Ο Εθνικός Σύνδεσμος Αναπήρων Θυμάτων Πολέμου Ν. Τρικάλων προκειμένου να τιμήσει την πρόεδρο του Σύνδεσμο κυρία Ζορμπά Ανθή επιθυμεί να δημοσιεύσει την παρακάτω διήγηση της για την παιδική της ηλικία καθώς και για τον αγώνα της στην εποχή πολέμου όπως το έζησε η ίδια με τον τραυματισμό της για τον γάμο της με ανάπηρο πολέμου και για τον σημερινό αγώνα της μέσα στο Σύνδεσμο Αναπήρων Θυμάτων Πολέμου και την συμμετοχή της στο λαϊκό Μουσείο της Πιαλείας.
Η Ζορμπά Ανθή – Στεφίκου γεννήθηκε στην Πιαλεία εδώ και 85 χρόνια, εκεί μεγάλωσε από γονείς αγροκτηνοτρόφους η οικογένεια της αποτελούνταν από 9 άτομα, η Ανθή ήταν το πέμπτο κατά σειρά παιδί.
Και η πρόεδρος αφηγείται:
Ο Αγώνας της ζωής μου
Από την παιδική μου ηλικία χωρίς ακόμη να μάθω να παίζω άρχισαν οι υποχρεώσεις μου βοηθούσα πηγαίνοντας κοντά στους γονείς μου στα χωράφια με τον ντρουβά στους ώμους τους πήγαινα φαγητό νερό φρόντιζα τα ζώα κοντά στον πατέρα μου και με και μ’ ένα ξύλο στα χέρια φρόντιζαν να μην απομακρυνθούν μακριά, τα τάιζα κτλ, μέσα στο σπίτι του βοηθούσα στο μεγάλωμα των μικρότερων αδελφών μου
στην εποχή που θα έπρεπε να παίζω να χαρώ την ξενοιασιά της ηλικίας μου ήμουνα βοηθός στις ανάγκες της οικογένειάς μου, παρ όλα ταύτα επειδή η οικογένειά μου ήταν μεγάλη μεροδούλι μεροφάι όπως λέγεται στην γλώσσα των βιοπαλαιστών και δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα αποφάσισε τα δύο παιδιά της να τα στείλει παραδουλεύτρες σε Τρικαλινές οικογένειες στην οικογένεια που πήγα εγώ σαν δουλειά στην ηλικία των 5 χρονών αυτά που μου ζητούσαν να κάνω ήταν βαριές δουλειές,
Έπρεπε να φέρνω τα ψώνια από την αγορά να κουβαλάω τα ξύλα τον χειμώνα στο γραφείου του κυρίου μ’ ένα κοφίνι, να ανάβω τις σόμπες, να πηγαίνω πολλές φορές μέχρι στην εταιρεία Μπούτι που εκεί υπήρχε μια βρύση με κρύο νερό για να φέρνω δροσερό νερό μέσα σ’ ένα λαϊνι τον κύριο που περπατούσα αρκετή ώρα, όλη μέρα έτρεχα για τα θελήματα του κύριου και της κυρίας.
Ένα ατύχημα με το λαϊνι που μου έπεσε από τα χέρια και το έσπασα μ’ έκανε να νοιώσω τον τρόμο και την αγριότητα του αφεντικού, μ’ έστειλε να ξαναφέρω γρήγορα κρύο νερό ξυπόλητη μέσα στον κουρνιακτό του δρόμου, που όμως τα’ αδύναμα χέρια μου τα’ αδύναμα πόδια μου από τις πολλές δουλειές άρχισαν να λυγίζουν.
Όταν ήρθε η μητέρα μου να με δει άρχισε να μ’ αγκαλιάζει να κλαίει γιατί παιδί μου είσαι έτσι γρήγορα να φύγουμε. Επιστρέψαμε σπίτι μας, έτσι η φροντίδα της μητέρας μου της οικογένειάς μου με έκανε να σταθώ ξανά στα πόδια μου, η αγάπη η φροντίδα της οικογένειας είναι η ζωή η ανάσα των παιδιών σιγά σιγά συνήλθα και έτσι άρχισα πάλι να ασχολούμαι με τις ανάγκες της οικογένειας μου.
Πρωί πρωί μαζί με τον πατέρα μου βγάζαμε τα ζώα στο δάσος για να βοσκήσουν, εκεί έπρεπε να τα φυλάω να τα πηγαίνω για νερό και η προσοχή μου στα ζώα ήταν να αδιάκοπη.
Όταν γυρίζαμε από το δάσος με τα ζώα όλη η οικογένεια φρόντιζε το άρμεγμα την τακτοποίηση των ζώων στο σταύλο κι άλλες δουλειές.
Όταν συγκεντρωνόμασταν μέσα στο σπίτι τραγουδώντας αρχίζαμε τις δουλειές του σπιτιού, η γλυκιά μας η μητέρα μας μάθαινε να ζυμώνουμε, βοηθούσαμε στο μαγείρεμα γιατί η ερχόμενη μέρα θα ‘βρίσκε γύρω – γύρω από το τραπέζι 9 άτομα.
Οι μέρες περνούσαν τα παιδικά χρόνια περνούσαν μέσα στην οικογένεια ζούσαμε με πολλή κόπο με μεγάλο αγώνα με φτώχεια, αλλά με μεγάλη αγάπη με σεβασμό ο ένας στον άλλο.
Η μητέρα μου άρχισε εμάς τα κορίτσια να μας μαθαίνει να πλέκουμε να κεντάμε να υφαίνουμε ότι έπρεπε να μάθει μια κοπέλα για να ετοιμάζεται για το γάμο της, θυμάμαι αυτά τα νυκτέρια που γινόταν όταν μαζευόμασταν όλα τα κορίτσια και του χωριού που άλλες έπλεναν άλλες κεντούσαν άλλες ύφαιναν τραγουδώντας όλες μαζί και μετά ξεσπαθώναμε σε χορό τα όνειρά της καθεμιάς μας ήταν αφάνταστα για τον καλύτερο γαμπρό αυτή ομορφιά η γαλήνη της ψυχής δεν θα σβήσουν ποτέ από μέσα μου.
Σε ηλικία 16 χρονών επιστρατεύτηκα από τους αντάρτες ένα πρωινό στις 16 Αυγούστου 1948 είχα βγάλει τα γίδια για βοσκή καθόμουνα επάνω σε μια ραχούλα όπου τα παρακολουθούσα μ’ ένα πλεκτό στο χέρι, αμέριμνη καθώς ήμουνα είδα να έρχεται προς το μέρος μου μια παρέα από ανθρώπους προχώρησα να πάω κοντά τους να πω μια καλημέρα.
