ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
«Υπάρχει βαθιά σκιά εκεί όπου υπάρχει πολύ φως». (Γκαίτε)
«Κάποτε ένας βασιλιάς σε μια χώρα της Άπω Ανατολής θέλοντας να δοκιμάσει την εξυπνάδα αλλά και την αποφασιστικότητα των υπηκόων του παρήγγειλε πως όποιος βρει τα δυο εκείνα στοιχεία που κάνουν τον άνθρωπο «πλούσιο», θα τον ανακηρύξει διάδοχό του. Ωστόσο, εξήγησε πως τα δυο αυτά στοιχεία, ενώ υπάρχουν άφθονα στη φύση, δεν μπορεί κανείς να τα αγοράσει ή να τα αποκτήσει – συσσωρεύσει. Τους έδωσε προθεσμία ένα μήνα να ψάξουν, να ρωτήσουν και να μάθουν.
Όταν τέλειωσε ο μήνας πολλοί πήγαν στο παλάτι λέγοντας ο καθένας τη γνώμη του για τα δυο στοιχεία. Η χαρά, η ευτυχία, το χαμόγελο, η γνώση, οι εμπειρίες, η αλήθεια ήταν μερικά από αυτά που είπαν στο Βασιλιά, περιμένοντας τον τίτλο του διαδόχου.
Ο βασιλιάς τους ευχαρίστησε όλους για την προσπάθειά τους, αλλά τους διαμήνυσε πως κανείς δεν βρήκε τα δυο στοιχεία. Και με αργή φωνή είπε στο λαό του – που είχε συγκεντρωθεί έξω από το παλάτι – πως τα στοιχεία αυτά είναι: Ο χρόνος και το φως. Ο λαός θαύμασε τη σοφία του βασιλιά και τον αγάπησε ακόμη περισσότερο».
Η παραπάνω ιστορία καταγράφει με ανάγλυφο τρόπο τη θέση του Χρόνου και του Φωτός στην Κοσμολογία όλων των λαών. Χρόνος και φως βάδισαν παράλληλα ως αρχέγονα στοιχεία που πυροδότησαν τη δημιουργία του σύμπαντος. Άσχετα από τις ερμηνείες που δόθηκαν κατά καιρούς για τη φύση τους (χρόνος = κίνηση/ φως = σωματίδιο ή κύμα…) αποτέλεσαν σύμβολα παγκόσμια και διαχρονικά και πάνω τους χτίστηκαν πολλοί μύθοι και ιστορίες.
Κι αυτό γιατί ο Χρόνος και το Φως είναι παντού τα ίδια και υπάρχουν ανεξάρτητα από τη θέληση και τους σκοπούς του ανθρώπου. Σχετικά ο Αϊνστάιν έγραψε: «Οι νόμοι της φυσικής θα πρέπει να είναι ίδιοι, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο κινείται ο παρατηρητής».
Οι περισσότερες κοσμολογίες του κόσμου συγκλίνουν στην προΰπαρξη του Χάους. Από αυτό προήλθε ο κόσμος με τη βοήθεια μιας κινητήριας δύναμης, του «πρώτου ακίνητου κινούντος». Άλλοι το ονόμασαν Θεό κι άλλοι μια κοσμική – φυσική δύναμη.
Στην ελληνική μυθολογία δεσπόζουν οι μορφές του Κρόνου (Χρόνου) και του Απόλλωνα (Φως) που σηματοδοτούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο των δυο αυτών στοιχείων στη δημιουργία του κόσμου αλλά και τους πολιτισμού.
Ιδιαίτερα το φως ταυτίστηκε με την προσπάθεια του ανθρώπου να ανακαλύψει τα μυστικά του σύμπαντος, που πριν το κάλυπτε το Σκότος. Τα δίπολα Φως – Σκοτάδι, Μέρα – Νύχτα, Αλήθεια – Ψεύδος, Καλό – Κακό, Ζωή – Θάνατος προέκυψαν από τα σημαινόμενα της έννοιας φως. «Φάος σκότω αντίμοιρον».
