Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΕΡΕΚΟΣ
Γράφαμε πρόσφατα για το μπακαλικάκι της γειτονιάς, που τείνει να εξαφανιστεί κι αυτό μη αντέχοντας τον άνισο ανταγωνισμό των Super Markets και η σκέψη μας γύρισε στο παρελθόν. Δεν είμαστε οπισθοδρομικοί για να διαγράφουμε με μια μονοκοντυλιά τα επιτεύγματα των επιστημών και της τεχνολογίας που σίγουρα έχουν βελτιώσει σημαντικά τις συνθήκες και την ποιότητα της διαβίωσής μας, αλλά δεν κρύβουμε και το ότι κάποιες στιγμές νοσταλγούμε και την παλιά, λιτή μεν αλλά και πιο ανθρώπινη εποχή.
Την εποχή που ξέραμε ποιος είναι ο γείτονάς μας, ενώ τώρα δεν ξέρουμε ούτε ποιος μένει στο διπλανό διαμέρισμα!
Τότε που ξέραμε τι τρώγαμε ενώ τώρα ό,τι τρώμε «μας τρώει», με τα όσα για νοθείες, μεταλλαγμένα και καρκινογόνα ακούμε.
Πλανόδιοι κατά κανόνα βιοπαλαιστές περνούσαν από τις γειτονιές κι έρχονταν στην πόρτα μας με τρόφιμα, με φρούτα ή «πραμάτειες» για να εξυπηρετήσουν κάθε μας ανάγκη και δεν χρειαζόταν να χάνεις μισή μέρα στον λαβύρινθο της πόλης για ν’ αγοράσεις δυο μαξιλαροθήκες ή ένα φερμουάρ.
Πόσα και πόσα επαγγέλματα δεν χάθηκαν! Πόσοι γραφικοί, αγαπημένοι «τύποι» δεν εξαφανίστηκαν, στον ανελέητο και αδηφάγο ανταγωνισμό με τους οικονομικά ισχυρούς!
Μια σύγκριση των δύο εποχών, της πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την σημερινή, θα μας θυμίσει ότι το τυποποιημένο γάλα εξαφάνισε τον γαλατά, που πέρναγε από τις γειτονιές κάθε πρωί την ίδια ώρα στο πρωινό του δρομολόγιο. Έβγαιναν οι νοικοκυρές στην πόρτα με το κατσαρόλι στο χέρι κι έπαιρναν τη «δόση» τους. Καμιά φορά το έπαιρναν βέβαια και «χωρίς λιπαρά» γιατί, αν κάπου η κατσίκα δεν ήταν στα κέφια της από ποσότητα, ο γαλατάς συμπλήρωνε …κι από την βρύση. Ήταν πάντως γάλα από το μαστάρι της κατσίκας, της προβατίνας ή της αγελάδας, που τις έβλεπες να βόσκουν στο διπλανό λιβάδι κάθε μέρα και δεν κινδύνευες να πιείς γάλα από «σκόνη», που προορίζεται για ζωοτροφές.
Χάθηκε ο πλανόδιος εμποράκος, που γύρναγε στις γειτονιές με δυό μεγάλα καλάθια κι είχε από δαχτυλήθρες μέχρι «είδη προικός», καθώς και ο μανάβης με το γαϊδουράκι του, το φορτωμένο λαχανικά και φρούτα απ’ το μποστάνι του, που μοσχομύριζαν φρεσκάδα.
Στις πόλεις, γύρναγε ο νερουλάς. Ένα καρότσι με ξύλινο βαρέλι γεμάτο ζωγραφιές, με τη βρυσούλα του, κύπελα με χερούλι κρεμασμένα στο πλάι και ένα σακκούλι με φύλλα κληματαριάς, για να τα πλένει μετά από κάθε χρήση και να τα κάνει «τριζάτα»! Μια δεκάρα το ποτήρι! Δροσερό, από την πηγή του βουνού! Χωρίς χλώρια και τοξικά απόβλητα!
