Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΑΒΙΤΣΑ
Θεωρητικά μιλώντας, ο κάθε πολιτισμός πρεσβεύει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, περιλαμβάνει τα δικά του ήθη και έθιμα, διακριτές παραδόσεις κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και τις αλλεπάλληλες αλλαγές που αυτή έχει επιφέρει στη ζωή των ανθρώπων, μια εποχή κατά την οποία ολόκληρος ο πλανήτης λογίζεται ως ένα «παγκόσμιο χωριό» και η προώθηση των προτύπων ζωής (lifestyles), με τη βοήθεια και της εύκολα μεταδιδόμενης πληροφορίας από τη μια άκρη του πλανήτη στην άλλη, γίνεται καθημερινά με εντυπωσιακά ταχείς ρυθμούς, καθίσταται σαφής και η επιρροή που ασκείται στο περιεχόμενο των κάθε λογής πολιτισμών ανά την υφήλιο.
Επομένως, μέσα σε αυτό το νέο διαμορφούμενο πλαίσιο εγείρονται νέα ερωτήματα σχετικά με την ετερότητα. Τα ερωτήματα αυτά, τόσο ως προς τον τρόπο διαχείρισης όσο και ως προς την κατεύθυνση του προσδιορισμού εννοιών όπως αυτών της διαφοράς, της ετερότητας κ.λπ. και με δεδομένο ότι αυτή η ετερότητα βρίσκεται μέσα στο γενικό κι όχι απέναντί του, καθιστά επιτακτική την ανάγκη αναγνώρισης αυτής της κατάστασης, με απώτερο στόχο την καλύτερη δυνατή διαχείρισή της.
Προφανώς, η έννοια και η «διαχείριση» της ετερότητας συνδέονται στενά με θέματα όπως οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη των ενδο-ομάδων και των εξω- ομάδων, την κοινωνική συνοχή, την κοινωνική και πολιτική σύγκρουση, και τις κοινωνικές – εκπαιδευτικές παρεμβάσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Επιπλέον ερωτήματα που εγείρονται, και έχουν βασική θέση στον νέο διάλογο περί ετερότητας που πρέπει να αναπτυχθεί, είναι τα εξής: «Ποιος, πότε, πού ή τι ορίζει κάποιον ως διαφορετικό;», «Πώς εισπράττει ο οριζόμενος ως διαφορετικός αυτή του την ταξινόμηση;», «Πώς αντιμετωπίζει, ο οριζόμενος ως διαφορετικός, σε ποιο περιβάλλον και στο πλαίσιο ποιας λογικής τη μεταχείριση που υφίσταται –ως διαφορετικός– από τους εκπροσώπους των θεσμών ή από τους απλούς πολίτες;».
Η ετερότητα, ως έννοια και ως βίωμα, προϋποθέτει σύγκριση, είτε η σύγκριση αυτή είναι συνειδητή είτε όχι, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι κάποιος αφ’ εαυτού διαφορετικός, αλλά ότι είναι διαφορετικός σε σχέση με κάποιον άλλον. Επομένως, η κοινωνική τάξη, η δομή της και το νόημά της αναδεικνύουν τον «ξένο» αφού «ξένος» προσδιορίζεται αυτός που δεν προβλέπεται ως μέρος της καθιερωμένης πολιτισμικής πραγματικότητας και μπορεί να αμφισβητήσει τα αυτονόητα στοιχεία αυτής της πραγματικότητας.
Μπορούμε, επομένως, να υποστηρίξουμε τη θέση ότι η ετερότητα είναι περισσότερο μια κοινωνικά φορτισμένη και προσδιορισμένη έννοια, μια κοινωνική κατασκευή, παρά μία αυτόνομη και αναλλοίωτη οντότητα, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη θέση ότι ανέκαθεν οι πάσης φύσεως «ομοιογένειες» ήταν περισσότερο κοινωνικές κατασκευές, παρά οικουμενικές φυσικές οντότητες, ανεξάρτητες από το χρόνο και το χώρο.
* Ο Θεόδωρος Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!