Ξαφνικά μόλις έφτασα κοντά πετάγονται δύο αντάρτες με τράβηξαν από το χέρι και σπρώχνοντάς με οδήγησαν εκεί που είχαν συγκεντρώσει και άλλους, δεν μπορούσα να φύγω παρόλες τις εκκλήσεις που έκανα, έρχεται και μια άλλη ομάδα ανταρτών που αυτοί είχαν συγκεντρωθεί μέσα στο χωριό γιατί έπαιρναν κόσμο που κάθε χωριό που πήγαιναν.
Έτσι γίναμε μια ομάδα μας πήραν και σπρώχνοντάς με το ζόρι με επέβαλαν να τους ακολουθήσω, αφού έγινα πλέον αιχμάλωτη άρχισα να κλαίω να φωνάζω την μητέρα μου η οποία έτρεξε κοντά μου μόλις έμαθε τι συνέβη με τράβηξε από το ένα χέρι και από το άλλο ο αντάρτης και έτσι αναγκαστικά ακλούθησα και εγώ την ομάδα.
Φύγαμε περπατήσαμε τρείς τέσσερις ώρες περίπου.
Ο πρώτος μας σταθμός ήταν απ τα λιβάδια του Περτουλίου όπου εκεί μείναμε 40 μέρες καταρχήν μας εξήγησαν ότι είμαστε εν καιρώ πολέμου και γι αυτό μας στρατολόγησαν βίαια αγωνιζόμαστε δε για τη σωτηρία της Πατρίδος μας πρέπει όλοι οι Έλληνες να δώσουμε τον αγώνα μας για να βγούμε κάποτε νικητές
Όμως εδώ δεν υπάρχει σκλαβιά είμαστε όλοι μας φαντάροι με ίσια δικαιώματα θα χωριστούμε σε ομάδες η κάθε ομάδα από τις γυναίκες θα έχει υπεύθυνη μια κοπέλα θα υπάρχει από όλους σεβασμός υπακοή νόμος απαράβατος αφού πλέον γίναμε οι φαντάροι του βουνού και ότι ο σκοπός μας ήταν για το καλό της Πατρίδας μας αρχίσαμε να υπακούμε και να εκπαιδευόμαστε με πολλή προσοχή.
Με τον λοχαγό Ανδρεαδάκη ξεκίνησε η εκπαίδευσή μας.
Μας εξήγησε ξεκινάμε με το σύνθημα όπλα – δίκοχα – χιτώνια – αποθέσατε, μας εξήγησε την ερμηνεία του συνθήματος που είχε το καθένα χωριστά και το σκοπό του συνθήματος.
Μετά πήγαμε στα όπλα έπρεπε να εξοικειωθούμε με αυτά γιατί χωρίς όπλο δεν μπορείς να είσαι φαντάρος να προστατεύεις την Πατρίδα σου τον εαυτό σου.
Αφού είδαμε τα όπλα αφού μας έδειξαν πως να το κρατάμε πως να το χρησιμοποιούμε ο λοχαγός είχε μεγάλη υπομονή στον καθένα μας για όλ’ αυτά που μας μάθαινε.
Έτσι σαν φαντάροι που γίναμε μας έδωσαν από ένα όπλο το δικό μου ήταν ΣΤΕΝ αυτόματο ατομικό.
Μας εξηγούσε δε ότι αυτά τα μικρά όπλα που μας έδωσαν τα χρησιμοποιούμε μόνο όταν είμαστε σε άμυνα και δεν θα τα χρησιμοποιήσετε σε κανέναν γιατί ο σκοπός μας δεν είναι να σκοτώνουμε ανθρώπους.
Μετά από την εξάσκηση που έγινε σε όλους μας χωριστήκαμε σε ομάδες.
Εμένα με βάλανε στο λόχο Διοικήσεως της 1ης Μεραρχίας με διημερίτη τον επ’ ονόματι Σπύρο Σκαρλά και λοχαγό τον επ’ ονόματι Βόλγα που έγινε ο εκπαιδευτής.
Μετά από εξάσκηση με τα όπλα μετά από θεωρία ξεκινούσαμε γυμναστική που την ονόμαζαν
“σουηδική γυμναστική” μαθαίναμε να κλείνουμε δεξιά – αριστερά να κάνουμε βήματα γυμναστική τρέξιμο γύρω γύρω από το οχυρό όλα γινόταν από όλους μας και επί καθημερινής βάσεως.
Μετά εξαντλημένοι πηγαίναμε για φαγητό λίγη ξεκούραση και ασχολία με την προσωπική καθαριότητα.
Αφού όλοι μας και εκπαιδευόμασταν αφού όλοι πιστεύαμε ότι όλα γινόταν για το καλό της Πατρίδος μας αναχωρήσαμε για το Τευφροσένη εγκάρδια δεν είχε φέρει κανείς μας αντίρρηση.
Εκεί μας χωρίσανε σε μονάδες ανάλογα με τα προσόντα που γνώριζαν από εμάς ο αξιωματικός επ’ ονόματι Ανδρεαδάκης που μας χώρισε ρωτήθηκε ” Πως χωρίσατε αυτούς τους ανθρώπους εκείνος απάντησε εμείς βοσκάμε ανθρώπους όχι πρόβατα”.
Εγώ παρέμεινα στον λόχο διοικήσεως της 1ης Μεραρχίας εκπαιδευόμουνα σαν κανονικός φαντάρος ανέλαβα καθήκοντα σκοπού καθήκοντα ανιχνευτού καθήκοντα περιπολίας λύση αρμολόγηση – όπλο πολυβόλο
Εκεί στο λόχο ήρθε και άλλος εκπαιδευτής ο συνταγματάρχης Στρατού από τον Βόλο επ’ ονόματι Θωμάς Στυλόγιαννης κι αυτός ήταν άνθρωπος με αρκετή ευγένεια, με σεβασμό στην ηλικία μας, προστάτης στις ανησυχίες μας στους φόβους μας μαζί με την εκπαίδευση αφιερώνει και αρκετό χρόνο για να μας πείσει ότι αυτό που κάνουμε είναι ηρωικό πρέπει να έχουμε αρκετό κόσμο στη δύναμή μάς να εκπαιδευόμαστε για να προσφέρουμε βοήθεια στις ανάγκες τις Πατρίδος μας στους συνανθρώπους μας και όλοι να σκεφτόμαστε ότι θα ζήσουμε εμείς και τα παιδικά μας χρόνια σε μια δίκαια Πατρίδα κι έτσι όλοι μας ήμασταν ενθουσιασμένοι και προσπαθούσαμε να εκπαιδευτούμε και να εκτελούμε σωστά τις διαταγές που παίρναμε θυμάμαι όλοι μας κάναμε τα καθήκοντά μας όσο μπορούσαμε καλύτερα κάθε μέρα άλλοι φύλαγαν σκοπιά, άλλοι ελέγχανε τυχόν εισβολή εχθρών, άλλοι φυλάγανε τα πολεμοφόδια, άλλοι μαγειρεύανε, άλλοι πλένανε πάντα βέβαια όλοι μας με στρατιωτική συμπεριφορά.