Για άλλους το φως σημασιολογικά συνδέθηκε με τη φωτιά, το γνωστό «αείζωον πυρ» του Ηράκλειτου.
Ο Ζαρατούστρα ρώτησε το θεό Άχουρα Μάζντα πως τρεφόταν ο πρώτος άνθρωπος και ο θεός του απάντησε: «Έτρωγε φωτιά και έπινε φως».
Στα Χριστιανικά κείμενα δεσπόζει η παρουσία του φωτός, που σηματοδοτεί το χρόνο δημιουργίας του κόσμου «Και είπεν ο Θεός˙ γεννηθήτω το φως˙ και εγένετο φως…. Και είδεν ο Θεός, ότι καλόν…..» (Γένεσις 1,3/1,4). Ο ίδιος ο Χριστός διακηρύσσει εμφαντικά «Εγώ ειμί το φως του κόσμου ο ακολουθών εμοί ου μη περπατήσει εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ιωάννη Ευαγγέλιον, Κεφ. η-12).
Ωστόσο, η σημασία του φωτός είναι έντονη σε μύθους και σε ιστορίες όλου του κόσμου. Ενδεικτική είναι η παρακάτω ιστορία:
Ο Γλάρος και ο Ερχομός του Φωτός
Όταν το Μεγάλο Πνεύμα έφτιαξε όλα τα πράγματα, έδωσε στους Πρώτους Ανθρώπους δώρα, κλεισμένα σε σκαλισμένα κουτιά από κέδρο. Οι Πρώτοι Άνθρωποι ήταν τα ζώα, τα πλάσματα που υπήρχαν πριν από εμάς.
Σε ένα κουτί υπήρχε το νερό. Και όταν το κουτί ανοίχτηκε, όλο το νερό βγήκε έξω και ανέβηκε στον ουρανό. Έτσι έγιναν τα σύννεφα. Μετά, έπεσε σαν βροχή από τον ουρανό και σχημάτισε τα ποτάμια που χύθηκαν στα μεγάλα κοιλώματα και έγινε η θάλασσα.
Σε ένα άλλο κουτί, ήταν όλα τα βουνά. Τοποθετήθηκαν εκεί που στέκονται ακόμα, μέχρι σήμερα. Σε άλλα δύο κουτιά, ήταν όλοι οι σπόροι των φυτών και ο άνεμος, που φύσηξε και τους σκόρπισε στις τέσσερις γωνιές του κόσμου…
Όλοι οι Πρώτοι άνθρωποι άνοιξαν τα κουτιά τους, εκτός από το Γλάρο. Στο κουτί του Γλάρου ήταν όλο το φως του κόσμου. Όμως, ο Γλάρος, κράταγε σφιχτά επάνω του το κουτί, χωρίς να το ανοίγει. Έτσι, τον πρώτο καιρό, στον κόσμο υπήρχε μόνο σκοτάδι…
Τα ζώα άνθρωποι ζητούσαν από τον Γλάρο να ανοίξει το κουτί, αλλά αυτός δεν δεχόταν και κράταγε το κουτί κάτω από τη φτερούγα του, σφιχτά. Έτσι, οι Πρώτοι άνθρωποι ζήτησαν τη βοήθεια του Κόρακα, που ήταν ξάδελφος του Γλάρου.
Και τί δεν δοκίμασε ο Κόρακας για να πείσει τον Γλάρο να ανοίξει το κουτί με το φως του κόσμου. Τον παρακάλεσε, τον κολάκεψε, τον απείλησε,.. τίποτα! Σκέφτηκε τότε ο Κόρακας, νευριασμένος: «Ο Γλάρος κάνει κακό σε όλους τους Ανθρώπους. Του αξίζει να του μπει ένα αγκάθι στο πόδι…»
Ό,τι σκεφτότανε ο Κόρακας, γινόταν πραγματικότητα. Έτσι, ο Γλάρος ξαφνικά άρχισε να σκούζει από πόνο: «Το πόδι μου, το πόδι μου, κάτι τρύπησε το πόδι μου!..»
