Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΚΕΡΕΚΟΥ
Όνειρο κάθε Έλληνα και κυρίως κάθε Αθηναίου η ‘‘ρόδα’’. Όχι μόνο για τη χαρά της οδήγησης αλλά και γιατί, έτσι που απλώθηκε η Αθήνα και με το χάλι των συγκοινωνιών (που αντιμετωπίζουν εκτός από τα μόνιμα «μποτιλιαρίσματα» και τις επιθέσεις των μόνιμων μασκοφόρων «μπαχαλάκηδων»), οι μετακινήσεις είναι πραγματική Οδύσσεια.
Αδέρφια ζουν στο λεκανοπέδιο της Αττικής και βλέπονται 2-3 φορές το χρόνο. Όταν ο ένας μένει στην Αργυρούπολη ή τη Γλυφάδα και ο άλλος στη Νέα Ιωνία ή τη Νέα Ερυθραία, για να συναντηθούν χρειάζονται μια ώρα ή και περισσότερο, αν δεν βρέχει, αν δεν σε φρακάρει κανένα ατύχημα, ή δεν πέσεις σε καμιά «λαϊκή αγορά» ή και σε έργα της Εταιρείας Αποχέτευσης. Ένα τέτοιο ‘‘λαχείο’’ φτάνει για να γίνει η διαδρομή δίωρη. Πιο γρήγορα πας Αθήνα-Κόρινθο παρά Νέα Σμύρνη-Γαλάτσι!
Αλλά, άντε και το παίρνεις το ρημάδι το Ι.Χ. και πληρώνεις τα μαλλιοκέφαλά σου για την αξία του, για φόρους, πινακίδες, ασφάλειες, επισκευές, καύσιμα και βάλε… Το πρόβλημα, το μέγα πρόβλημα, είναι πού το παρκάρεις όταν φτάνεις στο σπίτι σου, στη δουλειά σου ή σε κάποια συγγενική επίσκεψη;
Πάμε ρε παιδιά να δούμε εκείνη τη θειά μας την Κορίννα στον Βύρωνα; Αδερφή του πατέρα μας είναι, μας τάισε, μας ντάντεψε, μας κοίμισε όταν ήρθαμε φοιτητάκια στη Αθήνα. Χώρια που φτιάχνει και ωραίες πίτες…!
Ναι, ναι! συμφωνούν όλοι. Βάζουμε τα καλά μας, να και το πακέτο με τα ‘‘τσικολατάκια’’ της στο χέρι και ξεκινάμε. Φρεσκοξυρισμένος φεύγεις από το σπίτι, με μούσι φτάνεις στο Βύρωνα. Και μη μου πείτε ότι υπερβάλλω. Περάστε την «παραλιακή», εκεί στο ύψος του παλιού Ιππόδρομου σε ώρα αιχμής της κίνησης πρώτα, και μετά ελάτε να τα πούμε…!
Κάποτε φτάνουμε στο σπίτι της θείας. Κι εδώ αρχίζει η περιπέτεια. Πού παρκάρουμε; Δρόμοι, πεζοδρόμια ακόμη και κλειστοί πεζόδρομοι, ή διαβάσεις για αναπήρους… τίποτα… όλα πιασμένα!
Ανεβείτε -λες στους άλλους- κι εγώ παρκάρω κι έρχομαι! Και ανεβαίνουν οι άλλοι, χαρές, ματς-μουτς με τη θεία, ‘‘καλέ τι γινήκατε; Χαθήκατε! Έτσι κάνει ο κόσμος’’; Κουβεντολόι, καφεδάκια, κι εγώ ο οδηγός ακόμα κόβω βόλτες στην …ευρύτερη Β’ Εκλογική Περιφέρεια της Αθήνας και μάταια ψάχνω μια θεσούλα για να παρκάρω!
