Επί τη ευκαιρία του προσεχούς εορτασμού του ιστορικού «ΟΧΙ» στις απαιτήσεις των Ιταλών το 1940, παραθέτουμε δύο επίκαιρες συνεντεύξεις που πήρε ο Καθηγητής Νίκος Κατοίκος παλαιότερα (1983) από ένα παλιό συμπατριώτη πολεμιστή και από μια γερόντισσα.
Ο πρώτος ήταν ο Δημήτριος Παπαδημητρίου, 64 χρόνων τότε, από την Μητρόπολη Καρδίτσας. η γερόντισσα ήταν η Αγαθή Πρίτσα, 68 χρόνων τότε, από τη Φυλακτή Καρδίτσας.
Η συζήτηση μεταξύ του Καθηγητή και του παλαιού Πολεμιστή έχει ως εξής:
ΕΡ.: Μπάρμπα-Μήτσο, πώς δέχτηκες την ανακοίνωση για την κήρυξη του πολέμου και τη διαταγή για επιστράτευση;
ΑΠ.: Ήμουν κληρωτός. Υπηρετούσα στο 21ο Σύν/γμα Πεζικού. Βρισκόμασταν στα Βουργαρικά σύνορα, και συγκεκριμένα στο Αχλοδοχώρι Σερρών. Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΜΑΣ ΞΑΦΝΙΑΣΕ κυριολεκτικά, γιατί δεν περιμέναμε κάτι τέτοιο. Ήταν πραγματικά ένα «σοκ». Ήταν ένας αιφνιδιασμός. Παρ’ όλα αυτά, το ηθικό μας δεν έπεσε. αντίθετα, το γεγονός μάς ατσάλωσε στην καρδιά. Από εκεί μετακινηθήκαμε με αναπτερωμένο ηθικό για το Μέτωπο.
«ΑΜΥΝΑ ΜΕΧΡΙΣ ΕΣΧΑΤΩΝ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΠΙΣΩ …»
ΕΡ.: Σε ποια μάχη πήρες μέρος; Περίγραψέ την.
ΑΠ.: Βρισκόμαστε μεταξύ Τρεμπεσίνας και του όρους Τομάρι, στα υψώματα 731, Κυριακή των Βαΐων. Όλα έδειχναν πως η μέρα αυτή θα ήταν ευχάριστη, γιατί ο ήλιος βγήκε ολόχρυσος και ανηφόριζε το δρόμο του. Εγώ και οι άλλοι δύο συνάδελφοί μου Ομαδάρχες (ήμασταν Λοχίες) καθόμασταν και συζητούσαμε. Τι άλλο, για το τι θα γίνει! Στο παρατηρητήριο βρισκόταν ο σκοπευτής του οπλοπολυβόλου της ομάδας μου. Κατά τις 8 το πρωί ακούμε να πέφτει ένα βλήμα όλμου περίπου είκοσι μέτρα μακριά μας. Δεν δώσαμε σημασία, γιατί ήταν κάτι το συνηθισμένο. Σε λίγο πέφτει και άλλο ένα. Ακολουθεί τρίτο. Ανησυχήσαμε και σηκωθήκαμε και οι τρεις. Εκείνη τη στιγμή ακούω το σκοπευτή μας να με φωνάζει να πάω στο παρατηρητήριο. Τρέχω αμέσως και τι να δω. Σε απόσταση χιλίων περίπου μέτρων βλέπω να είναι συγκεντρωμένοι Ιταλοί, γύρω στα δύο Τάγματα, και να προχωρούν προς το μέρος μας. Αμέσως, φωνάζω το Διμοιρίτη μου, Έφεδρο Ανθυπολοχαγό Καραμάνη, και αυτός με τη σειρά του φωνάζει το λοχαγό μας Κουρούκλη. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΗΤΑΝ ΑΚΡΩΣ ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΗ. Ο Λοχαγός διατάζει το σαλπιγκτή να σημάνει συναγερμό. Όλος ο λόχος παίρνει τις θέσεις, που από πρωτύτερα ήταν καθορισμένες. Γίνεται συμβούλιο Λοχαγού-Διμοιριτών και Λοχιών. Απόφαση: ΑΜΥΝΑ ΜΕΧΡΙΣ ΕΣΧΑΤΩΝ. Το σύνθημα για την έναρξη του πυρός θα το έδινε ο Λοχαγός. Διμοιρίτες και ομαδάρχες πηγαίνουν στα χαρακώματα, στις διμοιρίες και στις ομάδες αντιστοίχως. Τα πάντα είναι έτοιμα για την «υποδοχή» των Ιταλών.