Ο Κόρακας προσφέρθηκε να βοηθήσει, σαν να μην ήξερε τί είχε συμβεί. Έσκυψε, λοιπόν, είδε το αγκάθι, αλλά αντί να το τραβήξει έξω το έσπρωξε ακόμα πιο μέσα!
«Ωχ, Γλάρε μου, με συγχωρείς. Δεν βλέπω τί κάνω. Μακάρι να υπήρχε φως, έστω και λίγο,.. Θα έβλεπα τι είναι αυτό που σε πονάει και οπωσδήποτε κάτι θα έκανα…»
Τότε, ο Γλάρος άνοιξε λίγο το καπάκι και άφησε να βγει λίγο φως από το κουτί. Ξέφυγαν πολλά μόρια φωτός, ξεχύθηκαν στον ουρανό και ο Κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε τα Αστέρια. Και ήταν πολύ όμορφα…
Έσκυψε ξανά ο Κόρακας κοντά στο πόδι του Γλάρου και έσπρωξε ακόμα πιο μέσα το αγκάθι. Ο Γλάρος έβγαλε δυνατή κραυγή από τον πόνο κλαίγοντας…
«Με συγχωρείς, δεν υπάρχει αρκετό φως. Άνοιξε ακόμα λίγο το κουτί!» είπε ο Κόρακας.
Ο Γλάρος σήκωσε λίγο ακόμα το καπάκι, έτσι ώστε να βγει ένα αμυδρό φως, το οποίο υψώθηκε στον ουρανό. Ο Κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε το Φεγγάρι. Και ήταν πολύ όμορφο…
Ο Κόρακας έσκυψε ξανά και έσπρωξε πιο βαθιά το αγκάθι μέσα στο πόδι του Γλάρου. Ο Γλάρος έβγαλε μια δυνατή κραυγή, άνοιξε και τα δύο φτερά του και το κουτί έπεσε κάτω. Το καπάκι άνοιξε και μέσα από το κουτί βγήκε μια τεράστια μπάλα από φωτιά η οποία τινάχτηκε ψηλά στον ουρανό. Ο Κόρακας δεν μπορούσε να κοιτάξει αυτό το τόσο δυνατό φως, δεν μπορούσε να κοιτάξει …τον Ήλιο! Μπόρεσε όμως να δει καθαρά και να βγάλει το αγκάθι από το πόδι του Γλάρου…
Ο Γλάρος τότε κατάλαβε ότι η απροθυμία του να δώσει αυτό που κατείχε, του έφερνε πόνο. Μόνο όταν δίνεις χωρίς ενδοιασμούς, φεύγει ο πόνος και ανοίγει ο δρόμος για την ελευθερία.
Αν πας ποτέ στα μέρη που ζει ο Γλάρος, θα δεις ότι μερικές φορές το πουλί σηκώνει το ένα του πόδι και στέκεται στο άλλο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πόνος από το αγκάθι δεν έχει ξεχαστεί… (Την ιστορία αυτή, τη διηγούνται οι Ινδιάνοι Νούτκα που ζουν στο Βανκούβερ του Καναδά).
Φως, λοιπόν, παντού φως άπλετο, ανέσπερο, λυκόφως. Ο ήλιος, πηγή του φωτός, λάμπει ακόμη παρά την «ύβριν» του Φαέθοντα. Να γνωρίσουμε την αλήθεια και να απαλλαγούμε από το σκότος.
Γιατί το φως μπορεί να δημιουργεί τη σκιά, αλλά στο τέλος οδηγεί στην αυτογνωσία και στον καθαρμό της συνείδησής μας.
«Κατά το μέτρο που η συνείδηση καθαίρεται και πληρούται με φως τα μελανά σημεία υποχωρούν και σβήνουν αφήνοντας κενά…» (Ελύτης).