“Οι χρωματισμοί και οι κοινωνικές αναπαραστάσεις που έχουν συνδεθεί με το υπαίθριο εμπόριο ξα-ναβρίσκουν τη θέση τους σε μια οικονομία που ανακάμπτει.”
Το σχέδιο νόμου για το υπαίθριο εμπόριο που ψηφίστηκε πριν από μερικές ημέρες στην Ολομέλεια, αποτελεί ένα κομβικό νομοθέτημα σε σχέση με την στήριξη της πραγματικής οικονομίας, αλλά και ένα νομοσχέδιο, το οποίο μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην ποιότητα της καθημερινότητας της ζωής, της διατροφής και της ευεξίας όλων των πολιτών. Το νομοσχέδιο για το υπαίθριο εμπόριο και για τη ρύθμιση των πολυποίκιλων δραστηριοτήτων του θα αποτελέσει μια ανάσα και για τους αγρότες και για τους εργαζόμενους των λαϊκών αγορών, αλλά και για τους ίδιους τους πολίτες.
Θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε εισάγει το 2014 έναν πολύ σκληρό νόμο για τις δραστηριότητες του υπαίθριου εμπορίου, με δρακόντεια και άδικα πρόστιμα, με δριμύτατο περιορισμό του εύρους και της έκτασης του υπαίθριου εμπορίου και με σκληρές απα-γορεύσεις και σε σχέση με τις αγορές χωρίς μεσάζοντες και σε σχέση με τα πανηγύρια και σε σχέση με την οικοτεχνία και την χειροτεχνία. Την προσπάθεια αυτή διάλυσης του ιστού του υπαίθριου εμπορίου έρχεται τώρα να αναστρέψει και να διορθώσει το νέο νομοσχέδιο.
Με τις διατάξεις του νομοσχεδίου αυτού, ο θεσμός της λαϊκής αγοράς διευρύνεται, νέα προϊόντα εισάγονται στους πάγκους προς διάθεση, νέες δυνατότητες ανοίγονται στους αγρότες, στους συνε-ταιρισμούς, στις οικογενειακές επιχειρήσεις, στις κοινωνικές επιχειρήσεις, στους φορείς της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Ταυτόχρονα, οι λαϊκές αγορές, οι υπαίθριες αγορές, το πλανόδιο εμπόριο, η οικοτεχνία, η καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και η ψυχαγωγική υπαίθρια δραστηριότητα γίνονται πιο προσβάσιμες στην καθημερινότητα του πολίτη, βελτιώνοντας τη σύνδεσή του με την τοπική παραγωγή, αλλά και προάγοντας τις σχέσεις αλληλεγγύης και εγγύτητας ανάμεσα στο κοινωνικό σύνολο.
Θα είχε ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να αναφερθούν ορισμένες κομβικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, οι οποίες επί χρόνια αποτελούσαν επιδιώξεις της κοινωνίας των πολιτών και οι οποίες επί χρόνια αγνοούνταν. Η πρώτη αφορά στην θεσμοθέτηση των αγορών των καταναλωτών, των γνωστών και ως αγορών χωρίς μεσάζοντες. Οι δραστηριότητες αυτές, οι οποίες στήριξαν το κοινωνικό σύνολο και στηρίχθηκαν από αυτό κατά τη διάρκεια της κρίσης και που σε πολλές περιπτώσεις κυνηγήθηκαν και στοχοποιήθηκαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, σήμερα αποκτούν νόμιμη υπόσταση λειτουργίας και έρχονται κοντά σε κάθε νοικοκυριό. Η σύνδεση των αγορών αυτών με την κοινωνική οικονομία είναι η βασική επιδίωξη των σχετικών διατάξεων και στην κατεύθυνση αυτή, το παρόν νομοσχέδιο αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα του ισοδίκαιου εμπορίου και της οικονομίας με κοινωνική ανταποδοτικότητα, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύτηκε ότι θα κάνει πράξη.
Το δεύτερο σημαντικό ζήτημα του νομοσχεδίου είναι ότι αφήνει πίσω του τις εξοντωτικές διατάξεις, σε σχέση με τα πρόστιμα του νόμου της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ του 2014. Οι διατάξεις οικονομικής και φυσικής εξόντωσης του φτωχού καστανά ή της υπερήλικης γυναίκας που πουλούσε σκόρδα από το περιβόλι της, τελειώνουν μια για πάντα. Οι εικόνες αυτές που συγκλόνισαν την κοινωνία ανήκουν για πάντα στο παρελθόν. Τα πρόστιμα εξορθολογίζονται, οι φτωχοί άνθρωποι που μικροπαραβατούν δεν εξοντώνονται και ταυτόχρονα εκείνοι οι οποίοι πλουτίζουν συστηματικά από την μαύρη οικονομία διώκονται αποτελεσματικά, χωρίς να στοχοποιείται η λαϊκή αγορά ή ο αγροτικός κόσμος.
