Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΕΡΕΚΟΣ
Οι παππούδες και οι πατεράδες μας χρησιμοποιούσαν μια λέξη, αρβανίτικης μάλλον προέλευσης, με πολύ μεγάλη σημασία και αξία. Τη λέξη ‘‘μπέσα’’, από την οποία προέρχεται και το επίθετο ‘‘μπεσαλής’’. Ήταν έπαινος και τίτλος τιμής για έναν άνθρωπο της εποχής εκείνης να τον αποκαλούν μπεσαλή. Άνθρωπο δηλαδή συνεπή στο λόγο του, άξιο εμπιστοσύνης, καθαρό και έντιμο στις συναλλαγές του.
Στα χρόνια εκείνα, γύρω στο ’40 δηλαδή, οι περισσότεροι στη χώρα μας και κυρίως στα χωριά ήταν αναλφάβητοι. Αρκετοί νέοι αναγκάζονταν να μπουν από πολύ νωρίς στη βιοπάλη, και παρατούσαν μισό το σχολείο, για να δώσουν χέρι βοήθειας στα χωράφια ή στα ζωντανά της οικογένειας! Αντίθετα… Όποιος είχε βγάλει το δημοτικό ή το σχολαρχείο (που αντιστοιχούσε σε ημιγυμνάσιο) ήταν ο ‘‘γραμματιζούμενος’’ του χωριού! Όταν έλειπε ο δάσκαλος και ο παπάς, σ’ αυτόν κατέφευγαν οι συγχωριανοί για να τους διαβάσει το γράμμα του ξενιτεμένου τους. Εκείνος ήταν που έγραφε και τα δικά τους «σε υπαγόρευση» γράμματα, για να μεταφέρει την αγάπη και την ευχή της μάνας καθώς και τον πόνο του γονιού στο παλικάρι τους, που είχε μπαρκάρει στα βαπόρια ή ήταν στρατευμένο στην Αλβανία.
Στα γράμματα αυτά υπήρχαν και κάποιες πάγιες φράσεις «κλισέ», όπως το: «πρώτον έρχομαι να ερωτήσω για την καλή σου υγείαν» με το οποίο ξεκινούσε κάθε γράμμα, καθώς και το κλασικό πια κλείσιμο, με το: «ταύτα και μένω και περιμένω».
Υπήρχαν βέβαια και ορθογραφικά λάθη που έβγαζαν μάτι, καθώς και διασκεδαστικά μαργαριτάρια αλλά, έστω και με αυτά, γινόταν η στοιχειώδης «δι’ αλληλογραφίας» επικοινωνία. Ό,τι ήξερε και μπορούσε έκανε ο καθένας με τον γραπτό λόγο. Γνωστή στα Ελληνικά Ταχυδρομεία η ιστορία ενός πατέρα, που ο γιός του πήγε να σπουδάσει κάποια τέχνη σε σχολή της Αθήνας! Τηλέφωνα δεν υπήρχαν, έπιασε μετά από μήνες με τη βοήθεια του γραμματιζούμενου του χωριού να του γράψει τού γιού ένα «καθωσπρέπει» γράμμα, να του πει τα νέα της οικογένειας. Το έγραψε λοιπόν το γράμμα, το έδωσε και το φίλησαν όλη η οικογένεια ένας-ένας, το έβαλε σ’ έναν φάκελο, κόλλησε και γραμματόσημο! Παραλήπτης: «ο γιός μου ο Κώστας στην ΑΘΗΝΑ»(!!) Αποστολεύς: «ο πατέρας του»(!!!) Και το έριξε μέσα στο κουτί του Ταχυδρομείου του χωριού. Ο γιός εν τω μεταξύ στην Αθήνα αγωνιούσε! Όταν έφευγε, «θα σου γράφουμε» του είχαν υποσχεθεί… Λίγο μετά το Πάσχα κατέβηκε Αθήνα, Χριστούγεννα πλησίαζαν, αλλά γράμμα από τους δικούς του ΔΕΝ είχε πάρει ποτέ! Πήγε λοιπόν κάποια μέρα στα Κεντρικά Ταχυδρομεία Αθηνών και ρώτησε αν «ήρθε ποτέ κανένα γράμμα από τον πατέρα μου για μένα;»…! Οι υπάλληλοι στα «αζήτητα» αλληλοκοιτάχτηκαν με νόημα, ψιλοχαμογέλασαν, και τον ρώτησαν: «και ποιός είσαι εσύ που μας ρωτάς;» Κι όταν τον άκουσαν με καμάρι να λέει: «ο γιός του ο Κωστής!» του απάντησαν: «ναι… κάαατι πρέπει να έχει έρθει για σένα Κωστή…» Και πράγματι, αφού το «σύνθημα» και το «παρασύνθημα» ήταν σωστά, του παρέδωσαν το γράμμα του, που ήταν όντως μια από τις πιο απίστευτες και ευτράπελες παραδόσεις γράμματος στα χρονικά των ΕΛ.ΤΑ.
