Του ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Φιλολόγου
«Το ελληνικόν εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και Θεών ιδρύματα κοινά και θυσίαι ηθεά τε ομότροπα» (Ηρόδοτος, Ουρανία 144-14-16).
Το Μακεδονικό πέραν όλων των άλλων ανέδειξε και το θέμα της Ελληνικότητας. Ως όρος και περιεχόμενο είναι δύσκολο να προσδιοριστεί κι αυτή η σημασιολογική ασάφεια γεννά παρανοήσεις, αμφισβητήσεις και αντιπαλότητες όχι μόνο ανάμεσα στους γλωσσολόγους αλλά και μεταξύ ιστορικών, εθνολόγων αλλά και πληθυσμιακών ομάδων.
Ο όρος Ελληνικότητα χρησιμοποιείται από κάποιους (λαοί, άτομα, πνευματική δημιουργία….) που έχουν ανάγκη να πείσουν για την αυθεντικότητά τους και για τη μοναδικότητα της ταυτότητάς τους (ατομικής, εθνικής….). Συχνά δε, χρησιμοποιείται για να καταδείξει τη διαφορά – ετερότητα από τους άλλους και να αναδείξει την ανωτερότητα έναντι των άλλων.
Άλλοι συνδέουν την Ελληνικότητα με την εθνική ομφαλοσκόπηση ή τον ελληνοκεντρισμό κι άλλοι με μια στείρα και άγονη επιστροφή στο παρελθόν (ιστορική αρχετυπικότητα). Στόχος και των δυο μορφών η ανάγκη να καταδειχτεί ο αναλλοίωτος από το χρόνο χαρακτήρας της ελληνικής ιδιαιτερότητας και ιδιοπροσωπίας. Προσφεύγοντας στην αρχετυπική μήτρα του Ελληνισμού προβάλλουμε εμφαντικά στους «προηγμένους» ξένους τη διαχρονικότητα και οικουμενικότητα της εθνικής μας οντότητας. Παράλληλος στόχος της Ελληνικότητας είναι να φανερώσει πως βασικά στοιχεία του σύγχρονου Ευρωπαϊκού πολιτισμού ανευρίσκονται στο αρχαίο Ελληνικό μεγαλείο.
Ωστόσο, όποιους στόχους κι αν ικανοποιεί η χρήση του όρου Ελληνικότητα ή όποιες ανομολόγητες επιθυμίες ή ανασφάλειες υποκρύπτει είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εννοιολογικά γιατί δεν είναι μια οντολογική ουσία μετρήσιμη κι αποδείξιμη αλλά περισσότερο ένα βίωμα και μια διαίσθηση.
Η Ελληνικότητα ως έννοια εισάγεται στην ελληνική γλώσσα στα 1851 από τον Κων/νο Πωπ και ο Πολυλάς την πρωτοεισάγει το 1860 στην απάντησή του προς τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο υπερασπιζόμενος την ελληνικότητα της ποίησης του Σολωμού. Περισσότερο, όμως, ως έννοια και συζήτηση η Ελληνικότητα συνδέθηκε με τη δεκαετία και τη γενιά του 1930. Οι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς (ποιητές, πεζογράφοι, διανοούμενοι) αναζητούν τρόπους επικοινωνίας και σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν στην προσπάθειά τους να ορίσουν το ελληνικό στοιχείο στην τέχνη και όχι μόνο. Επιτελείται μια εξιδανίκευση του παρελθόντος (ιδεατό πρότυπο) και μια προσπάθεια γόνιμης σύνδεσής του με το παρόν, χωρίς τις μιμήσεις. Γίνεται προσπάθεια, δηλαδή, να προβληθεί η ιστορική συνέχεια σε όλες τις εκφάνσεις της (γλώσσα, τέχνη, νοοτροπία…).
«Εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» (Πλήθων).
Ωστόσο, το ζητούμενο της Ελληνικότητας ανευρίσκεται ως προβληματισμός αλλά και εθνική ανάγκη – επιταγή στα τέλη των Βυζαντινών χρόνων, όταν ο Χριστιανισμός και ο Ελληνισμός βρίσκονταν σε μια υπόγεια διαπάλη μέχρι που κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας βάδισαν παράλληλα και ως ένα βαθμό καθόρισαν τη Νεοελληνική Ταυτότητα.