Δεν μέναμε στάσιμοι σ’ ένα μέρος ή σ’ ένα χωριό, παίρναμε διαταγές και μετακινούμασταν σε όποια ομάδα σε όποια περιοχή χρειαζόταν ενίσχυση.
Όπου πηγαίναμε δεν είχαμε ορισμένο χρόνο, σε άλλες ομάδες μέναμε μέρες σε άλλες ομάδες μέναμε ώρες υπήρχαν ομάδες σε όλη την οροσειρά της Πίνδου από τη Σαμαρίνα μέχρι το Τετράκομο εγώ περπάτησα 224 χωριά.
Πάντα ο αρχηγός ήταν ο Σπύρος Σκάρλας
όπου βρισκόμασταν η ημέρα μας ξεκινούσε με στρατιωτική αρμοδιότητα έπρεπε πρώτα να γνωρίζουμε που ήμασταν να ερευνούμε την περιοχή να προσέχουμε αυτό που μπορούν να ‘θρουν οι εχθροί μας προστατεύαμε την περιοχή μπαίνοντας σκοποί.
Όταν σταματούσε η στρατιωτική εκπαίδευση ξεκουραζόμασταν μετά ερχόταν ο διαφωτιστής, μας συγκέντρωνε μας μιλούσε σαν αληθινός δάσκαλος μας μάθαινε πρώτα πρώτα τα γράμματα της αλφαβήτας γιατί οι περισσότεροι ήμασταν αναλφάβητοι τους αριθμούς η ανάγνωση μας έλεγε είναι η τροφή του μυαλού μας η επικοινωνία σε όλη μας την ζωή είναι το διάβασμα εγώ το εφαρμόζω μέχρι σήμερα πάντα κάτι θα βρω για να διαβάσω.
Μας έλεγε να προσέχουμε τη συμπεριφορά μας στους συνανθρώπους μας, την χάρη που έχει η τιμιότητα στους συνανθρώπους μας και πόσες άλλες αξίες που πρέπει να έχει ένας αληθινός άνθρωπος.
Όλα αυτά για όλους μας ήταν ένα σχολείο όσες γνώσεις πήρα τις κουβαλάω μέχρι σήμερα, έτσι ζω και έτσι έμαθα και στα παιδιά μου πάνω από όλοι οι άνθρωποι.
Όλοι τ’ ακούγαμε όλα αυτά με μεγάλη προσοχή ήταν σαν τη βροχή στην διψασμένη γη γιατί τέτοια λόγια δεν είχαμε ξανακούσει ποτέ μας.
Μετακινήθηκε σε μια άλλη περιοχή και κατασκηνώσαμε στην περιοχή Βλάσση εκεί μείναμε 2 μέρες περίπου βρήκαμε και μια άλλη ομάδα νεοσυλλέκτων και κατά σύμπτωση βρήκα και χωριανούς μου ήταν όλοι τους εξαντλημένοι μας ζήτησαν ψωμί νερό τους απαντήσαμε ότι το απόγευμα θα κατέβει στο χωριό μια ομάδα από εμάς που μέσα σε αυτούς ήμουνα κι εγώ, το απόγευμα κατεβήκαμε στο χωριό πήγαμε στον πρόεδρο και τους ζητήσαμε να μας μαζέψει ψωμί και τρόφιμα κι ότι άλλο μπορούσαν να μας προσφέρουν.
Ο πρόεδρος χτύπησε την καμπάνα συνθηματικά και οι χωριανοί έτρεξαν να μας προσφέρουν ότι είχανε αφού τα συγκεντρώσαμε τα πήγαμε στο ομαδάρχη κι έτσι έγινε η διανομή φαγητού δίκαια σε όλους μας.
Αυτό δε γινόταν πάντοτε υπήρχε και μάγειρας σε ορισμένες περιοχές.
Σε αυτήν την περιοχή του Βλάσση οι συγχωριανοί μου μου είπαν ότι ήθελαν να φύγουν επειδή είχαν υποχρεώσεις και όχι γιατί δεν ήθελα να βοηθήσουν στην ελευθερία της Πατρίδας μας αφού μ’ έπεισαν τους έδειξα το δρόμο φυγής για να μην πέσουν σε ενέδρες και έτσι γλίτωσαν και πήγαν στις οικογένειές τους ακόμη και σήμερα κάθε φορά που με βλέπουν φωνάζουν αυτή η γυναίκα μας έσωσε τη ζωή μας.
Είχαμε γίνει ένας κανονικός στρατός πάντα η τόνωση η εμψύχωση ότι αυτό που κάναμε το κάνουν οι ήρωες για την ελευθερία της Πατρίδας μας και έτσι ο καθένας μας εκτελούσε τα καθήκοντά του όσο μπορούσε καλύτερα.
Έτσι κάθε μέρα άλλοι φυλάγαμε σκοπιά, άλλοι ελέγχαμε τυχόν εισβολή εχθρών άλλοι φυλάγαμε τα όπλα, όλοι μας είχαμε στρατιωτική συμπεριφορά.
Μετά μετακινηθήκαμε στα Πετρίλια εκεί μείναμε περίπου δέκα 10 μέρες και από εκεί ξεκίνησε η προετοιμασία για την εισβολή στην Καρδίτσα η εξάσκηση μας εκεί ήταν περισσότερο στην σκοποβολή σε γρήγορη θέση μάχης “Αλλά” όπως το αποκαλούσαμε δηλαδή πως να κινούμαστε γρήγορα να καταλαβαίνουμε τι θα βρίσκαμε μπροστά μας αντικείμενο η κατακείμενο για να μπορούμε να κρυφτούμε σε τυχόν επίθεση.
