Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΗΜ. ΒΑΒΙΤΣΑ
Ο Jurgen Habermas θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της λεγόμενης και δεύτερης γενιάς της Σχολής της Φρανκφούρτης. Με τη συνολική κριτική του, εμπλουτίζει αλλά και διαφοροποιεί το έργο της Κριτικής Θεωρίας καθώς ενοποιεί θεωρητικά μία ολόκληρη παράδοση δίνοντάς της τον τίτλο «φιλοσοφία του υποκειμένου» –η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους Horkheimer, Adorno, Marx, Hegel, Heidegger και Derrida– και προκρίνει τη θεωρία της «Επικοινωνιακής Δράσης» ως διέξοδο από τις απορίες ενός λόγου που είναι αποκλειστικά επικεντρωμένος στο υποκείμενο, και ως εκ τούτου –πλέον– γνωσιακά εξαντλημένος.
Τη δεκαετία του 1980, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε αυτή η λεγόμενη και «γλωσσική στροφή» στην κριτική κοινωνική θεωρία, με τον Habermas να παρουσιάζει μια νέα θεωρητική πρόταση κανονιστικής θεμελίωσης της Κριτικής Θεωρίας στην «επικοινωνιακή ηθική» προχωρώντας ακόμη και σε κρίσιμη αμφισβήτηση των αναλύσεων των προκατόχων του.
Όπως αναφέρεται, ο Habermas διακρίνει στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού τη διάγνωση αφενός της παντοδυναμίας ενός διεφθαρμένου και ολοκληρωτικού λόγου που, αδυνατώντας να παράσχει πρόσβαση στη γνώση, ακρωτηριάζει ουσιαστικά τον θεωρητικό στοχασμό και, αφετέρου, της πανταχού παρούσας κυριαρχίας του υποκειμένου πάνω σε μία «αντικειμενοποιημένη εξωτερική» και σε μία «καταπιεσμένη εσωτερική» φύση.
Επιπλέον, ο Habermas ερμηνεύει την «αρνητική διαλεκτική» του Adorno ως γενικευμένη άρνηση της δυνατότητας που έχει το υποκείμενου να προβεί σε μία έγκυρη και θετική εννοιολόγηση τους αντικειμένου της γνώση.
Αυτή η στροφή Παραδείγματος που εγκαινιάζει ο Habermas, η οποία ομολογουμένως εντυπωσιάζει για την ευρηματικότητά της, το θεματικό της εύρος αλλά και για τον πλούτο των αναφορών της, εισαγάγει νέα ερμηνευτικά εργαλεία καθώς και νέες οπτικές στην Κριτική Θεωρία, έχοντας βέβαια μεταθέσει το θεωρητικό κέντρο βάρους από την εργασία –ή, αλλιώς, παραγωγή– στην επικοινωνία και από την «πολιτική της φιλοσοφίας του υποκειμένου» σε αυτήν της «ριζικής διυποκειμενικότητας», προσδίδοντας, ως εκ τούτου, νέα όρια στην Κριτική Θεωρία, τα οποία την μεταλλάσσουν, καθώς πλέον οι δομές της κοινωνικής κυριαρχίας ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του αποτελέσματος διαδικασιών επικοινωνιακής συμφωνίας, προβάλλοντας έτσι ένα αίτημα υλοποίησης της διυποκειμενικής ελευθερίας.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι ο Habermas επιδιώκει και επιθυμεί να συσχετίσει την έννοια της διυποκειμενικότητας με την έννοια της συνεννόησης, πράγμα το οποίο επιτυγχάνει στο πλαίσιο της «Επικοινωνιακής Δράσης», γι’ αυτό κι εκφράζει τη θέση ότι ο προσδιορισμός κάθε κοινωνικής δράσης δεν μπορεί να παρακάμψει την προβληματική της κατανόησης του νοήματος και ότι η έννοια του νοήματος, καθώς μας παρέχει το αναγκαίο κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα στην έλλογη δράση και στην παρατηρήσιμη συμπεριφορά, είναι καθοριστικός όρος για τη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Έτσι, προτείνεται κι επιδιώκεται η αμοιβαία κατανόηση, προκειμένου να επιτευχθεί ένας γνήσιος διάλογος με κατεύθυνση προς την διυποκειμενική επικοινωνία.
* Ο Θεόδωρος Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!