Ταυτόχρονα, οι λαϊκές αγορές, οι εμποροπανηγύρεις, οι αγορές προϊόντων συνεταιρισμών, προϊόντων οινοποίησης ή τυροκομίας, οι χώροι πλανόδιου και στάσιμου εμπορίου πυκνώνουν και οι πολί-τες μπορούν πιο εύκολα να έχουν πρόσβαση σε αγαθά από την τοπική παραγωγή, πιο φτηνά, πιο ποιοτικά, πιο κοντά στη διατροφική κουλτούρα της Ελλάδας και των περιοχών της. Αίρεται στο πλαίσιο αυτό ο αδιανόητος περιορισμός για την απαγόρευση του πλανόδιου εμπορίου σε πόλεις με πληθυσμό έως 30.000 κατοίκους, ο οποίος είχε επιβληθεί το 2014, ενώ με το νέο νομοθετικό πλαί-σιο οι αγορές όλων αυτών των τύπων διευρύνονται και συνδέονται με τις τοπικές κοινωνικές ανάγκες, μακριά από λογικές ανταγωνισμού και κοινωνικού αυτοματισμού, σε σχέση με το στεγασμένο εμπόριο.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως και η σχετική διάταξη του νομοσχεδίου, η οποία αφορά στη καλλιτεχνική δημιουργία, στη χειροτεχνία και στη λαϊκή τέχνη.
Μέχρι σήμερα, οι καλλιτέχνες που επιθυμούσαν να διαθέσουν τις δημιουργίες τους σε υπαίθριες αγορές εκδιώκονταν, χάνονταν σε δαι-δάλους γραφειοκρατίας, βρίσκονταν αντιμέτωποι με επαχθέστατα διοικητικά πρόστιμα και οι ελ-ληνικές πόλεις έχαναν έναν πλούτο που άλλες πόλεις της Ευρώπης προβάλλουν και αξιοποιούν ως μοναδική πολιτιστική κληρονομία τους. Με τις διατάξεις του νέου νομοσχεδίου, οι καλλιτέχνες θα μπορούν πλέον να πωλούν τις δημιουργίες τους νόμιμα, με στόχο την συνεισφορά τους στην πολιτιστική φυσιογνωμία του κάθε τόπου. Αντίστοιχες πρακτικές συναντά κανείς, οπουδήποτε κι αν ταξιδέψει στην Ευρώπη, από τον λόφο της Μονμάρτρης στο Παρίσι με τους υπαίθριους ζωγράφους, μέχρι τους καλλιτέχνες του δρόμου στο Βερολίνο και από σήμερα θα μπορεί αυτή η πολιτιστική και εμπορική δραστηριότητα να ασκηθεί απρόσκοπτα και στην Ελλάδα.
Με το νέο νομοσχέδιο, η οικονομία του υπαίθριου εμπορίου ξαναποκτά, στο επίπεδο του νομικού πλαισίου τη θέση που της αρμόζει, κυρίως γιατί η δραστηριότητα αυτή απαντά στις κοινωνικές ανάγκες, προσδίδει προστιθέμενη αξία στον πολιτισμό, στον τουρισμό, στην οικιακή οικονομία, στην παράδοση, στην τέχνη, στην λαϊκή ψυχαγωγία. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δεσμευτεί να αποκαταστήσει το εν λόγω πλαίσιο, μετά από τον σκληρό και ανάλγητο νόμο του 2014. Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ τότε είχαν αντιμετωπίσει την αλληλέγγυα οικονομία και το υπαίθριο εμπόριο ως απειλή για τις αλυσίδες και τις πολυεθνικές εταιρίες και είχαν επιχειρήσει να διαλύσουν τους φτωχούς ανθρώπους της βιοπάλης, φορτώνοντάς τους με εξοντωτικά πρόστιμα. Σήμερα όλα αυτά αλλάζουν, οι χρωματισμοί και οι κοινωνικές αναπαραστάσεις που έχουν συνδεθεί, εδώ και έναν και πλέον αιώνα με το υπαίθριο εμπόριο, με τα πανηγύρια, με τη χειροτεχνία, με την τοπική παραγωγή, ξαναβρίσκουν τη θέση τους, σε μια οικονομία που ανακάμπτει, προς όφελος των πολιτών και των αναγκών τους.