Όλο το τάγμα μετά μετακινηθήκαμε για το Νιχώρι εκεί μείναμε περίπου 1 μήνα.
Έγινε ανασυγκρότηση σε όλο το τάγμα με αρχηγό τον Ταγματάρχη Ζαχαριάς διάλεξαν από κάθε ομάδα άνδρες ικανοί που θα ήταν στην πρώτη γραμμή, άλλοι θα ήταν στα μετόπισθεν όλοι πήγαμε σε κάποια θέση άλλοι τραυματιοφορείς που είχαν ήδη εξασκηθεί στις πρώτες βοήθειες και ένας γιατρός σε κάθε ομάδα άλλοι τηλεφωνητές και άλλοι σε άλλες κατηγορίες.
Εμένα μ’ έριξαν να είμαι μάχιμη γιατί ήμουν δυνατή και έξυπνη έτσι με απεκάλεσαν.
Μετά από αυτή την ανασυγκρότηση η κάθε ομάδα εκπαιδευόταν στα καθήκοντά της είχαμε 1 μήνα δυνατή εκπαίδευση η δική μου ομάδα είχε πάντα αρχηγό τον Βολγά.
Μετά ξεκινήσαμε για την Νευρόπολη, εγκατασταθήκαμε στο χωριό Νεχόρι εκεί μείναμε 6 μέρες ο σκοπός μας ήταν η Καρδίτσα.
Πρώτα πρώτα κατασκοπεύαμε την περιοχή εξερευνήσαμε που υπήρχαν τα φυλάκια του στρατού γνωρίσαμε τους δρόμους τα σοκάκια τα κτίρια της Καρδίτσας αφού μάζεψαν ότι στοιχεία ήθελαν και αφού κάθε μέρα εκπαιδευόμασταν και έτσι όλοι μας ήμασταν έτοιμοι μαχητές για τη νίκη η τελευταία μέρα που ήμασταν στο Νεχόρι ήταν μέρα γιορτής από το πρώην στις 10 μέχρι τις 4 το απόγευμα στήσαμε χορό κανένας μας δεν ήξερε γιατί γιορτάζουμε.
Εγώ κάποια στιγμή ήθελα να πιω νερό και πήγα σε μια βρύση που ήταν εκεί κοντά που χορεύαμε άκουσα δύο άντρες που μιλούσαν κι έλεγαν αχ ποιος ξέρει ποιος θα γυρίσει πίσω από εμάς τρέχω αμέσως στον ομαδάρχη και τον ρωτάω άκουσα αυτό κι αυτό και μου είπε έτσι θα χτυπήσουμε την Καρδίτσα εγώ φοβισμένη πήρα το όπλο μου και το είχα συνέχεια κοντά μου.
Στις 6 η ώρα το απόγευμα πήραμε συσσίτιο το βράδυ στις 9 η ώρα ξεκινήσαμε για το Βενέση.
Εκεί δυνάμωσε το ΕΑΜ έτσι ενωμένοι και με δύο καινούργιες μεραρχίες που ο Φλωράκης ήρθε από τον Όλυμπο με το ψευδώνυμο “Γιώτη” και ο Καραγιώργης ήρθε από την Ήπειρο γίναμε πολλοί και νιώθαμε όλοι δυνατοί.
Στο Βενέση μας μίλησε ο Βόλγας μας ενημέρωσε ότι θα μπούμε στην Καρδίτσα ο σκοπός μας είναι από την Καρδίτσα να επιστρατέψουμε
κόσμο να πάρουμε εφόδια, τρόφιμα ενδύματα χρήματα για να μπορέσουμε να κρατήσουμε την παράταξή μας και μας επισήμαναν ότι μόνο αν μας επιτεθεί ο στρατός τότε μόνο θα δώσουμε μάχη γιατί έχουμε εμφύλιο πόλεμο δεν πάμε να σκοτώσουμε ανθρώπους.
Οι μεραρχίες σκορπίστηκαν και έστελναν κόσμο σε κάθε ομάδα και έτσι ενισχύθηκε κάθε ομάδα ξεχωριστά και ο λόχος μας ενισχυμένος από πολλή έμπειρους τους ανθρώπους και με πολλή αφοσίωση για το καλό τις Πατρίδας τραβήξαμε για την Καρδίτσα.
Ο στρατός στην Καρδίτσα είχε μόνο σκοπούς στα φυλάκια έτσι εμείς εκμεταλλευόμενοι αυτήν την κατάσταση μπήκαμε στην Καρδίτσα από τα διάφορα σοκάκια.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1948 ώρα 12 το βράδυ ημέρα Σάββατο γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνος έγινε η εισβολή η κάθε ομάδα χωριστά βάσει εντολών του λοχαγού τους μπήκαμε την ίδια ώρα όλοι μας από διαφορετικά σημεία όμως η κάθε ομάδα εκτελούσε ξεχωριστά τις διαταγές του είχε άλλη ομάδα επιστράτευσε κόσμο άλλοι πήρανε τρόφιμα φάρμακα άλλοι ληστεύανε Τράπεζα
Εγώ στην εισβολή της Καρδίτσας στην ομάδα μου ήμουνα σκοπός φύλαγα με το όπλο στο χέρι έναν δρόμο μην έρθει ο στρατός.
Την Δευτέρα ενώ ήμασταν αρκετά ευχαριστημένοι γιατί είχαμε συγκεντρώσει οι ομάδες που είχαν συγκεντρώσει ότι πήραν, έφυγαν από την Καρδίτσα με φρουρούς για την προστασία τους για τα Άγραφα εμείς μείναμε πίσω σκοποί.
Το μεσημέρι της Δευτέρας ήρθαν οι δυνάμεις του στρατού με τανκς και με αεροπλάνα και τότε αρχίσαμε να οπισθοχωρούμε.
Ο στρατός δεν είχε διαταγή να μας σκοτώσει θυμάμαι τα τανκς περνούσαν δίπλα μας και δεν μας σκότωναν εμείς αναμερούσαμε να περάσουν και με τα όπλα μας ρίχναμε στον αέρα.
Με την οπισθοχώρηση βγήκαμε σε ένα χωριό επ’ ονόματι Λερβεϊκα κατά την οπισθοχώρηση εγώ τραυματίστηκα στο χέρι από τους πολιτοφύλακες, ήμασταν πολλοί τραυματισμένοι από τον λόχο μας ένας είχε σκοτωθεί ο επιλοχίας επ’ ονόματι Τζιμέρκας.