Κάποια στιγμή, αρπάζει από μακριά το μάτι μου μια κενή θέση! ‘‘Βουρ’’ κατά εκεί, αλλά ‘‘τζίφος’’… Ένα άδειο βαρέλι, κάτι κασόνια και μερικές γλάστρες έχουν πιάσει το χώρο! Βλέπεις ο νεοέλληνας, «καπάτσος» και πονηρός, θεωρεί ότι και το οδόστρωμα είναι ιδιοκτησία του! Περνάς έξω από ‘‘parking’’ και κάνεις να μπεις.‘‘ Έεεε! για πού κύριος; Δε βλέπεις ότι είμαστε φίσκα;’’ Ρε παιδιά, έλεος!… Ιδιωτικό πάρκινγκ είσαστε… λεφτά θα πάρετε! Για μια ωρίτσα, βολέψτε με κάπου, Θεός σχωρέστα πεθαμένα σας! Ασυγκίνητος ο κύριος με τη μουστάκα. «Έλα… έλα!… Δίνε του, και κλείνεις και το δρόμο! Κοίτα ρε κάτι ανθρώποι!…» Και άντε πάλι ξανά στην περιπλάνηση εγώ. Κάποιος εν τω μεταξύ από την παρέα θυμάται ξαφνικά την ύπαρξή μου. ‘‘Καλέ ο Χρήστος! Τι έγινε ρε παιδιά ο Χρήστος;
Μια ώρα πέρασε και δεν έχει φανεί! Σίγουρα κάτι θα έπαθε ο άνθρωπος…!’’. Και αρχίζουν να τηλεφωνούν και να τον (εμένα δηλαδή) αναζητούν στα Επείγοντα Περιστατικά του ΚΑΤ (Αθηναϊκό Νοσοκομείο Ατυχημάτων), στην Αστυνομία, στα εφημερεύοντα Νοσοκομεία, στις …Αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού, αλλά τίποτα! Μη έχοντας λοιπόν νέα από κει, αποφασίζουν να κατεβούν όλοι κάτω στον δρόμο! Και αρχίζουν να ψάχνουν να βρουν εμένα τον Χρήστο, που είμαι καλά στην υγεία μου ευτυχώς αλλά και άτυχος στο παρκάρισμα δυστυχώς, γιατί ακόμα …ψάχνω θέση να παρκάρω!
Κάποια στιγμή, στην 20ή ή και παραπάνω βόλτα μου, περνάω ξανά κάτω από το σπίτι της θείας, κάποιος από τους αναζητητές μου με βλέπει και πέφτουν όλοι επάνω μου! Αλαλαγμοί, χαρές, φιλιά, δάκρυα συγκίνησης! Λες και γυρνάω, ύστερα από 30 χρόνια ξενιτεμού, από την μακρινή Αυστραλία με το «ΠΑΤΡΙΣ», (το ιστορικό υπερωκεάνιο της Ελληνικής μετανάστευσης των δεκαετιών του ’60 και του ’70). Η θεία η Κορίννα, χαμογελαστή και συγκινημένη, στέκεται στο μπαλκόνι και μου γνέφει. Τη χαιρετάω μόνο από κάτω κουνώντας το χέρι, και της φωνάζω απ’ το κατεβασμένο τζάμι: ‘‘Γειά σου θεια, θα σε πάρω τηλέφωνο να τα πούμε!… Ούτε αυτήν τη φορά πρόλαβα ν’ ανέβω να σε δω… Την επόμενη όμως, θα φροντίσω να μην είμαι εγώ στο τιμόνι…!’’
Και έτσι, ακόμα μία απόπειρα αθηναϊκής επίσκεψης, έχει φτάσει στο άδοξο τέλος της… Ή μήπως βιάζομαι πολύ; Ακόμη βλέπετε δεν τελειώσαμε… Υπάρχει συνέχεια και το τέλος αργεί!
Γυρνάς λοιπόν επιτέλους στο σπίτι, θέση όμως να παρκάρεις ούτε εδώ βρίσκεις. Τη θεσούλα στάθμευσης που άφησες πηγαίνοντας για την επίσκεψη, εννοείται ότι την έχει ήδη πιάσει κάποιος άλλος, τυχερός! Αφήνεις λοιπόν το αυτοκίνητο πάνω σε κανένα πεζοδρόμιο και στήνεις καραούλι στη βεράντα, λες και είσαι παρατηρητής στο ψηλότερο κατάρτι πειρατικού ή φαλαινοθηρικού! Κατά τις τρεις τα ξημερώματα, αδειάζει για καλή σoυ τύχη μια θέση στο απέναντι δρομάκι.
Κατεβαίνεις με τις πιτζάμες, παρκάρεις στα γρήγορα, του περνάς του αυτοκινήτου σου και την κουκούλα για τον ήλιο και, από ’κεί και πέρα, για τις επόμενες εβδομάδες ή μήνες θα κινούμαι με ταξί ή λεωφορείο ή ξηρά τροφή, παγούρι με νερό και …ποδαράτος! Όχι θα κάτσω να σκάσω!…
Να χάσω τη θέση του παρκαρίσματος που με τόσα ζόρια βρήκα; Δεν είμαστε με τα καλά μας. Δεν σφάξανε, που λέει και ο σοφός λαός. Χαζός είμαι; Χαζός ήμουνα τότε που πήρα αυτοκίνητο. Όχι τώρα. Τώρα, έστω και αργά, ξύπνησα!
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!