Γράφει ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜ. ΒΑΒΙΤΣΑΣ *
Με τον όρο «θεωρίες μάθησης» εννοούνται εκείνα τα εννοιολογικά πλαίσια που περιγράφουν πώς απορροφάται, επεξεργάζεται και διατηρείται, κατά τη διάρκεια της μάθησης, η πληροφορία. Τόσο οι γνωστικές, συναισθηματικές και περιβαλλοντικές επιρροές όσο και η προγενέστερη συσσωρευμένη εμπειρία επηρεάζουν τον τρόπο κατανόησης, αποδοχής ή αλλαγής μιας κοσμοθεωρίας καθώς και τη διατήρηση της γνώσης και των ικανοτήτων.
Μία από τις βασικότερες θεωρίες μάθησης, με πολύ μεγάλη επιρροή –ιστορικά–, αποτελεί ο «συμπεριφορισμός», σύμφωνα με τη θεωρία του οποίου η μάθηση είναι η απόκτηση μιας νέας συμπεριφοράς μέσα από την εξάρτηση, αναδεικνύοντας δύο τύπους εξάρτησης: α) την κλασική εξάρτηση, όπου η συμπεριφορά γίνεται μία ευέλικτη απάντηση ενός ερεθίσματος, και β) την συντελεστική εξάρτηση, όπου υπάρχει η ενίσχυση ή απόσβεση μιας συμπεριφοράς με ανταμοιβή ή τιμωρία αντίστοιχα.
Από την άλλη, αναπτύχθηκε το κίνημα του «γνωστικισμού». Οι «γνωστικές» θεωρίες προέρχονται από τη μορφολογική ψυχολογία και αναπτύχθηκαν στη Γερμανία στις αρχές του 1900 και μεταφέρθηκαν στην Αμερική τη δεκαετία του 1920. Οι μορφολογικοί ψυχολόγοι άσκησαν κριτική στους συμπεριφοριστές, διότι, όπως υποστήριξαν, οι τελευταίοι εξαρτώνται υπερβολικά από φανερές συμπεριφορές για να εξηγήσουν τη μάθηση, προτείνοντας, παράλληλα, την αναζήτηση στα πρότυπα αντί για τα μεμονωμένα γεγονότα. Οι δύο βασικές υποθέσεις που βρίσκονται «πίσω» από αυτή τη γνωστική προσέγγιση είναι οι εξής: α) ότι το σύστημα μνήμης είναι μια ενεργά οργανωμένη επεξεργασία της πληροφορίας, και β) ότι η προηγούμενη γνώση παίζει έναν σημαντικό ρόλο στη μάθηση.
Επιπλέον, ακόμη μία θεωρία μάθησης η οποία έχει κυριαρχήσει, σε μεγάλο βαθμό, στο παιδαγωγικό γίγνεσθαι είναι η θεωρία του «κονστρουκτιβισμού» (οικοδομισμός). Η θεωρία του κονστρουκτιβισμού, εμπνεόμενη και επηρεαζόμενη από τις μελέτες των Ζαν Πιαζέ και Τζερόμ Μπρούνερ, τονίζει τη σημασία της ενεργού συμμετοχής των μαθητών στην οικοδόμηση της γνώσης για τους ίδιους, και στην οικοδόμηση νέων ιδεών ή εννοιών με βάση την τρέχουσα γνώση και την παρελθούσα εμπειρία.
Το πρόγραμμα σπουδών πρέπει να είναι σχεδιασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να οικοδομείται η γνώση πάνω σε αυτό που ήδη ξέρουν οι μαθητές, εκκινώντας από σύνθετα προβλήματα και διδάσκοντας βασικές δεξιότητες κατά την επίλυση διαφόρων προβλημάτων, ούτως ώστε να κατανοηθεί η γνωστική ανάπτυξη των παιδιών και να σκιαγραφηθούν οι ψυχολογικές διαδικασίες της γνωστικής ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, ο δάσκαλος οφείλει να δρα ως «διευκολυντής», που ενθαρρύνει τους μαθητές να ανακαλύψουν τις αρχές και να δημιουργήσουν γνώση μόνοι τους, δουλεύοντας, παράλληλα, την επίλυση πραγματικών προβλημάτων.
Η θεωρία του «συμπεριφορισμού», οι «γνωστικές» θεωρίες και η θεωρία του «κονστρουκτιβισμού» αποτελούν τις σημαντικότερες θεωρίες μάθησης, οι οποίες τείνουν να κυριαρχούν στην Παιδαγωγική επιστήμη, χωρίς αυτό να σημαίνει την παραγνώριση της συμβολής των άλλων, μεταγενέστερων ή νεότερων, θεωριών μάθησης. Αποτελεί, ωστόσο, κοινή πεποίθηση ότι η παιδαγωγική θεωρία και πράξη έχει εμπλουτίσει σε μεγάλο βαθμό τη μεθοδολογία και την πρακτική της, κυρίως, εξαιτίας των τριών, «κυρίαρχων» παιδαγωγικών θεωριών (συμπεριφορισμός, γνωστικές θεωρίες, κονστρουκτιβισμός).
Όπως είναι φυσικό, οι παραπάνω «σχολές» σκέψης έχουν αναπτύξει μία έντονη ρητορική μεταξύ τους, εξαπολύοντας τα «βέλη» της η μία προς την άλλη. Στο παρόν άρθρο δεν είναι στις προθέσεις μας η λεπτομερέστερη ανάλυση και η έκθεση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων της κάθε «κατεύθυνσης», παρά η παρουσίαση των βασικών εννοιών και παραδοχών της κάθε θεωρίας, ούτως ώστε αυτές να χρησιμοποιηθούν προσθετικά κατά την εκπαιδευτική πράξη, προκειμένου να διευκολύνουν, κατά το δυνατόν, το έργο του εκπαιδευτικού.
* Ο Θεόδωρος Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!