Εκεί στα χωριά αλλά Λερβεϊκα ήταν εγκατεστημένο το Νοσοκομείο και οι τραυματιοφορείς μετέφεραν όλους μας στο Νοσοκομείο μας πρόσφεραν τις πρώτες βοήθειες οι βαριά τραυματισμένοι έμειναν μέσα στο Νοσοκομείο.
Εμένα με πρόσφεραν τις πρώτες βοήθειες και με στείλανε πίσω στην ομάδα μου
ξεκινήσαμε και μαζευτήκαμε όλοι μαζί πάλι στο χωριό Στιαρδάκη στην Νευρόπολη
εκεί ξανά οργανωθήκαμε χωρίς να ξέρουμε ότι θα είχαμε καινούργια εισβολή στις Σοφάδες ξεκίνησε όλος ο λόχος αυτό έγινε στις 17 Δεκεμβρίου το 1948 για να μπούμε μέσα στις Σοφάδες όλη η φάλαγγα περπατούσε μέσα στο χιόνι δύο ώρες περίπου με αρχηγό τον Φλωράκη “Γιώτης” για να φτάσουμε στις Σοφάδες.
Καθώς πλησιάζαμε για τις Σοφάδες δόθηκε σήμα να οπισθοχωρήσουμε γιατί ο στρατός είχε πολύ καλά περικυκλωμένη την πόλη όλους δρόμους και όλα τα σοκάκια.
Εγώ καθώς ήμουνα τραυματισμένη και κουρασμένη γλίστρησα και έκοψα τη φάλαγγα στα δύο τότε φώναξε ο αρχηγός της συμβαίνει ο λοχαγός μου Βόλγας είπε ένα μικρό κοριτσάκι είναι τραυματισμένο λιποθύμησε και έπεσε κάτω τότε ο Φλωράκης κατέβηκε από το άλογο και είπε στον εμυνηγό βάλε το κορίτσι καβάλα στο άλογο και να την αφήσετε στο χωριό Ισάρ εκεί που είχαν εγκατασταθεί οι τηλεφωνητές
Έτσι και έγινε και μετά θα περάσει κάποιος από την μονάδα της για να την μαζέψει οι υπόλοιποι συνέχισαν την πορεία τους ήρθαν δυνάμεις για βοήθεια και όπου είχανε αφήσει τραυματισμένους ήρθαν και μας πήρανε πήγα στο λόχο μου και κατασκηνώσαμε στο χωριό Τσαρδάκι που ήταν στην Νευρόπολη εκεί με αρχηγό τον Βόλγα μείναμε τρείς μέρες είχε πολύ χιόνι και ζούσαμε πολλή σκληρά.
Ο διαφωτιστής μας συγκέντρωνε μας έβαλε να κάνουμε διάφορα καθήκοντα άλλοι κουβαλούσαμε ξύλα για να ζεσταθούμε άλλοι φτιάχναμε φαγητό μας εμψύχωνε όσο μπορούσε με πιο ένθερμα λόγια για την Πατρίδα μας.
Την τέταρτη μέρα ήρθε διαταγή στον λοχαγό Βόλγα να φύγουμε για το χωριό Παλιούρι Καρδίτσας συγκεντρωθήκαμε όλοι και ξεκινήσαμε μέσα στα χιόνια που ξεπερνούσαν το 1,5 μέτρο.
Φτάσαμε στο Παλιούρι που ήταν άδειο που τους χωριανούς με διαταγή κάθε ομάδα εγκαταστάθηκε σε κάθε σπίτι σαν “νοικοκυραίοι” γιατί τα σπίτια ήταν όλα άδεια όμως τα σπίτια τα σεβόμασταν και δεν κάναμε καμιά ζημιά εκεί αφού ξεκουραστήκαμε ζεσταθήκαμε και φάγαμε ότι τρόφιμα βρήκαμε στα σπίτια και απ αυτά που είχαμε μαζί μας
Πάλι η κάθε ομάδα οργανώθηκε για να ξεκινήσει τα καθήκοντά της.
Η δική μου ομάδα πήγε στην Σέκριλα για την επιμελητική δουλειά αυτή δηλαδή που πηγαίναμε στα χωριά για να μαζέψουμε τρόφιμα κουβέρτες καλτσούνια φανέλες ότι δηλαδή χρειαζόμασταν για την επιβίωσή μας και τότε μας ενημέρωσαν ότι στο χωριό Σέκριλα δεν υπάρχει στρατός να πάτε άφοβα έτσι κι έγινε.
Εγώ ήμουνα τραυματισμένη ένα άλλο κορίτσι επ’ ονόματι Άννα Γουλάρα από την Λάρισα είχε πυρετό εμάς μας άφησαν στον καταυλισμό εκεί ήρθε ο γιατρός μ’ άλλαξε εμένα το τραύμα και κοίταζε και τη συντρόφισσα που είχε πυρετό.
Ο γιατρός με ρώτησε αν ήθελα να πάω για νοσηλεία και του απάντησα ότι ήθελα να μείνω εκεί που είμαι.
Τότε ο δικός μου αγώνας άρχισε να τελειώνει. Ο κουρέας της ομάδας μαζί με το μάγειρα είχαν μείνει κι αυτοί στον καταυλισμό δηλαδή στο Παλιούρι Καρδίτσας και συνεννοούνταν πως θα δραπετεύσουν αφού ο μάγειρας ήταν από την Καρδίτσα και ήξερε καλά τα μονοπάτια.
Μόλις αντιλήφθηκαν ότι εγώ τους άκουσα φοβήθηκαν μα εγώ τους είπα και τους παρακάλεσα να με πάρουν μαζί τους γιατί ήμουνα αρκετά εξαντλημένη λόγω τραυματισμού λόγω καιρικών συνθηκών δεν άντεχα τόσο πάγο τόσο χιόνι δεν μπορούσα πλέον να εκπαιδευτώ ούτε να προσφέρω κάποια υπηρεσία και οι νεαρή μου ηλικία μου δεν θ’ άντεχε για πολλή ακόμη και όχι ότι δεν πίστευα ότι αυτό που κάνω δεν είναι ηρωισμός ή ότι έχω κάποιο παράπονο από κανέναν μέσα στην ομάδα μου.
Οι δυσκολίες για την απόδραση ήταν μεγάλες αλλά ήμουνα αποφασισμένη ή θα δραπετεύσω ή θα πεθάνω τότε πείστηκαν και αποφάσισαν να με πάρουν μαζί τους με την προϋπόθεση ότι αν με πιάσουν να πω ότι δραπέτευσα μόνη μου.
