Του ΧΡΙΣΤΟΥ Χ. ΛΙΑΠΗ
Γεννήθηκε ακριβώς 300 χρόνια μετά τον θάνατο του Γαλιλαίου και πέθανε ακριβώς 139 χρόνια μετά τη γέννηση του Άινστάιν. Στα λυκειακά μου χρόνια, στο μέσον της δεκαετίας του 90, η αγάπη μου για τη Φυσική συνδέθηκε με την ευρεία διάδοση της ελληνικής έκδοσης του «Χρονικού του Χρόνου», βιβλίο που έκανε πολλούς μαθητές να αγαπήσουμε τη Φυσική, το μάθημα που, παρά τη φιλολογική μου κλίση, αγάπησα διπλά και τριπλά, τόσο γιατί, όπως είπε και ένας άλλος μεγάλος εκλιπών της επιστήμης, ο Ιλία Πριγκοζίν «Η Φυσική είναι μία αφήγηση…», όσο και γιατί με το 153/160, στα δύσκολα θέματα του 1996, η Φυσική (…και όχι η Έκθεση, όπως ανέμεναν οι περισσότεροι εκ των φίλων και καθηγητών…) ήταν ουσιαστικά το μάθημα που «με έβαλε» στην Ιατρική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η απώλεια του λαμπρού αυτού πνεύματος φέρνει στον νου μου, όλους τους καθηγητές της Φυσικής που από το Γυμνάσιο, ακόμη, με έκαναν να αγαπήσω αυτό το μαγικό μάθημα. Τον αξέχαστο Χρήστο Νασίκα που από το 2001, πρόωρα, έφυγε κι εκείνος για τα μακρινά αστέρια των οποίων μας δίδαξε τις έλξεις και τις κινήσεις. Τον «πολύ» και μεταδοτικότατο Χρήστο Κατσιγιάννη, τον μεθοδικότατο Δημήτρη Τζήκο των κυκλωμάτων συνεχούς και εναλλασσομένου ρεύματος που εξηλέκτριζε την κριτική μας σκέψη, τον ξεχωριστό Γεώργιο Λεβέντη της Ά και Β´ Λυκείου, στους επαίνους και τη διδαχή του οποίου θα οφείλω πάντα μεγάλο μέρος της (…κατά πολλούς υπερβολικής…) αυτοπεποίθησής μου. Αυτοπεποίθηση όχι μόνο στις λέξεις (για αυτήν φροντίσανε νηπιαγωγοί, δάσκαλοι και φιλόλογοι…), αυτοπεποίθηση όχι μόνον στους τύπους και τις ασκήσεις της Φυσικής, αλλά και στην ίδια τη ζωή, που δεν είναι παρά η φυσική ιστορία του μυαλού μας.
Και πιο πίσω, στην αναλυτική Χατζηεφραιμίδου του εκκρεμούς της Γ´ Γυμνασίου, στον φυσιογνώστη Αποστόλη Σδράλη της Β´ Γυμνασίου και στον πατέρα μου που με ξύπναγε χαράματα για να με προετοιμάσει για τον νόμο Gay-Lussak, παρότι χτυπημένος κι εκείνος από χρόνια νευροεκφυλιστική νόσο, τη νόσο του Parkinson, με αλώβητες, όμως, τις διανοητικές του δυνάμεις. Γιατί οι νόσοι του Νευρικού Συστήματος, όπως η ALS του Stephen Hawking, όπως και όλες οι αρρώστιες που βασανίζουν την καθημερινότητα των θνητών, δεν κάνουν διακρίσεις λαμπρών ή καθημερινών εγκεφάλων. Και όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στη μοίρα της φθοράς και του θανάτου. Και αυτό που κάνει κάποιον αληθινά ξεχωριστό, όπως τον Μεγάλο Φυσικό που έφυγε, δεν είναι τόσο η ώθηση της ανθρώπινης διάνοιας στα διαστημικά ή στα Γκαουσιανά (εκ της ομώνυμης καμπύλης που απεικονίζει όλα τα βιολογικά μεγέθη, του I.Q. συμπεριλαμβανομένου) ακρότατα της μεγαλοφυΐας, όσο η πολυσθενής αντιμετώπιση της κάθε βιολογικής ή άλλης αντιξοότητας και η μεταβολή της σε δύναμη δημιουργίας.