Αυτοί όλοι προχωρούν προς τις θέσεις μας. Τα πυροβόλα των Ιταλών όλων των διαμετρημάτων ξερνούν τις οβίδες τους παντού. Ακόμη, κάνουν και πυρά φραγμού στα μετόπισθεν, για να μην έρθουν ενισχύσεις. ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΩΣΤΗ ΚΟΛΑΣΗ. Πρέπει να έχει κανείς ατσάλινα νεύρα, για να την ανεχτεί. Και όμως, οι στρατιώτες μας, αυτοί οι αφανείς ήρωες, την αντιμετώπισαν ψύχραιμα. Οι Ιταλοί υποστηριζόμενοι από το Πυροβολικό τους όλο και προχωρούν. Φτάνουν στα πεντακόσια, τετρακόσια, τριακόσια, διακόσια μέτρα. Η αγωνία κορυφώνεται. Ο λοχαγός μας σε μια στιγμή λέει: ΠΑΙΔΙΑ Της ΕΛΛΑΔΑΣ, Η ΩΡΑ ΕΦΤΑΣΕ! Μη λυποψυχήσει κανείς. Φανείτε αντάξιοι των προγόνων μας. Ούτε ένας πίσω. Θέλω μόνον οι προμηθευτές και οι γεμιστές των πολυβόλων και οπλοπολυβόλων να ταΐζουν συνέχεια. Η νίκη είναι δική μας. Και αμέσως, με έναν πυροβολισμό που ήταν και το σύνθημα, ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ. Τα αυτόματά μας άρχισαν το κροτάλισμα, λες και ήταν μια καλοκουρδισμένη ορχήστρα. Οι Ιταλοί ξαφνιάζονται. Ένας κοντά στον άλλον πέφτει νεκρός. ΦΟΒΕΡΟ ΤΟ ΘΕΑΜΑ. Ο επικεφαλής Ιταλός Αξιωματικός προσπαθεί να τους εμψυχώσει λέγοντας συνεχώς το «ΑΒΑΝΤΙ» (προχωρείτε). Το κωμικοδραματικό ήταν ότι οι Ιταλοί στρατιώτες θέλοντας να μιμηθούν το δικό μας «ΑΕΡΑ» άρχισαν να φωνάζουν: «Αέρια γκρέκο». Προχωρούν και θερίζονται από τα αυτόματα τα δικά μας και τις χειροβομβίδες, που έριχναν εκπαιδευμένοι στρατιώτες. Ο Αξιωματικός τους εξακολουθεί να τους παροτρύνει. Τότε ακούγεται και η φωνή του δικού μας λοχαγού: Όλα τα αυτόματα να στρέψουν τις κάνες τους εναντίον του Ιταλού Αξιωματικού. Και αυτό έγινε. Σε κλάσμα δευτερολέπτου είναι νεκρός. Το τι επακολούθησε δεν λέγεται. Οι Ιταλοί στρατιώτες, λες και ήταν συνεννοημένοι, άρχισαν την ακάθεκτη υποχώρηση. Σαν να μην έφτανε η πανωλεθρία που έπαθαν από εμάς, άρχισε να βάζει εναντίον τους το δικό τους πυροβολικό (νομίζανε πως εμείς κάναμε αντεπίθεση), που στην κυριολεξία τους διέλυσε.
Η μάχη τελείωσε. Για μια ακόμη φορά τα ελληνικά όπλα θριάμβευσαν. Άλλη μια ήττα των κοκορόφτερων του ξιπασμένου Μπενίτο Μουσολίνι και των συνεργατών του.
Μετά τη μάχη έγινε προσκλητήριο.
Απολογισμός: Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Παζαρλής Χρήστος νεκρός, Λοχίας Κρομμύδας Ευθύμιος νεκρός, Δεκανέας ΚΟΕΝ (Εβραίος) νεκρός…
Στην τελευταία τους κατοικία τους συνοδέψαμε με ομοβροντίες των όπλων μας.
ΕΡ.: Θυμάστε χαρακτηριστικά περιστατικά από τον πόλεμο; Περίγραψέ τα.