28 Δεκεμβρίου 1948 6 η ώρα το βράδυ το χιόνι ήταν 1,5 μέτρο και εμείς ξεκινήσαμε να φύγουμε με οδηγό τον μάγειρα επ’ ονόματι Δημήτρης Μπουγατσάς από την Καρδίτσα που έτυχε να ξέρει καλά την περιοχή φύγαμε μπροστά ο μάγειρας σε απόσταση 5 μέτρων ακολούθησα εγώ και σε άλλα 5 μέτρα απόσταση ακολούθησε ο Ηπειρώτης Χρήστος Κολιός το σύνθημά μας ήταν μόλις αντιληφθούμε ότι κάποιος μας ακολουθούσε θα μέναμε επιτόπου και θα ξαπλώναμε στο χιόνι.
Τα μονοπάτια ήταν δύσκολα αλλά η απόσταση κοντινή
Φτάσαμε κατά τύχη κοντά στο στρατό γιατί δεν ξέραμε που ακριβώς ήταν το φυλάκιο μόλις το αντιληφθήκαμε στρίψαμε και μπουσουλώντας μπήκαμε μέσα σε ένα αμπέλι ξενυχτήσαμε μέσα στο χιόνι μέχρι το πρωί
σαν τραυματισμένη υπέφερα πάρα πολύ από πόνους ήμασταν βέβαια πολλή καλά ντυμένοι και έτσι αντέξαμε αυτή την παγωνιά
Μόλις το πρωί μας αντιλήφθητε ο στρατός ήρθε και μας πήρε ένας φαντάρος μας έβαλαν και τους τρείς σε μια ευθεία με τα όπλα καταπάνω μας, μας είπαν να φωνάξουμε δυνατά τραλαλά μας έβαλαν με τα χέρια με κτυπάμε δυνατά παλαμάκια για να βεβαιωθούν ότι δεν κουβαλούσαμε νάρκες αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν είχαμε τίποτα μαζί μας και κατάλαβαν ότι ήμασταν δραπέτες έστειλαν έναν φαντάρο και μας συνόδευσε κι έναν έναν μας πήγαν στο λοχαγό.
Εκεί ο λοχαγός μας ανέκρινε τον καθένα χωριστά και μας έβαλαν και τους τρείς μαζί σ’ ένα τζιπ ήταν 29 Δεκεμβρίου 1948 και μας πήγαν στην Καρδίτσα.
Ο διοικητής του τμήματος μας ανέκρινε ξανά τον καθένα χωριστά με ρώτησε πότε επιστρατεύτηκα σε ποια ομάδα υπηρετούσα πως εκπαιδευόμενα ποιον είχα λοχαγό σε ποιες μάχες πήρα μέρος πως δραπέτευσα και γιατί δραπέτευσα απάντησα σε όλα αληθινά και ο ανακριτής αστειευόμενος με ρώτησε αν μ’ έπιανες εμένα εκεί επάνω πόσες μαχαιριές θα μου έδινες; και εγώ απάντησα όσες χωράει το κορμί σου τότε γέλασαν όλοι μαζί και με ρώτησαν που βρήκες τέτοιο κουράγιο
Η υγεία μου ήταν σε άσχημη κατάσταση τα πόδια μου από το χιόνι είχαν πρηστεί κι είχαν γίνει με μελανά.
Εκεί στο τμήμα που με ανέκριναν συνάντησα και άλλα 10 άτομα που και αυτοί είχαν δραπετεύσει από άλλους λόχους
δόθηκε διαταγή να μας κλείσουν φυλακή χωριστά οι άντρες χωριστά γυναίκες στην φυλακή βρήκα 80 γυναίκες που ήταν ήδη φυλακισμένες
Το βράδυ που πήγα να ξαπλώσω άρχισαν τα πόδια μου να με πονάνε και να νιώθω ότι με τσιμπούσαν σφήκες και βογκούσα από πόνους ως το πρωί τα πόδια μου έγιναν μαύρα πρήστηκαν πολλή και δεν τα ένιωθα καθόλου και δεν μπορούσα να περπατήσω
Το βράδυ με φρόντισαν όσο μπορούσαν οι γυναίκες.
Το πρωί που ήρθε ο φρουρός ρώτησε ποια βογκούσε τόσο πολλή και μια γυναίκα είπε αυτό το κοριτσάκι βοηθήστε το θα χάσει τα ποδαράκια της τότε ο φρουρός ανέβηκε στα γραφεία ανέφερε το γεγονός και ένας χωροφύλακας επ’ ονόματι Λουκάς Μπαλούτσος που ήταν συγχωριανός και άκουσε το όνομά μου κατέβηκε αμέσως κάτω κι έφερε ότι χρειαζόταν για τις πρώτες βοήθειες και είπε σε μια γυναίκα πως πρέπει να με βοηθήσει
Έτσι κι έγινε άρχισα να ανακουφίζομαι από τους πόνους και τα πόδια μου να ξεπρήζονται, μέσα στη φυλακή έμεινα τρείς μέρες
Στις 2 του Γενάρη μ’ έβγαλαν από τη φυλακή και μαζί με άλλους μας έφεραν στα Τρίκαλα μόνο εγώ ήμουνα από την γύρω περιοχή των Τρικάλων με πήγαν στο Α2 τμήμα του στρατού ο διοικητής του τμήματος με ανέκρινε πως δραπέτευσα πως έφτασα μέχρι εκεί πήρε τηλέφωνο στη Φήκη στην Αστυνομία να ρωτήσει αν η Ανθούλα Στιφίκου ήταν αλήθεια επιστρατευμένη η εθελόντρια.
Εκεί στο αστυνομικό τμήμα ήταν ο Πρόεδρος του χωριού μου επ’ ονόματι Παπαναστασίου Κώστας ρώτησε τον αστυνόμο που βρίσκεται το κορίτσι Στιφίκου Ανθή και ο αστυνόμος απάντησε ότι βρίσκεται στα Τρίκαλα στο τμήμα Α2.
Τότε ο Πρόεδρος ενημέρωσε τον εισαγγελέα που ήταν και συγγενής μου εν ονόματι Κατσαούνης Χριστός και πήγαν να ρωτήσουν αν με κρατήσουν φυλακή ή με απελευθερώσουν.
Τότε ο διοικητής απάντησε αμέσως πάρτε το εξιτήριο και πάρτε αυτό το κοριτσάκι και να το συνοδέψει και ένας φαντάρος μέχρι το σπίτι του γιατί είναι σε άθλια κατάσταση έτσι κι έγινε.
