Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΗΜ. ΒΑΒΙΤΣΑ
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε παλαιότερα άρθρα μας, η έννοια της «ετερότητας» βρίσκεται σε διαλεκτική σύνδεση με αυτή της «ταυτότητας», και ιδιαίτερα με τις συλλογικές ταυτότητες, όπως είναι η εθνική, η εθνοτική, η θρησκευτική και η γλωσσική ταυτότητα, οι οποίες, από ψυχοκοινωνική σκοπιά, είναι κατά βάση κοινωνικές ταυτότητες.
Ωστόσο, από τη στιγμή που η ταυτότητα παρουσιάζεται σε συνδυασμό με μία ή περισσότερες από τις προαναφερθείσες κατηγορίες της εθνικότητας, εθνότητας, θρησκείας και γλώσσας, προσδιορίζοντας κατά κάποιον τρόπο το περιεχόμενο της αντίστοιχης διαφοράς, στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με πολιτισμική ταυτότητα.
Παρ’ όλα αυτά, η έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας παρουσιάζει κάποια προβλήματα, κι αυτό διότι: πρώτον, οι ταξινομήσεις που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και οι επίσημες που πραγματοποιούνται υπό την ευθύνη των επίσημων αρχών της κάθε χώρας, αφορούν, ως επί το πλείστον, κατηγορίες όπως κράτη, θρησκείες, εθνότητες και γλώσσες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υφίστανται ως ταξινομικά σχήματα με πολιτισμούς ως συστατικές κατηγορίες, εκτός, βέβαια, εάν πίσω από κάθε κράτος, έθνος, θρησκεία ή γλώσσα αντιληφθεί κανείς έναν πολιτισμό, πράγμα το οποίο είναι άκρως δυσχερές, με αποτέλεσμα η έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας να παραπέμπει συνήθως στο περιεχόμενο, στην ουσία της ταυτότητας, και να δηλώνει τις ιδιότητες, τις αξίες, τις στάσεις και τις συμπεριφορές που αναμένονται από τον φορέα της και, δεύτερον, η χρησιμοποίηση του όρου της πολιτισμικής ταυτότητας προκειμένου να γίνουν αναφορές στα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες ενός ατόμου, «εξομοιώνει» το άτομο αυτό με όλα τα ομοειδή άτομα, δηλαδή με όλους όσοι έχουν την ίδια πολιτισμική ταυτότητα και, ταυτόχρονα, το διαφοροποιεί από όλους τους υπόλοιπους που δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία.
Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η εθνική (ή εθνοτική) ταυτότητα παραπέμπει σε περιεχόμενο, στις ιδιότητες, δηλαδή, που υποτίθεται ότι έχουν κοινές όλα τα μέλη ενός έθνους, οι φορείς της εθνικής ταυτότητας, με αποτέλεσμα οι ιδιότητες αυτές, το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας, να ονομάζονται πολιτισμική ταυτότητα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι παραγωγοί λόγου βλέπουν πίσω από κάθε έθνος ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, πίσω από κάθε κράτος, έναν διακριτό πολιτισμό.
Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι η σχέση της πολιτισμικής ταυτότητας με τους άλλους τύπους ταυτοτήτων είναι σχέση «κελύφους/περιεχομένου», δεν πρόκειται για πέμπτο, αυτόνομο τύπο ταυτότητας, για έναν ακόμη τύπο «ανήκειν» σε κάποια άλλης τάξεως συλλογικότητα, γεγονός το οποίο γίνεται ακόμη πιο σαφές αν αναλογιστεί κανείς ότι κάθε άτομο είναι ένα πολυταυτοτικό, από κοινωνικής πλευράς, υποκείμενο, καθώς ανήκει, ούτως ή άλλως, σε πολλαπλές συλλογικότητες.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και την κομβικής σημασίας διαπίστωση ότι η πολιτισμική ταυτότητα αποτελεί μία κοινωνικά διαμεσολαβημένη έννοια, κι όχι μια φυσική οντότητα, αμετάβλητη και εγγενή στο κάθε υποκείμενο, καθίσταται εφικτή η καταπολέμηση των προκαταλήψεων απέναντι σε υποκείμενα που ανήκουν σε συγκεκριμένες ομάδες, αποφεύγοντας την a priori «ομογενοποίηση» των ανθρώπων.
* Ο Θεόδωρος Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!