Ο παπουτσής, που σου άλλαζε σόλες, «ψίδια» ή τακούνια, και σου έκανε τα τότε της μόδας «λουστρίνια» παπούτσια σου, από ταλαιπωρημένα να ξαναγίνουν «του κουτιού»!
Για να πάρουν μετά σειρά στην αναδρομή μας κι άλλοι, όπως:
Ο γανωτής (ή γανωματής ή και καλαϊτζής) που επικάλυπτε με καλάϊ (κασσίτερο) τις χάλκινες (μπακιρένιες) κατσαρόλες, γιατί με τον καιρό και με την μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γίνονταν επικίνδυνες για δηλητηριάσεις (βλ. ΦΩΤΟ)…
Ο παγοπώλης, που έκοβε με το ειδικό πριόνι του για τα ψυγεία μας ένα μεγάλο κομμάτι πάγου από την παγοκολώνα του, την οποία είχε μόνιμα τυλιγμένη σε μια χοντρή λινάτσα για να μην λιώνει γρήγορα στον ήλιο και γίνει το πολύτιμο εμπόρευμά του νερό, πριν προλάβει να το μοιράσει πόρτα-πόρτα…! Το ψυγείο βλέπετε που παράγει ψύξη, δεν είχε ακόμη εφευρεθεί τότε. Ο μόνος τρόπος να συντηρείς τα τρόφιμά σου δροσερά άρα και αναλλοίωτα, ήταν να τα έχεις μέσα σε ένα «κουτί», μέσα στο οποίο αργά-αργά έλιωνε και ο πάγος! Αυτόν τον πάγο προμήθευε καθημερινά στα νοικοκυριά ο παγοπώλης και αυτά τα κουτιά ήταν τα «ψυγεία» εκείνης της εποχής…!
Ο παγωτατζής, ο καλύτερος πλανόδιος φίλος των παιδιών, που διαλαλούσε στις πλατείες και τις γειτονιές τα «φρεσκαμέντα» του!
Πιο κάτω στη λίστα που ανοίξαμε βρίσκουμε τα λαντό, τα «ΤΑΞΙ» της εποχής εκείνης, να διασχίζουν τους ήσυχους δρόμους, τους χωρίς «μποτιλιαρίσματα».
Άμαξες, που τις τράβαγε ο Ντορής, το αγαπημένο άλογο του καροτσιέρη (ή αμαξά), με τις πολύχρωμες χάντρες στο λαιμό και το απαραίτητο για τον ήλιο ψαθάκι στο κεφάλι…!
Κι όσο για τους ράφτες, που σού ’φτιαχναν κοστούμι στην τρίχα «επί μέτρω», τους βούλιαξαν κι αυτούς τα ετοιματζίδικα! Στη χάση και στη φέξη να περάσει πελάτης την πόρτα τους πλέον, κι αυτός για κανένα κόντεμα ή στένεμα, λόγω περικοπών και στη μάσα…
Μόνο τα κουρεία και τα κομμωτήρια άντεξαν στο χρόνο και στην εξέλιξη. Δεν εφευρέθηκε βλέπετε ακόμη μηχάνημα που να βάζουμε το κεφάλι μας μέσα, να πατάμε έναν κωδικό για το «στυλ» που θέλουμε, και να μας βγάζει κουρεμένους.
Αυτόν το ρόλο άλλωστε τον έχει αναλάβει η …εφορία.
Χαμένα επαγγέλματα. Χαμένες εποχές. Χαμένα όνειρα!…
Όμως, η ζωή συνεχίζεται! Κι όπως λέει το παλιό τραγούδι: «πίσω ποτέ δεν γυρνά». Όνειρα και συναισθηματισμοί τέλος λοιπόν, πριν μπει φόρος και σ’ αυτά.
Ποτέ μη λέτε αποκλείεται…!
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!