Του ΧΡΗΣΤΟY ΓΚΕΡΕΚΟΥ
H στήλη αφιερώνει στους φίλους της κάποια ανεκδοτάκια “ελευθέρας βοσκής”, όπως θα λέγαμε, μιας και τα περισσότερα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα χωρίς να ξέρουμε “τον πρώτο διδάξαντα…”.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με μερικά έξυπνα από την Κρήτη μας από το βιβλίο του ‘‘σύντεκνου’’ Γιώργου Βιτώρου!
● Στο χειμαδιό στη Μεσσαρά, θωρεί μια μέρα ο Ατζαρομίχαλος το Μιχαλιό να περνάει ολόχαρος με το μουλάρι και να του φωνάζει ‘‘σύντεκνε πε μου συχαρίκια!’’
Γιάντα βρε σύντεκνε; Ίντα καλό σού ‘λαχε;
Έβαλα το γιο μου στην Τράπεζα.
Μπράβο μωρέ σύντεκνε. Μπράβο! Και με τι τόκο τον έβαλες;
● Από τα όρη επιστρέφει ο Μανώλης ο Χτυπαρθούνης, μπαίνει σπίτι του, ξαναστένεται (παίρνει ανάσα) και λέγει στην κυρά του.
Βάλε μωρή γριά μια ολιά νερό του γαϊδάρου…
Να το πιει; Ρωτάει τον η κυρά.
Όχι. Για να λουστεί μωρή! απαντάει εκείνος.
● Μπαταρίες για ραδιοφωνάκι ζητάει μια γρα (γριά) απ΄ τον μπακάλη.
Μπακάλης: Και γιατί έκαμες τόσο δρόμο να ‘ρθεις εδώ και δεν παίρνεις μπαταρίες μωρή θειά απ’ τον Κωστή, δίπλα σπίτι σου;
Γριά: Δεν ξαναπαίρνω από κειόν! Οι δικές του, όλο ποδόσφαιρο λένε.
● Γέροντας στον γιατρό: Με πονάει πολύ ο δεξιός μου πόδας γιατρέ.
Γιατρός: Γεραθειά, μπάρμπα Μανώλη… Γεραθειά!…
Γέροντας: Αφού είναι γεραθειά, γιατί δε με πονάει και ο αριστερός μου πόδας; Ίδια γεραθειά δεν έχει κι αυτός;
● Άλλος γιατρός βλέπει στον καφενέ ότι ο καφετζής ξύνει συνεχώς τον… πισινό του και τον ρωτάει. Μήπως έχεις αιμορροΐδες;
Καφετζής: Όι (όχι) σύντεκνε… Μόνον ότι έχει ο κατάλογος…
● Σφακιανός περνάει απ΄ τον καφενέ, σέρνοντας απ’ τον λαιμό με το σκοινί μια αίγα. ‘‘Πού το πας το ζωντανό μωρέ σύντεκνε;” ρωτάει τον συγχωριανό του.
Στο χασάπη για σφαγή το πάω…
Μια χαρά ζωντανό είναι, μόλις δυο χρονώνε και θα το σφάξεις; Γιατί μωρέ;(!)
Γιατί το ‘χω πάει στον τράγο τρεις φορές και δεν γκαστρώνεται. ‘Ιντα να το κάμω;
Να το πας στο Γυμνάσιο!
Κουζουλός είσαι μωρέ; Ίντα να κάμει στο Γυμνάσιο η αίγα; Γράμματα να μαθαίνει;
Πάε την και θα με θυμηθείς! Εγώ έστειλα τη θυγατέρα μου στο Γυμνάσιο και, σε δυο βδομάδες, μου γύρισε γκαστρωμένη!…
● Ρωτάει ο Μανωλιός φίλο του: “πε μου μωρέ σύντεκνε, όντες η γυναίκα σου βάνει βούγια στ΄ αλώνι (=κάνει σεξ) σκούζει μωρέ;
Αν σκούζει; Δε λες τίποτις. Στον καφενέ που παίζω τάβλι την ακούγω…
Και, μετά τα κρητικά, ας δούμε και μερικά άλλα, αγνώστου πατρός…
● Ζακυνθινός ψαράς που βρίσκεται σε μακρινή θάλασσα από καιρό για ψάρεμα, λαβαίνει γράμμα από την κοπελιά του στο οποίο του εκφράζει το παράπονο ότι την ξέχασε και αποφεύγει να γυρίσει κοντά της. Κι εκείνος της απαντάει με δικό του γράμμα «Με αδικείς τζόγια μου (χαρά μου). Εγώ, για να βρεθώ κοντά σου, αν μου το άφηνε η δουλειά, θα πέρναγα ακόμη και μέσα από ζούγκλα με άγρια θηρία. Μέσα από ένα δάσος που καίγεται, ακόμη και κολυμπώντας με τα ρούχα, μέσα από την πιο φουρτουνιασμένη θάλασσα. Αρκεί να μην βρέχει…».