«Perhaps one day I will go into space», έλεγε ο Stephen Hawking, έτι ζων. «Ίσως μια μέρα πάω στο διάστημα». Πολλές φορές η σκέψη του πήγε και μας πήγε, μαζί της, σε αδιερεύνητα μέρη και μυστικά του διαστήματος. Τώρα, που το αστέρι του έσβησε από τον ουρανό της ύπαρξης, τώρα που αυτό το λαβωμένο από τη νόσο του κινητικού νευρώνα πεφταστέρι «της των θνητών διανοίας» συντροφεύει τις Περσείδες, τους απλανείς και τα άλλα ουράνια σώματα, θα θελα να τον αποχαιρετήσω με «Τα Δάκρυα του Περσέα», με λίγες γραμμές από το υπό αυτόν τον τίτλο Διήγημά μου, καθώς λάμψη σαν τη δική του, δύσκολα θα φωτίσει ξανά το στερέωμα της Φυσικής:
«Πώς είναι δυνατόν να εμφανίζεται δεύτερη φορά η επιθανάτια λάμψη αυτής της σβησμένης ουράνιας βολίδας, αφού τα αστέρια –όπως και οι άνθρωποι- πεθαίνουν μόνο μια φορά, αφήνοντας το ‘προνόμιο’ των πολλαπλών θανάτων στα όνειρα και τις ευχές….»
Και με το κλείσιμο ενός άρθρου που είχα γράψει στην «Ελευθερία» ενώ ήμουν εκτοετής φοιτητής της Ιατρικής στο Α.Π.Θ., στο τρένο για τη Σαλονίκη:
«Η Θεσσαλονίκη πλησίαζε τρεμοπαίζοντας μαργιόλικα τα φώτα της, μάτια που ανοιγόκλειναν με νόημα. Στο νου μου ήρθε ο καθηγητής της Φυσικής, ο μεγάλος εκλιπών, ο Χρ. Νασίκας, ο άνθρωπος που μας έμαθε να υπολογίζουμε το βεληνεκές των ονείρων μας, να κρατούμε αδιαβατικές από το άγχος τις προσπάθειές μας και να προσδιορίζουμε οριακές τις ταχύτητές των στόχων μας μέσα στα μαγνητικά πεδία των αισθημάτων μας. «Δεν κάνουμε Φυσική» έλεγε ο δάσκαλος την ώρα του μαθήματος «κάνουμε Αρχαία!!!» θέλοντας να δείξει την αξία της γλώσσας, του ‘λόγου’, στην κατανόηση των ασκήσεων και στη σαφή διατύπωση των απαντήσεων, θέλοντας να δείξει πως ακόμη και στον σημερινό κόσμο της κατακερματισμένης επιστήμης και της υπερεξειδίκευσης, η γνώση είναι ουσιαστικά μία και ενιαία. Μέσα από τέτοιες παραδόσεις μας δίδαξε τελικά Ζωή….
Παρά την ψυχική δοκιμασία των Πανελληνίων θα ξαναγύριζα ευχαρίστως στα έδρανα του «ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ» , έτσι για να μελετήσω την ισορροπία σ’ ένα κεκλιμένο επίπεδο, για να αθροίσω τη θερμότητα των εναλλασσόμενων πυρακτώσεων ενός αγωγού, για τις συνθήκες έλλειψης βαρύτητας στους δορυφόρους, για την ορμή που ανακρούεται και για το κύκλοτρο. Και θα γυρνούσα, πρόθυμα, ακόμη πιο πίσω, στα μαθητικά χρόνια της κεντρομόλου, των ´εντός εναλλάξ’, της παραγοντοποίησης, των εγγεγραμμένων και των επίκεντρων γωνιών που μου τα δίδαξε ο πατέρας μου…. «Δύναμη φάντασμα» η φυγόκεντρος –πατέρα- που κάθε νύχτα συνομιλεί με τον αμλετισμό όσων η ευαισθησία τους τούς έκανε να αγαπήσουνε πραγματικά τις φυσικές επιστήμες, πρόσεξε μην παραλλάξει την τροχιά που διαγράφεις δορυφορούμενος τοις απλανοίς. Κάθε φορά που βλέπω το σχήμα μίας άσκησης, «δορυφορούμενη τω Πατρί» η σκέψη μου, όπως λένε και την Κυριακή στις εκκλησίες, σε πείσμα της Δευτέρας που επιμένει να αποδεικνύει μαθηματικά και αναπόδραστα πως η Ζωή δεν είναι παρά μια προσωρινή αντίφαση της εντροπίας…..»