Ο στρατός δεν απελευθέρωσε όλους τους κρατούμενους έμειναν στην φυλακή της Λάρισας 30 άτομα περίπου που τα είχα δει και γνωρίσει από άλλες ομάδες τρείς μήνες περίπου.
Κι έτσι για μένα ήρθε η ώρα της επιστροφής μου στο σπίτι μου.
Η επιστροφή στο σπίτι μου ήταν αναπάντεχη η χαρά απερίγραπτη όλο το χωριό έστησε χορό στην πλατεία για να γιορτάσει την επιστροφή μου
Πρέπει να πω και το λέω ακόμη και σήμερα ότι όλη αυτή η περιπέτειά μου που σκοπό είχε την Πατρίδα και που άθελα βρέθηκα να την υπηρετώ σε ηλικία 16 χρονών που δεν ήξερα καν τι σημαίνει φαντάροι του βουνού
ήταν για μένα ένα μεγάλο σχολείο που κάθε φορά μνημονεύω και ένα περιστατικό που έζησα γιατί ζούσα αυτό που προσπαθούσα να προσφέρω για την Πατρίδα
Τι συμβουλές που μας έδινε ο φωτιστής μας κάθε φορά που μας συγκέντρωνε τα σοφά λόγια που ακούγαμε που δεν θα τ’ άκουγα ποτέ μου γιατί σε αυτή την εποχή δεν μπορούσαμε να πάμε σχολείο εγώ πήγα μέχρι την 2α Δημοτικού αυτά τα σοφά λόγια με συντροφεύουν μέχρι σήμερα.
Και θέλω να πω ότι όλους αυτούς που γνώρισα αυτοί που μας καθοδηγούσαν τι πρέπει να κάνουμε και για τον σκοπό που βρισκόμαστε στα βουνά μας φερόταν με σεβασμό και με τιμιότητα.
Το χωριό με εκτιμούσε ιδιαίτερα σε κάθε πανηγύρι γιορτή του χωριού ήμουνα επίσημα καλεσμένη
Η ζωή μέσα στην οικογένεια ήταν αρμονική ήσυχη δουλεύοντας όλοι άλλοι στα χωράφια, άλλοι στα ζώα ζούσαμε σκληρά μεν αλλά αγαπημένοι
Ευτυχισμένοι και με απόλυτη αρμονία.
Έφτασα σε ηλικία 20 χρονών η επόμενη αποστολή στην οικογένειά μας ήταν να έχω έναν καλό γάμο.
Είχαν αρκετά προξενιά αλλά ήμουν διστακτική αλλά όταν με προξένησαν ένα παλικάρι ανάπηρο όμως από τον Πόλεμο του 40 της Αλβανίας εκεί συγκινήθηκα και δέχτηκα να τον γνωρίσω , Όταν ήρθε στο σπίτι μου με τον προξενητή εγώ αφού τον κοίταξα πέρασαν στο μυαλό μου τα λόγια από το Φωτιστή που είχαμε στα χρόνια της σκλαβιάς.
“Ότι η αγάπη της ψυχής είναι το μεγαλείο της ζωής ”
και για να ζήσεις με έναν άνθρωπο που χάρισε με την ανδρεία του τη σωματική του ακεραιότητα στην Πατρίδα για μένα το μεγαλείο αυτό ήταν κάτι ξεχωριστό ηρωικό ( έμαθα κι έζησα των πόλεμο ) για όλα αυτά τα χαρίσματα που είχε αυτός ο άνθρωπος δέχτηκα αμέσως να τον παντρευτώ.
Οι γονείς μου έφεραν αντίρρηση λόγω διαφοράς ηλικίας και λόγω βασικής αναπηρίας δεν είχε δάχτυλα στα χέρια του παρά μόνο στο αριστερό του χέρι είχε το μικρό του δάχτυλο.
Επέμενα στην απόφασή μου τελικά έγινε ένας γάμος ξεχωριστός με όλο το χωριό καλεσμένο που μας ευχήθηκε μια ζωή ευτυχισμένη.
Η ζωή μας ήταν δύσκολη αλλά ήμασταν αρκετά ευτυχισμένοι φτιάξαμε δικό μας σπίτι κάναμε τέσσερα παιδιά τα μεγαλώσαμε με πολλή κόπο.
Εγώ δούλευα στα χωράφια στα ζώα που και αυτά είχαν την καθημερινή φροντίδα τους, ο άντρας μου πάντα δίπλα μου κάνοντας δουλειές με όποιο τρόπο μπορούσε τα παιδιά μας ήταν υπό την επιμέλεια του και πάντα κοντά μας.
Όταν μαζευόμασταν σπίτι άρχιζαν οι δουλειές για την φροντίδα ολόκληρης της οικογένειας φαγητό, ζύμωμα ψωμί, πλύσιμο ρούχων και το μεγαλύτερο παιδί μας φρόντιζε το μικρότερο και το καθένα το μικρότερο και όλοι μαζί φροντίζαμε τις ανάγκες του σπιτιού μας.
Θυμάμαι κάποτε γυρίζαμε από το θέρος ο άντρας μου μαζί με τα παιδιά έφυγε πιο νωρίς. Εκείνος πέρασε από τον κήπο μάζεψε φασολάκια κι όταν έφτασα κι εγώ στο σπίτι είδα τον άντρα μου με το μικρό δαχτυλάκι να κρατά τα φασολάκια και με τα δόντια να τα καθαρίζει μόλις τον είδα συγκινήθηκα τόσο πολλή τον αγκάλιασα κι άρχισα να κλαίω τέτοιες υπεράνθρωπες θυσίες μέσα στην οικογένεια στις δουλειές μας έχω άπειρες να διηγηθώ που με το δικό του υπεράνθρωπο τρόπο δεν ήταν απών σε καμιά δυσκολία της ημέρας έβρισκε κάθε φορά τρόπο για να βοηθήσει.
Πάντα ήμουν και είμαι δυνατή γιατί μ’ έκανε να αισθάνομαι ότι ο άνθρωπος όταν μέσα του έχει ψυχή καρδιά δεν υπάρχει τίποτα δύσκολο.
Πάντα τον καμάρωνα γι αυτό τον ξεχωριστό αγώνα του αυτή την ξεχωριστή του δύναμη κάθε μέρα να μην σταματά να βρίσκει κάποιον τρόπο για να προσφέρει να βοηθάει και να είναι δίπλα σε όλους μας σε ότι κάναμε εμείς οι αρτιμελείς ήταν για όλους μας άξιος θαυμασμού και σεβασμού.
