Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ Δ. ΒΑΒΙΤΣΑ
Η λέξη «επιστημολογία» έχει τη ρίζα της στο αρχαίο ελληνικό ρήμα «επίσταμαι», το οποίο έχει την έννοια του «γνωρίζω κάτι καλά», του «είμαι βέβαιος για κάτι». Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, από τη λέξη «επίσταμαι» προέρχεται και η σύγχρονη λέξη «επιστήμη», η οποία, αρχικά, δήλωνε το οργανωμένο σώμα της εξακριβωμένης και τεκμηριωμένης γνώσης, με τον σύγχρονο ορισμό της, ωστόσο, να είναι πιο περιορισμένος, καθώς δηλώνει το σύστημα απόκτησης γνώσης με βάση την επιστημονική μεθοδολογία που βασίζεται στην επιστημονική έρευνα, και στην οργάνωση και ταξινόμηση της αποκτώμενης με αυτόν τον τρόπο γνώσης.
Παρ’ όλα αυτά, η επιστημολογία δεν αποτελεί ξεχωριστή επιστήμη, αλλά έναν ειδικό κλάδο της φιλοσοφίας, ο οποίος μελετάει την ουσία, τις μορφές, τις πηγές, τις δυνατότητες, την αξία και τα όρια της αληθινής γνώσης του εξωτερικού κόσμου και του Εγώ. Μιλάμε, επομένως, για μια θεωρία της γνώσης, η οποία έχει ως σκοπό την έρευνα των τρόπων με τους οποίους γνωρίζουμε κάτι ως αληθές.
Η επιστημολογία μπορεί να χρησιμοποιεί παραδείγματα από συγκεκριμένες καταστάσεις για να υποστηρίζει και να δείχνει μια άποψή της, μια θέση της, όπως, για παράδειγμα, υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δικαιολογημένη μια παραδοχή για ένα ζήτημα. Ωστόσο, αυτό που την ενδιαφέρει είναι η ίδια η γνωστική διαδικασία αυτή καθεαυτή: οι όροι, οι προϋποθέσεις, οι δυνατότητες της γνώσης.
Ιστορικά έχουν αναπτυχθεί διάφορα γνωσιοθεωρητικά συστήματα ερμηνείας του τρόπου με τον οποίο κατακτάται η γνώση. Η συστηματική παρουσίαση ακόμη και μιας κατεύθυνσης είναι αδύνατη στο πλαίσιο ενός άρθρου, ωστόσο ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στις κυριότερες επιστημολογικές κατευθύνσεις, οι οποίες είναι: ο εμπειρισμός, ο θετικισμός, ο πραγματισμός, ο ρεαλισμός, η αισθησιαρχία, ο σκεπτικισμός κ.ά. Η κάθε κατεύθυνση αποτελεί, επί της ουσίας, μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία, καθώς εκκινεί από βαθιές φιλοσοφικές προκείμενες, οι οποίες, με τη σειρά τους, οδηγούν σε συγκεκριμένη ερμηνεία του κόσμου.
Για να καταστεί η παραπάνω θέση μας πιο σαφής, θα αναφέρουμε ως παράδειγμα τον εμπειρισμό. Ο εμπειρισμός είναι η θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι η πηγή και τα συστατικά της ανθρώπινης γνώσης προέρχονται από την εμπειρία που αποκτάται μέσω των αισθήσεων (ακοή, αφή, όραση, γεύση, όσφρηση) ή ακόμη και των εσωτερικών αισθήσεων, όπως ο πόνος και η ευχαρίστηση. Καθίσταται, λοιπόν, φανερό ότι υπό το πρίσμα του εμπειρισμού η γνώση είναι μία συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία απορρέει από τα αισθητήρια. Ο νους είναι tabula rasa (άγραφος πίνακας), κενός από προϋπάρχουσα γνώση και σκέψη και, ως εκ τούτου, ο ρόλος του, στην καλύτερη περίπτωση, δευτερεύουσας σημασίας.
Κλείνοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι η επιστημολογία συνετέλεσε ώστε οι επιμέρους επιστήμες να συνειδητοποιήσουν τα όριά τους και τις αμοιβαίες σχέσεις τους και να είναι προσεκτικές στη χρήση ορισμένων μεθοδολογικών αρχών και εννοιών. Γι’ αυτό και η περαιτέρω μελέτη της επιστημολογίας αποτελεί καθοριστικής σημασίας ζήτημα για την επιστήμη.