ΑΠ.: Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό είναι το εξής: Μια βραδιά κατά τις δύο η ώρα περίπου, όταν γύρισα από την έφοδο των φυλακίων και πήγα στο αμπρί, ξύπνησα τον άλλον συνάδελφο να συνεχίσει αυτός. Καπνίσαμε ένα τσιγάρο, συζητήσαμε λίγο και μετά από μια ώρα περίπου σηκώθηκε να πάει για έφοδο. Φτάνοντας στα χαρακώματα άκουσε έναν θόρυβο σε απόσταση 50 περίπου μέτρων. Τι είχε γίνει;
Μια Ιταλική περίπολος πέρασε τις γραμμές μας, με σκοπό να αιφνιδιάσει τη Διμοιρία μας (ρίχνοντας χειροβομβίδες), και ακόμη να αρπάξει το σκοπό στρατιώτη για συλλογή πληροφοριών. Όμως, ο συνάδελφος έκαμε συναγερμό και αμέσως μια ομάδα άρχισε να τους καταδιώκει. Αυτοί φύγανε, χωρίς να μπορέσουμε να πιάσουμε κανέναν, γιατί το σκοτάδι ήταν πυκνό και ο καιρός άσχημος.
ΕΡ.: Έχεις τη γνώμη ότι οι Ιταλοί πολέμησαν γενναία; Σε ποια μάχη έδειξαν ιδιαίτερα μαχητικότητα;
ΑΠ.: Βασικά, οι Ιταλοί δεν ήταν φιλοπόλεμοι. Ένας λαός που έχει για βίωμά του τη μουσική, δεν αγαπά τον πόλεμο. Παρ’ όλα αυτά, πιεζόμενοι από τους φανατικούς μουσολινικούς Αξιωματικούς, ήταν γι’ αυτούς ο πόλεμος δίκοπο μαχαίρι. «Εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα». Γι’ αυτό και αγωνίστηκαν μαχητικά, ιδιαιτέρως στις μεγάλες εαρινές μάχες, που έγιναν από 9-16 Μαρτίου 1941. Δυστυχώς όμως, γι’ αυτούς χωρίς αποτέλεσμα. Νικήθηκαν κατά κράτος, και προσωπικά ο Ντούτσε, που βρισκόταν εκεί, όπως μάθαμε.
ΕΡ.: Πώς αντιμετωπίσατε τους Ιταλούς αιχμαλώτους;
ΑΠ.: Τους Ιταλούς αιχμαλώτους πάντα τους αντιμετωπίζαμε με καλοσύνη, συμπάθεια και λύπη, γιατί ήταν πραγματικά αξιοθρήνητοι και με καταρακωμένο ηθικό. Ποτέ, τουλάχιστον το δικό μας Τμήμα δεν έκαμε κακό σε κανένα.
ΕΡ.: Πώς βλέπατε τους συμπολεμιστές σας και τη διάθεσή τους να πάρουν μέρος σε αυτόν τον πόλεμο;
ΑΠ.: Οι συμπολεμιστές μου ήταν όλοι άνθρωποι από ξεχωριστή πάστα, μπορεί να πει κανείς αδίστακτα. Σε καμιά περίπτωση δεν γόγγυσαν, δεν λιποψύχησαν, δεν έχασαν το ηθικό τους. Αντίθετα, η διάθεσή τους να πάρουν μέρος σε αυτόν τον πόλεμο ήταν διάχυτη. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τα αφανή και γενναία αυτά παιδιά πολέμησαν -λίγοι μα ψυχω-μένοι- τις ατέλειωτες και καλά οπλισμένες Μεραρχίες του Μουσολίνι.
ΕΡ.: Πού πιστεύεις ότι οφείλεται η νίκη των Ελλήνων;
ΑΠ.: Εμείς οι Έλληνες έχουμε το τρίπτυχο: ΠΑΤΡΙΣ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Ακριβώς για να μην καταπατηθούν αυτά τα τρία σύμβολα, δίνουμε το παν, για να τα υπερασπίσουμε από κάθε εισβολέα, όποιος κι αν είναι αυτός. Το ίδιο συνέβη και σε εκείνον τον πόλεμο. Για να τα διαφυλάξουμε, πολεμήσαμε και νικήσαμε. Ανεξάρτητα αν μεσολάβησαν άλλα γεγονότα, η νίκη μας αυτή δεν χάνει την αξία της, και γι’ αυτό κάθε χρόνο τη γιορτάζουμε.
«ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΕΦΤΑΙΓΑΝ», ΛΕΕΙ Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ
Στο χωριό Φυλακτή Καρδίτσας συνάντησα το 1983 την 68χρονη Πρίτσα Αγαθή και μίλησα για λίγο μαζί της για τον πόλεμο.