Η συνέχεια της συζήτησης και του προβληματισμού απαντάται και στις αρχές του νεοελληνικού κράτους, όταν ετέθη το ζήτημα της μορφής – ταυτότητας (εθνικής, γλωσσικής,….) που θα έπρεπε να λάβει ως ελεύθερη κρατική οντότητα. Μια από τις παρενέργειες της προσπάθειας των νεοελλήνων για αυτοπροσδιορισμό ήταν και η δημιουργία του Αγγλικού, του Γαλλικού και Ρωσικού κόμματος που αν μη τι άλλο υποδήλωνε την εθνική ανασφάλειά τους (ετεροπροσδιορισμός).
Μια άλλη παράμετρος της Ελληνικότητας είναι και η σχέση της με τις έννοιες εθνική συνείδηση και εθνική ταυτότητα. Σίγουρα γειτνιάζουν σημασιολογικά, αλλά δεν ταυτίζονται. Συχνά αλληλοπροσδιορίζονται και γι’ αυτό από πολλούς χρησιμοποιούνται ως συνώνυμες έννοιες, αφού το νοηματικό φορτίο τους είναι ασαφές και ασταθές.
Η συνείδηση είναι κάτι πιο εσωτερικό και σταθερό, ενώ η ταυτότητα είναι κάτι το εξωτερικό και συχνά αλλάζει μορφή. «Η συνείδηση προϋποθέτει την ανακάλυψη εκ μέρους του υποκειμένου μιας προ-υπάρχουσας πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, φυλετικής καταγωγής ή κοινωνικής θέσης, αντίθετα η ταυτότητα επιτρέπει την πολλαπλότητα καθώς κανείς μπορεί να εφευρίσκει και να εναλλάσσει ταυτότητες…. Διακινδυνεύω, λοιπόν, την ερμηνευτική υπόθεση ότι η ελληνικότητα προκύπτει ως έννοια για να γεφυρωθεί η διάσταση συνείδησης και ταυτότητας, να αναπληρωθεί, δηλαδή, η αδυναμία της συνείδησης να λειτουργήσει ως ταυτότητα» (Τζιόβας Δημήτρης «Ελληνικότητα: συνείδηση ή ταυτότητα»).
Οι όποιες προσπάθειες των ειδικών να προσδιορίσουν με ακρίβεια την έννοια της Ελληνικότητας υστερεί πάντα της αντίστοιχης του Ηροδότου. Πρώτος αυτός όρισε ως βασικές συνιστώσες του Ελληνισμού – Ελληνικότητας τα: Το όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομόθρησκον και το ομότροπον. Η κοινή καταγωγή, η ίδια γλώσσα, οι ίδιοι θεοί και οι τρόποι (πολιτισμός) διαμορφώνουν το βασικό ιστό της Ελληνικότητας. Λείπει το «ομότοπον» που θα περιόριζε την έννοια, αφού ο Ελληνισμός – Ελληνικότητα ως ιδέα ή πνεύμα υπερβαίνει τα γεωγραφικά όρια της αρχαίας πόλης – κράτους. Όσο κι αν τα παραπάνω στοιχεία απειλούνται με διάβρωση από τον παγκόσμιο ηλεκτρονικό ιστό, εξακολουθούν να αποτελούν σημείο αναφοράς για άτομα και λαούς.
Αν για τον Ηρόδοτο το «μέτρο» της Ελληνικότητας ήταν η καταγωγή, η γλώσσα, η θρησκεία και τα ήθη για τον Ισοκράτη (Αθηναίος ρήτορας) μέτρο ήταν η Αθηναϊκή παιδεία «και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκεν μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας» (Το όνομα των Ελλήνων δεν δήλωνε την καταγωγή αλλά τη διανόηση….και Έλληνες καλούνται αυτοί που μετέχουν στη δικιά μας παιδεία παρά στην κοινή φύση).
Για τον Ισοκράτη, δηλαδή, η Ελληνικότητα δεν είχε φυλετικό περιεχόμενο, αλλά πολιτιστικό. Για τη συμμετοχή, όμως, στους Ολυμπιακούς αγώνες η καταγωγή (Ελληνικότητα) ήταν η αναγκαία προϋπόθεση. Ο Αλέξανδρος Α’ ο Μακεδών έγινε δεκτός στους Ολυμπιακούς αγώνες αφού έπεισε για την Ελληνικότητά του «Αλέξανδρος δε επειδή απέδειξε ως είη Αργείος, εκρίθη τε είναι Έλλην και αγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τω πρώτω» (Ηρόδοτος, 5, 22).