Τονίσαμε παραπάνω την τότε αγραμματοσύνη του λαού μας, για να γίνει αντιληπτό πόσο η κατάσταση αυτή επηρέαζε τις σχέσεις και κυρίως τις δοσοληψίες ανάμεσα στους συναλλασσόμενους στα χωριά, όπου η σύνταξη ενός επίσημου ή έστω πρόχειρου συμφωνητικού ήταν από προβληματική μέχρι αδύνατη!
Έτσι, αναγκαστικά, οι συμφωνίες και οι αγοραπωλησίες γίνονταν τις περισσότερες φορές προφορικά. Στο μιλητό!… Και, όταν οι συμβαλλόμενοι «τα εύρισκαν», σηκώνονταν όρθιοι και η συμφωνία έκλεινε με ένα σφίξιμο των χεριών. «Μπέσα ωρέ;» ρωτούσε ο ένας. «Μπέσα!» απαντούσε ο άλλος. Τρεις μόνον λέξεις, που υποκαθιστούσαν τα συμβόλαια με τις υπογραφές και τις σφραγίδες τους. Σήμερα κάνεις συμφωνίες γραπτές, με όρους και ποινικές ρήτρες, με δικηγόρους και συμβολαιογράφους, και πάλι κάποιες φορές αποδεικνύεται ότι είσαι ‘‘στον αέρα’’, ειδικά όταν η άλλη πλευρά θελήσει να κάνει υπαναχωρήσεις ή …μετατοπίσεις!
Γι’ αυτό χάθηκαν από το λεξιλόγιό μας και οι λέξεις ‘‘μπέσα’’ και ‘‘μπεσαλής’’, και στη θέση τους μπήκαν κάποιες άλλες, που επιβραβεύουν τους καταφερτζήδες και τους απατεώνες. Υπάρχουν αετονύχηδες που τρώνε ολόκληρες περιουσίες ‘‘νόμιμα’’! Αυτοί θεωρούνται την σήμερον ημέρα σαν… οι ξύπνιοι και οι ατσίδες της εποχής!
Ακόμη και αρχηγοί κρατών δηλώνουν θρασύτατα ότι δεν αναγνωρίζουν Διεθνείς Συμφωνίες ούτε το Διεθνές Δίκαιο, διότι απλά αυτό βολεύει τα αρπαχτικά τους σχέδια σε βάρος άλλων χωρών.
Η όλη αυτή αμφισβήτηση και η άρνηση τήρησης των αμοιβαία συμφωνηθέντων, προφορικών ή γραπτών, είναι σαν την ευτράπελη ιστοριούλα της χήρας και του διαρρήκτη, που κάποτε λέγαμε σαν ανέκδοτο:
Ήταν λοιπόν μια μεσόκοπη χήρα που, ενώ βρισκόταν μόνη στο σπίτι, είδε ξαφνικά να μπαίνει από την μπαλκονόπορτα ένας διαρρήκτης! Με διαθέσεις άγριες και ένα μαχαίρι στο χέρι! Τρομαγμένη, έβαλε τις φωνές η γυναίκα οπότε, αρχίζει να αγριεύει ο «κύριος διαρρήκτης»! Πλησιάζει το μαχαίρι του στο λαιμό της και της λέει όλο αγριάδα: «πάψε γιατί, αν συνεχίσεις να φωνάζεις, θα σε σπάω στο ξύλο και θα σε βιάσω κι από πάνω…!»
Τρομοκρατήθηκε ακόμα περισσότερο η χήρα, και συνέχισε να φωνάζει όλο και πιο δυνατά. Ακούει πάνω στην ώρα κάποιον θόρυβο στο δρόμο ο κακοποιός, «τα χρειάστηκε» και -φανερά εκνευρισμένος- βάζει στα γρήγορα στη σακούλα ό,τι βρήκε μπροστά του, της ρίχνει ένα τελευταίο άγριο βλέμμα, και τραβάει για την έξοδο.
Έξαλλη από οργή η χήρα, του πετάει μια παντόφλα στο κεφάλι και ξεσπάει: «Παλιάνθρωπε! Δεν είσαι μόνο κλέφτης, είσαι και… ψεύτης!»
Όχι πείτε μου… Άδικο είχε η γυναίκα; Θα μπορούσες ποτέ να πεις αυτόν τον άνθρωπο… μπεσαλή;
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!