ΕΡ.: Πώς έμαθες για τον πόλεμο, κυρά-Αγαθή, και την επιστράτευση; Τι αισθάνθηκες εκείνη τη στιγμή;
ΑΠ.: Στις 28 Οκτωβρίου τα χαράματα άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες του Χωριού. Ο κόσμος πάγωσε και ρωτούσε ο ένας τον άλλο τι έγινε. Μετά από λίγο μάθαμε ότι οι Ιταλοί μπήκαν στην Ελλάδα και ότι οι ίδιοι έλεγαν: «Για έναν καφέ θα πάρουμε την Ελλάδα. το άλλο πρωί θα πίνουμε καφέ στην Αθήνα». Αυτό μας έκαμε να φοβηθούμε πιο πολύ. Αλλά βλέποντας την προθυμία των αντρών μας να πάνε στο Μέτωπο, είπαμε ότι με ΤΕΤΟΙΟΥΣ Α-ΝΤΡΕΣ ΔΕΝ ΧΑΝΕΤΑΙ ο πόλεμος. Κατέβηκαν οι άντρες με τα πόδια στην Καρδίτσα και από κει με ό,τι μέσο βρήκε ο καθένας ξεκίνησαν για τις μονάδες τους.
ΕΡ.: Πώς μαθαίνατε νέα των ανδρών σας από τον πόλεμο και πώς περνούσατε στο χωριό, όσο κρατούσε ο πόλεμος;
ΑΠ.: Νέα των αντρών δεν παίρναμε συχνά. Εγώ πήρα γράμμα στους δύο μήνες από τη Λάρισα. Ο άντρας μου είχε τραυματιστεί στο πόδι (Το βλήμα το είχε ως που πέθανε. Το «παράσημό μου», έτσι έλεγε).
Είχα εκείνο τον καιρό τα δυό μου αγόρια. Κλαίγαμε, γιατί δεν ξέραμε αν ζούσαν οι δικοί μας. Κάναμε όμως κουράγιο για τα παιδιά μας. ΔΟΥΛΕΥΑΜΕ ΣΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ, για να τα ζήσουμε. Στο χωριό δεν υπήρχαν ραδιόφωνα, για να μαθαίνουμε τα του πολέμου. Κάποια μέρα ο Πρόεδρος μάς είπε ότι νικήσαμε τους Ιταλούς, αλλά μας πήρανε οι Γερμανοί. Ξέραμε από φήμες πόσο σκληροί ήταν αυτοί και τρέξαμε να κρυφτούμε.
ΕΡ.: Στους Ιταλούς αιχμαλώτους πώς φέρθηκαν οι Έλληνες
ΑΠ.: Στο χωριό μας έφεραν Ιταλούς αιχμαλώτους από τη Νεράιδα. Ο άντρας μου δεν πήρε αιχμάλωτο, γιατί τους λυπόταν. Είχε όμως ο αδελφός του έναν μαζί με τον εξάδελφό του.
Ο εξάδελφός του τον έβαζε να δουλεύει, μα στο δικό μας το σπίτι περνούσε καλά. Οι περισσότεροι Έλληνες φέρθηκαν καλά στους Ιταλούς αιχμαλώτους. Τον δικό μας τον έλεγαν Τζιόρτζιο και ήταν μόλις 18 χρονών. Ήταν ασυνήθιστος στις δουλειές και γι’ αυτό δεν τον βάζαμε να δουλεύει σκληρά. Ήταν πρόσχαρος με όλους γι’ αυτό τα παιδιά τον αγαπούσαν πολύ. Όταν έφυγε, μας άφησε φωτογραφίες του κι εμείς του δώσαμε δικές μας. Μα νέα του δεν πήραμε ποτέ. Πιστεύουμε ότι οι σύμμαχοι βύθισαν τα καράβια, με τα οποία έστειλαν τους Ιταλούς στην πατρίδα τους.
ΕΡ.: Πώς θα σου φαινόταν να έβλεπες τώρα μπροστά σου έναν Ιταλό ή Γερμανό που πολέμησε τότε την Ελλάδα;
ΑΠ.: Εμείς, παιδί μου, που περάσαμε εκείνη την κατάσταση ξέρουμε ότι δεν έφταιγαν οι α-πλοί στρατιώτες. ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΕΦΤΑΙΓΑΝ.
Εφημερίδα «Μάχη», 28-10-1983
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!