Ωστόσο, ο όρος Ελληνικότητα στη διαχρονική της διαδρομή ταυτίστηκε με την κουλτούρα, την ιθαγένεια, τη γλώσσα ή και την εθνική ταυτότητα, χωρίς να συμπίπτει σημασιολογικά με κανένα από αυτά. Για κάποιους η Ελληνικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας άγονος εθνοκεντρισμός που μας εγκλωβίζει στο «δοξασμένο» παρελθόν. Ένα, δηλαδή, ιδεολόγημα που εμπεριέχει πολλά στοιχεία προγονοπληξίας. Για άλλους αποτελεί μια κληρονομιά ηθικοπνευματικής καλλιέργειας κι ένα συναίσθημα ιδιαιτερότητας και διαφοροποίησης σε σχέση με τα άλλα έθνη.
Ο σαφής, λοιπόν, προσδιορισμός της Ελληνικότητας ως βιώματος προσκρούει πάντα στην υποκειμενικότητα των κριτηρίων και προϋποθέσεων που επιλέγονται. Ωστόσο, όλοι συμφωνούν πως η Ελληνικότητα, ως βασικό συστατικό της εθνικής ταυτότητας του Έλληνα, δεν συνιστά κάτι αυτοφυές ούτε παράγωγο φαινόμενο κάποιων γονιδιακών καταβολών.
Η Ελληνικότητα, δηλαδή, προσδιορίζεται από δυο βασικές συνιστώσες, την ιστορία και τον πολιτισμό. Ο καθένας γεννιέται, ανατρέφεται, γαλουχείται κι αναπτύσσεται μέσα σε ένα ιστορικό και πολιτισμικό περιβάλλον που επιδρά καθοριστικά στη διαμόρφωση των βασικών συνιστωσών της εθνικής ταυτότητας. Η ιστορία και ο πολιτισμός συνθέτουν ένα συλλογικό ασυνείδητο το οποίο χρωματίζει με ιδιαίτερο τρόπο τους κώδικες ερμηνείας τόσο της εξωτερικής πραγματικότητας όσο και του εσωτερικού μας κόσμου.
Οι παραδόσεις, οι αξίες, τα πρότυπα, τα σύμβολα, οι κοσμοθεωρίες, η ηθική και γενικότερα η ιστορική μνήμη συνθέτουν με ένα περίεργο τρόπο τον ιστό της Ελληνικότητας, ως αυθεντικό βίωμα ή βιοθεωρία του ατόμου που αισθάνεται Έλληνας. Η συνείδηση, όμως, της εθνικής ιδιαιτερότητας λειτουργεί τόσο ως ενοποιητικός παράγοντας όσο και ως στοιχείο δημιουργικής διαφοροποίησης. Αυτός ο διττός ρόλος της εθνικής συνείδησης συνθέτει τα αντικρουόμενα ατομικά «πιστεύω» και υφαίνει τον πυρήνα της Ελληνικότητας, ως ολότητας – ενότητας.
Η ιστορία, λοιπόν, και ο πολιτισμός με τις συνεχείς ιδεολογικές επιχωματώσεις δομούν στην πορεία του χρόνου το εννοιολογικό ιστό της Ελληνικότητας. Η εθνική, επομένως, συνείδηση ενοποιεί σε μια δημιουργική αρμονία – σύνθεση τα παράλληλα υπόγεια ρεύματα της ιστορίας και του πολιτισμού υφαίνοντας έτσι το εθνικό μας «είναι», την Ελληνικότητα.
Ελληνισμός, λοιπόν, και Ελληνικότητα πασχίζουν να ισορροπήσουν ή να συνθέσουν αρμονικά το «Είναι» με το «γίγνεσθαι», τον Παρμενίδη με τον Ηράκλειτο.
Ο Ελύτης προσδιόρισε την Ελληνικότητα ως ένα μείγμα σκέψης, αίσθησης και θεώρησης του κόσμου. «Μια ζωήν ολόκληρη αγωνίστηκα για αυτό που λέμε Ελληνικότητα και που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος να βλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα».
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεωρούσε πως «το να είσαι Έλληνας είναι θέμα αγωγής και όχι καταγωγής».
Το βίωμα της Ελληνικότητας (συνέχεια Παράδοσης και Παρόντος) το απέδωσε με έναν ξεχωριστό τρόπο ο Γ. Σεφέρης στο ποίημά του «Ο Ηδονικός Ελπήνωρ». Γιατί μόνο ποιητικά μπορεί κάποιος να ορίσει την Ελληνικότητα, γιατί η ποίηση χρησιμοποιεί τη γλώσσα αφαιρετικά. Και η Ελληνικότητα περισσότερο είναι αφαίρεση – βίωμα και λιγότερο οντότητα.
«-Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο./ – Όχι, σε κυνηγούν, πως δεν το βλέπεις;/ Θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους/ με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες/ κι όμως την ξέρεις./ -Τα αγάλματα είναι στο μουσείο/ Καληνύχτα/ -…. γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, / είμαστε εμείς….»