Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ Δ. ΒΑΒΙΤΣΑ
Η κρατούσα άποψη για την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, ιδιαίτερα για τα παιδιά που προέρχονται από τη μετανάστευση σε μια χώρα υποδοχής, ήταν για πολλά χρόνια ότι όσο πιο νωρίς ξεκινά κανείς τη μελέτη, τόσο πιο εύκολα και σωστά τη μαθαίνει. Την παραπάνω άποψη ανέπτυξαν περαιτέρω οι υποστηρικτές του αφομοιωτικού μοντέλου, προωθώντας την πεποίθηση ότι οι αλλοδαποί μαθητές δεν πρέπει να έχουν την παραμικρή επαφή με τη μητρική τους γλώσσα στο σχολείο, έτσι ώστε να μάθουν κατά το δυνατόν γρηγορότερα την κυρίαρχη γλώσσα της χώρας υποδοχής.
Ωστόσο, οι πιο πρόσφατες έρευνες των επιστημονικών πεδίων της Γλωσσολογίας και της Γνωστικής Ψυχολογίας δείχνουν ότι η παραπάνω θέση αποτελεί τη «μισή αλήθεια», καθώς έχει ισχύ μόνο στην περίπτωση που ούτε εγκαταλείπεται ούτε παραμελείται η μητρική γλώσσα, η οποία αποτελεί τα θεμέλια επάνω στα οποία οικοδομείται η εκμάθηση της ξένης. Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφές ότι οι γλωσσικές ικανότητες στη μητρική γλώσσα αποτελούν τη βάση για την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από παλαιότερες σκανδιναβικές έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες όποια παιδιά είχαν αποκτήσει ικανοποιητικό επίπεδο στη μητρική τους γλώσσα, μπορούσαν όχι μόνο να την καλλιεργούν, αλλά και να αποκτούν με τη συνδρομή της γνώσεις στη δεύτερη γλώσσα. Αντίθετα, όσον αφορά τα παιδιά που είχαν μεταναστεύσει σε μικρότερη ηλικία και των οποίων διαταράχθηκε η εξέλιξη της μητρικής τους γλώσσας κατά τα πρώτα σχολικά έτη –πριν δηλαδή αποκτήσουν την ικανότητα αφαιρετικής σκέψης– παρουσίαζαν άσχημη επίδοση και στις δύο γλώσσες. Παρόμοια εικόνα παρουσίαζαν και τα παιδιά που μετανάστευσαν σε προσχολική ηλικία με αποτέλεσμα να μην προλάβουν να ολοκληρώσουν την ανάπτυξη της μητρικής τους γλώσσας.
Το ρήγμα στην κατάκτηση της μητρικής γλώσσας, το οποίο επιδρά στην εξέλιξη και των δύο γλωσσών (μητρικής και ξένης) έχει ως συνέπεια τη «διπλή ημιγλωσσία» ή «αφαιρετική διγλωσσία», που σημαίνει ότι το παιδί από την αλλοδαπή δεν κατέχει σωστά ούτε τη μητρική ούτε την ξένη γλώσσα.
Στην Ελλάδα σήμερα επικρατεί η γλωσσική/επικοινωνιακή κατάσταση της ατομικής διγλωσσίας, χωρίς κοινωνική διγλωσσία, κάτι το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι, ενώ υπάρχουν ομάδες που χρησιμοποιούν δύο γλώσσες, η κοινωνία και οι κοινωνικοί θεσμοί λειτουργούν μονόγλωσσα. Επίσης, στο χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης επικρατεί η κυρίαρχη γλώσσα, δηλαδή τα ελληνικά, χωρίς για την ώρα να διαφαίνεται ότι υπάρχει βούληση της λήψης μέτρων προς την κατεύθυνση της κοινωνικής διγλωσσίας – δεν υπάρχει άλλωστε κανένας λόγος που θα δικαιολογούσε κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και θα πρέπει να καταστεί σαφές, αφενός μεν ότι το αίτημα για δίγλωσση εκπαίδευση είναι διαφορετικό από το αίτημα της κοινωνικής διγλωσσίας, αφετέρου δε ότι η δίγλωσση εκπαίδευση δεν οδηγεί υποχρεωτικά στην κοινωνική διγλωσσία, παρά ενίοτε οδηγεί κατευθείαν σε μία και μόνο επίσημη γλώσσα.
* Ο Θεόδωρος Δ. Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!