται τώρα σε πολλά διαφορετικά επαγγέλματα και οι εργασιακές δεξιότητες δεν μπορούν πια να περάσουν κατευθείαν από τους γονείς στα παιδιά. Η απόκτηση της γνώσης βασίζεται ολοένα και περισσότερο στην αφηρημένη μάθηση (θεμάτων όπως τα μαθηματικά, οι θετικές επιστήμες, η ιστορία, η φιλολογία κ.λπ.) αντί στην πρακτική μετάδοση συγκεκριμένων δεξιοτήτων.
Στη σύγχρονη κοινωνία, οι άνθρωποι πρέπει να εφοδιαστούν με βασικές δεξιότητες, όπως είναι η ανάγνωση, η γραφή και η εκτέλεση υπολογισμών, και με γενικές γνώσεις για το υλικό, το κοινωνικό και το οικονομικό τους περιβάλλον. Κι επιπλέον, είναι σημαντικό να γνωρίζουν πώς να μαθαίνουν, έτσι που να μπορούν να ελέγχουν νέες, συχνά εξαιρετικά τεχνικές, μορφές πληροφοριών. Απαιτήσεις που καθιστούν τη σχολική εκπαίδευση –όπως και την πανεπιστημιακή– ζωτικής σημασίας.
* Ο Θεόδωρος Δ. Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!