● Δυο ορθοπεδικοί γιατροί, των οποίων έχει τελειώσει η “βάρδια” βγαίνουν από την πύλη του νοσοκομείου για να πάνε στο σπίτι τους και βλέπουν λίγο πιο πέρα στο πεζοδρόμιο ένα παχουλό γεροντάκι να περπατάει με μεγάλη δυσκολία. Να κάνει 2-3 βήματα, να σταματάει, να ακουμπάει στον τοίχο της μάντρας, να κοιτάζει προς τον ουρανό και ξανά τα ίδια και τα ίδια.
Σίγουρα ο παππούς έχει πρόβλημα με την κεφαλή του ισχίου και πρέπει να κάνει αρθροπλαστική λέει ο ένας γιατρός. Διαφωνώ απαντάει ο άλλος. Εγώ νομίζω ότι έχει εκφυλιστικές αλλοιώσεις στην σπονδυλική του στήλη. Επιμένει στην άποψή του ο ένας, επιμένει ο άλλος στην δική του και τελικά αποφασίζουν να ρωτήσουν το γέροντα από τι υποφέρει. Τον πλησιάζουν και τον βρίσκουν ακουμπισμένο στη μάντρα του νοσοκομείου να κοιτάζει με απόγνωση προς τον ουρανό. Του εκθέτουν ο καθένας την διάγνωσή του και τον ρωτάνε να τους πει ποιος κάνει λάθος.
Παίρνει βαθιά ανάσα ο γέρος και, με φωνή ξεψυχισμένη, τους απαντάει “δυστυχώς παιδιά μου κάναμε λάθος και οι τρεις!”
Με έκπληξη οι γιατροί: «Τι έχει να πει ”και οι τρεις” παππού;»(!!)
Γέρος: Αυτό που ακούσατε… Και οι τρεις! Εσύ που νομίζεις ότι έχω πρόβλημα ισχίου, εσύ που μίλησες για κάτι εκφυλιστικές… κι εγώ που νόμιζα ότι ήταν αέριο!…
● Πηγαίνει κάποιος να εξεταστεί σε γιατρό διότι αισθάνεται κόπωση, ανορεξία και “γουργουρητά” στα έντερα. Παίρνει ο γιατρός έναν φακό, κοιτάζει με προσοχή τα μάτια του επισκέπτη του, το ένα μετά το άλλο και του λέει “Δεν είναι κάτι σοβαρό. Αιμορροΐδες έχεις”.
Ξαφνιάζεται ο ασθενής και “τι είναι αυτά που μου λες γιατρέ; Στα μάτια με κοίταξες και βρήκες ότι έχω αιμορροΐδες;»
Ηρέμησε, του λέει ο γιατρός, η επιστήμη έχει κάνει προόδους και όλα είναι διαγνωστικώς δυνατά!
Σηκώνεται από την καρέκλα σιωπηλός ο ασθενής και, μετά από λίγη σκέψη, κατεβάζει το παντελόνι του, σκύβει με την πλάτη του προς το γιατρό και δείχνοντάς του με το δάκτυλό του τον γυμνό του πισινό, του λέει: ‘‘μιας και προχώρησε τόσο πολύ, όπως μου λες η επιστήμη, δεν ρίχνεις μια ματιά και εδώ πίσω μου γιατρέ, μήπως έχω και καταρράκτη;”
● Ρωτάει κάποιος τον Τοτό αν την Πρωτοχρονιά στόλισαν όπως πάντα στο σπίτι του δέντρο. Και βέβαια απαντάει ο πιτσιρίκος. Μόνο που, αντί για δέντρο, στολίσαμε τον παππού. Τον ντύσαμε στα κόκκινα, του κρεμάσαμε στολίδια κι όταν τον ρωτήσαμε πόσα του έχουν κόψει από τη σύνταξή του, του άναψαν και τα λαμπάκια!
Υ.Γ. Απορία του γράφοντος. Δεν καταλαβαίνω γιατί όταν θέλουμε να πούμε ότι κάπου πήγαμε και μείναμε ενθουσιασμένοι, από όσα είδαμε και ζήσαμε, λέμε ότι ήταν “σωστός Παράδεισος” όταν, από όσα έχουμε ακούσει και διαβάσει, οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν εκεί ξεβράκωτοι, τρώγανε το μήλο μισό-μισό και τους έζωναν και τα φίδια. Ποια η καλοσύνη του;
Αυτά για σήμερα φίλοι αναγνώστες και χαμογελάτε και όχι μόνο την ημέρα του γέλιου. Κάνει καλό!
Το άλλο το άκουσες ο Σινάνης δήμαρχος
Το πιο σύντομο ντόπιο ανέκδοτο: Άρχισαν οι εργασίες για την πεζογέφυρα Διάβας.