Ο Κουφοντίνας επέστρεψε στον Κορυδαλλό, ακκιζόμενος, κινησιολογικά, μπροστά στα τηλεοπτικά συνεργεία, περνώντας κάτω από το κιγκλίδωμα της εισόδου των φυλακών, θέλοντας να δείξει πως παρά τον μακροχρόνιο εγκλεισμό του, παραμένει ευσταλής και ευκίνητος. Ίσως -ακόμα- τόσο ευκίνητος όσο απαιτούσαν οι άνανδρες δολοφονικές επιθέσεις με το 45/άρι. Ίσως τόσο ευκίνητος όσο η φυματική σαρανταποδαρούσα με τα προβλήματα μηνίσκου και τις σακούλες από το super market, που ο Ευκλείδης Τσακαλώτος μας διαβεβαίωσε πως ακόμη και αυτή περνά πάνω από τον πήχη των προσδοκιών.
Σε αντίθεση με την ιδεολογικά ασπόνδυλη και τυχοδιωκτικά μυριάποδη σημερινή κυβέρνηση που έσπευσε να αλλάξει το νομικό πλαίσιο, ώστε να λάβει το ευεργέτημα της αδείας ο αρχιεκτελεστής της 17 Νοέμβρη και αμετανόητος πρωτοπεριφρονητής της αστικής δημοκρατίας και των νόμων της. Μία κυβέρνηση αναποτελεσματικά έρπουσα, η οποία καθημερινά περνά κάτω από τον πήχη της ευπρέπειας, της συνέπειας και της θεσμικής προστασίας της κοινωνίας. Όπως κάτω από τον μεταλλικό πήχη του Κορυδαλλού πέρασε, ως άλλη ζωνωτή σκολόπενδρα (αν και χωρίς ζώνη….) ο Κουφοντίνας.
Ανάμεσα στα θύματά του που μας έρχονται, αυτές τις ημέρες, επίμονα, στο μυαλό -όπως έχω αναφερθεί και σε προηγούμενη αρθρογραφία μου- και ο Παύλος Μπακογιάννη, που έπεσε νεκρός από τις σφαίρες του Κουφοντίνα. Σφαίρες οι οποίες δεν σκόπευαν να δολοφονήσουν μόνο έναν βουλευτή του Ελληνικού Κοινοβουλίου, αλλά την προσωποποίηση της προσπάθειας για εθνική συνεννόηση και υπερκέραση των διχαστικών κομματικών γραμμών που εκείνη την εποχή δηλητηρίαζαν και όξυναν το ήδη κακοφορμισμένο από την οσμή των σκανδάλων πολιτικό μας σκηνικό.
Γιατί, ο Παύλος Μπακογιάννης ήταν ο φυσικός και ιδεολογικός καταλύτης του πρωτοφανούς, για τα μετεμφυλιακά και μεταπολιτευτικά χρονικά, επιτεύγματος της κυβερνητικής συνεργασίας της Αριστεράς με την Κεντροδεξιά, πρωτοστατώντας στις συναινετικές διαδικασίες συγκρότησης της Κυβέρνησης Τζανετάκη. Οι τρομοκράτες ήξεραν που και ποιον στόχευαν. Μπορεί, στο τέλος, μετά από χρόνια, να λογοδότησαν στη δικαιοσύνη, όμως το πλήγμα που υπέστη ο κορμός της εθνικής συμφιλίωσης ήταν βαρύ και ακυρωτικό για κάθε μετέπειτα προσπάθεια ουσιαστικών ιδεολογικών και πολιτικών υπερβάσεων, σε επίπεδο μετουσιωμένων κυβερνητικών συνεργασιών. Το πλήγμα, δε αυτό, θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο καταστροφικό, κοινωνικά ολέθριο και εθνικά διχαστικό, αν ο τότε Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, δεν είχε επιδείξει ένα αξιοθαύμαστο μείγμα πολιτικής σύνεσης, προσωπικής αξιοπρέπειας και συναισθηματικής αυτοσυγκράτησης.
Γιατί, την ημέρα που ο Παύλος Μπακογιάννης έπεφτε νεκρός από τους επιβουλείς της δημοκρατικής ομαλότητας, συζητιόταν στη Βουλή η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου και αρκετών Υπουργών της Κυβέρνησής του στο Ειδικό Δικαστήριο, για το Σκάνδαλο Κοσκωτά. Σε αυτή τη συνεδρίαση, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επέλεξε, όχι μόνον να είναι παρών, ξεπερνώντας την προσωπική συντριβή για την απώλεια του γαμπρού του, αλλά και να κρατήσει χαμηλά τους τόνους των ηλεκτρισμένων πολιτικών δυναμικών που αν κλιμακώνονταν θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την κοινοβουλευτική και κοινωνική ομαλότητα. Με μια σχεδόν ασκητική αίσθηση θεσμικού καθήκοντος, συνδυασμένη με μία πολυσθενή προσωπική και πολιτική λεβεντιά παλαιάς κοπής, δεν έριξε λάδι στη φωτιά των κομματικών παθών. Δεν επιχείρησε να εκμεταλλευτεί πολιτικά την οικογενειακή και παραταξιακή του απώλεια.
Με μία δωρικής λιτότητας και λακωνικής νοηματικής συμπύκνωσης, σύντομη κοινοβουλευτική παρέμβαση (που αν και μαθητής του δημοτικού, τότε, διατηρώ ακόμη ζωντανό το εντύπωμά της στη μνήμη μου), ευχήθηκε να είναι “το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη το τελευταίο αίμα που χύνεται άδικα σε αυτόν τον τόπο”, προτάσσοντας την ανάγκη προστασίας της Δημοκρατίας και των Θεσμών. Με τη στάση του αυτή, πέτυχε να εξοστρακίσει τις ιδεολογικές, τουλάχιστον, σφαίρες των τρομοκρατών που με λιγότερο ευθύβολες, αλλά πιο ύπουλες τροχιές στόχευαν στην πρόκληση πολιτικής ανωμαλίας και διχασμού. Η στάση του και η αυτοσυγκράτησή του, αποκτούν δε ακόμη μεγαλύτερη αξία, αν αναλογιστούμε πως στην αντίπλευρη κοινοβουλευτική όχθη, παρά τα εκφρασθέντα συλλυπητήρια, πρωτοκλασάτα στελέχη του τότε ΠΑΣΟΚ, εξομοίωναν τον θάνατο του Παύλου Μπακογιάννη, με τον “επιχειρούμενο ηθικό θάνατο του Αρχηγού” τους, του Ανδρέα Παπανδρέου, κατερχόμενοι μάλιστα την κλίμακα της πολιτικής και της ανθρωπίνου ευπρέπειας, μέχρι του σημείου της διατυπώσεως αποστροφών του τύπου “και δεν ξέρω ποιος είναι περισσότερο αβάσταχτος από τους δύο [θανάτους]”.