Η διαπολιτισμικότητα αποτελεί μια έννοια το εύρος της οποίας εκτείνεται και πέραν του παιδαγωγικού λόγου, σε επιστημονικά πεδία τόσο συναφή όσο και ετερόκλητα μεταξύ τους, όπως είναι η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία, η Φιλοσοφία, η Ηθική, η Ιστορία, η Ανθρωπολογία κ.λπ., καθώς επίσης και σε τομείς της Τέχνης και της Λογοτεχνίας.
Τα αίτια αυτής της εξέλιξης είναι σύνθετα και θα μπορούσαμε να τα αποδώσουμε, ανάμεσα στα άλλα, αφενός μεν στην εμφάνιση μιας νέας, πιο διευρυμένης προσέγγισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφετέρου δε στην αποδοχή, πλέον, της ετερότητας ως μιας κατάστασης που χρήζει διαχείρισης σε επίπεδο κοινωνίας, κράτους, οικονομίας και, βεβαίως, εκπαίδευσης.
Η μεταφορά του ζητήματος της διαχείρισης της πολυπολιτισμικότητας στο εκπαιδευτικό επίπεδο είναι ένα θέμα που απασχολεί όλο και πιο έντονα τις Επιστήμες της Αγωγής. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έχουν παρουσιαστεί και αναλυθεί διάφορα μοντέλα διαχείρισης της ετερότητα.
Τα μοντέλα αυτά, στην πλειοψηφία τους, κινούνται σε ένα ευρύ φάσμα απόψεων, κεντρικό σημείο των οποίων αποτελεί η θέση ότι οι εθνοπολιτισμικές διαφορές από μόνες τους αποτελούν ικανό παράγοντα αποτυχίας στο σχολικό περιβάλλον, κι αυτό διότι εστιάζουν στο θέμα της κουλτούρας του «διαφορετικού Άλλου» θεωρώντας ότι η τελευταία εμποδίζει, από τη μία, τον μαθητή να εγκλιματιστεί και να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον, ενώ, από την άλλη, μειώνει τις πιθανότητες να σημειώσει μέσα σε αυτό καλές επιδόσεις και να συνεχίσει με επιτυχία σε ανώτερα επίπεδα εκπαίδευσης.
Στη διαιώνιση της παραπάνω αντίληψης συμβάλλει και το γεγονός ότι σε όλες σχεδόν τις έρευνες που διεξάγονται σε χώρες υποδοχής μεταναστών φαίνεται ότι οι επιδόσεις των μαθητών που προέρχονται από τη μετανάστευση υστερούν σε σχέση με αυτές των γηγενών, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο το επιχείρημα της εθνοπολιτισμικής υστέρησης ως καθοριστικού γενεσιουργού παράγοντα της σχολικής αποτυχίας.
Έτσι, η ευθύνη επιρρίπτεται τόσο στην οικογένεια των μεταναστών, η κουλτούρα της οποίας διαφοροποιείται από τα κυρίαρχα πρότυπα, όσο και στο σχολείο, το οποίο δεν έχει δημιουργήσει τον κατάλληλο χώρο για την επιτυχή εκπαίδευση των μαθητών. Ωστόσο, οι δύο παραπάνω θέσεις, όπως ίσως είναι εμφανές, έχουν διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες.
Είναι γεγονός ότι σε όλες τις μεγάλες στατιστικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα και στον αναπτυγμένο κόσμο δείχνουν σαφώς ότι οι μαθητές που προέρχονται από τη μετανάστευση αποτυγχάνουν σε μεγαλύτερα ποσοστά, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι αν προστεθεί μία επιπλέον παράμετρος, το κοινωνικο-οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο των οικογενειών, αυτή καθίσταται καθοριστική για την εξίσωση.
Συνεπώς, ο παράγοντας Πολιτισμικό – Κοινωνικό Κεφάλαιο καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη σχολική διαδρομή των μαθητών, την επιτυχία τους ή την αποτυχία τους, δίχως, βέβαια, να αποκλείονται και άλλοι, περισσότερο ιδιαίτεροι ή ατομικοί, παράγοντες. Κι αυτό, διότι η κοινωνική τάξη δεν βαραίνει μόνο στη σχολική επιτυχία ή αποτυχία, αλλά –κυρίως– στις προσδοκίες, στις επιλογές και στα όνειρα που κάνει κανείς για τον εαυτό του.
* Ο Θεόδωρος Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!