Για μένα για τα παιδιά μας ήταν πάντα ο ήρωας της Πατρίδος μας ο ήρωας της ζωής ήρωας για όλη την οικογένειά του που μας βοηθούσε πρώτα με την δύναμη της ψυχής και ύστερα με την δύναμη του σώματος.
Ο άντρας μου έφυγε σε ηλικία 72 χρόνων ζήσαμε μαζί 35 χρόνια χρόνια αγάπης αφοσίωσης ο ένας για τον άλλον κι ένας αληθινός ήρωας.
Η ζωή περνάει οι καιροί αλλάζουν έχω δει την ζωή από τη μαρτυρική πλευρά της όμως με αυτήν την εξέλιξη της δεν μπορώ να συγχωρώ ανθρώπους που τόσο εύκολα καταστρέφουν άλλους ανθρώπους για το κέρδος άνθρωποι που συμπεριφέρονται άσχημα στις οικογένειές τους κι άνθρωποι που είναι μόνιμα απελπισμένοι.
Εγώ είμαι αυτή τη στιγμή 85 χρονών όλη μου η μέρα μου είναι γεμάτη μια θεωρία που είχα ακούσει στα χρόνια της κατοχής είναι σε κάθε στιγμή μας πρέπει κάτι να κάνουμε και μόνο το βράδυ πρέπει το σώμα και το μυαλό να αναπαύεται.
Εγώ ξυπνώ το πρωί στις 5 η ώρα φτιάχνω τις δουλειές του σπιτιού μου φτιάχνω φαγητό και ζω μ’ ένα από τα αγόρια μου στις 8 το πρωί ξεκινώ να πάω σε αυτό το ευλογημένο και ηρωικό γραφείο που λέγεται Σύνδεσμος Αναπήρων θυμάτων πολέμου Ν. Τρικάλων στεγάζεται Κονδύλη 15 στα Τρίκαλα εδώ και 60 χρόνια περίπου.
Σε αυτό το γραφείο έχουν περάσει όσοι επέζησαν από τον πόλεμο αφού είχαν χαρίσει στην Πατρίδα μας κάποιο μέλος του σώματός τους, άλλοι χέρια, δάχτυλα, πόδια, μάτια, αυτιά, κτλ.
Οι χήρες των σκοτωμένων φαντάρων οι ανύπαντρες κόρες των αναπήρων και όλοι αυτοί έχουν γράψει την Ιστορία τους διηγώντας την αφήνοντας τις φωτογραφίες τους από τις παρελάσεις και από διάφορες συγκεντρώσεις σε αυτό το γραφείο.
Εδώ στο γραφείο συγκεντρωνόμαστε τα εναπομείναντα μέλη μας βέβαια είμαστε υπερήλικες χήρες και ανύπαντρες κόρες με πόνους σωματικούς προσπαθούμε να ανεβαίνουμε τα σκαλιά του γραφείου μας το γραφείο δεν έχει ούτε ρεύμα ούτε νερό τον χειμώνα παγώνουμε από το κρύο και το καλοκαίρι γιο λιώνουμε από τη ζέστη.
Παραπονιόμαστε ότι η Πατρίδα μας ξέχασε οι τοπικοί φορείς επίσης γιατί το γραφείο που μας δώσανε είναι ένα υπόγειο χωρίς φως χωρίς αέρα χωρίς παράθυρα.
Η Πρόεδρος μας κάθε μέρα έρχεται από την Πιαλεία με το Κτελ της γραμμής κατεβαίνει στον Άγιο Κωνσταντίνο και από εκεί με τα πόδια σιγά – σιγά φτάνει σε αυτό το Ιερό γραφείο όπως το αποκαλεί και δεν την κρατά μακριά ούτε η βροχή ούτε το κρύο ούτε η ζέστη όλη την ρωτάμε γιατί το κάνεις αυτό και απαντά.
Ο άντρας μου έζησε, αγωνίστηκε τόσα χρόνια χωρίς δάκτυλα εγώ τον τιμώ με αυτόν τον τρόπο συνεχίζω τον αγώνα της ζωής μου και προσφέρω ότι μπορώ στην κατηγορία των ανάπηρων θυμάτων πολέμου για όποια ζητήματα υπάρχουν ακόμη είμαι συνδικαλίστρια στην Συνομοσπονδία Αθήνας και ό ομόσπονδος στην Θεσσαλονίκη και βοηθώ με όποιον τρόπο μπορώ τους ανήμπορους ανθρώπους.
Η υπόλοιπη μέρα μου είναι κι αυτή δημιουργική και καθόλη τη διάρκεια της ημέρας όταν δεν έχω κάποια δουλειά το εργόχειρο στα χέρια μου είναι ένα στόλισμα και μας εξηγεί το εργόχειρο είναι τέχνη είναι η ομιλία του σώματος ο παλμός της καρδιάς μας ο σφυγμός στην φλέβα μας είναι μια διαδικασία του μυαλού που καταλήγει στο χέρι και στο μάτι κυρίως στο μάτι γιατί η τέχνη επιβάλλει πειθαρχία στο χέρι το μυαλό κρίνει και ελέγχει διορθώνει η προσαρμόσει το χέρι σε αυτό που θέλεις να κάνεις εμπεδώνει το ρυθμό και κρατά το μυαλό σε εγρήγορση
και συνεχίζει να λέει η δουλειά του χεριού ανοίγει τον δρόμο στο μυαλό για να σκέφτεται να είναι πάντα δημιουργικός κι έτσι με την αδιάκοπη λαχτάρα να κάνεις κάτι μοναδικό που να είναι ολοκληρωτικά δικό σου θεωρείται έργο τέχνης για μένα.
Στο Μουσείο λαϊκής τέχνης στο χωριό μου είμαι Γενική Γραμματεύς εκεί θα δείτε όλο το μεγαλείο του πλεξίματος του κεντήματος των υφαντών και όλα μοιάζουν με έργα τέχνης έχουν φαντασία ιστορικές εικόνες έχουν έκφραση επανάσταση αντίσταση όπως είναι και η ζωή μου.
Η πρόεδρός μας σταματά τη διήγηση της με δάκρυα στα μάτια.
Ο Εθνικός Σύνδεσμος Αναπήρων Θυμάτων Πολέμου Ν. Τρικάλων εκφράζει στο πρόσωπο της προέδρου Ζορμπά Ανθής το θαυμασμό του και τον σεβασμό του.
Φ.Π.Κ.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!