Του ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
«Οι πιο σκοτεινές γωνιές στην κόλαση είναι φυλαγμένες για εκείνους που διατηρούν την ουδετερότητά τους σε εποχές ηθικής κρίσης» (Μπράουν)
Σχετικά με το θέμα της παρουσίας και της παρέμβασης των Πνευματικών ανθρώπων στα ζητήματα της συλλογικής ζωής έχουν διατυπωθεί αντιτιθέμενες απόψεις. Η πρώτη διαφορά σχετίζεται με το εάν είναι θεμιτή η προσωπική ανάμειξη των πνευματικών ανθρώπων στα κοινωνικά θέματα ή εάν πρέπει να παρεμβαίνουν μόνο μέσα από το έργο τους. Η άλλη διαφορά απόψεων έγκειται στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εκδηλώνεται η παρουσία και η συμμετοχή τους.
Πολλοί είναι εκείνοι που καταλογίζουν στους πνευματικούς ανθρώπους μια τάση για επιβολή μιας νέας εξουσίας πάνω στη γνώμη των πολλών και ανώνυμων. Εκείνο όμως, που καταλογίζουν οι περισσότεροι είναι ότι οι πνευματικοί ηγέτες πολλές φορές κλείνονται είτε σε μια «παγερή» σιωπή είτε σ’ ένα γυάλινο πύργο μαζί με τους ομοίους και την «αυταρέσκειά» τους.
Αυτός, όμως, ο γυάλινος πύργος κάποια στιγμή θρυμματίζεται και ματώνει και τους ίδιους. Γιατί δεν μπορεί, ένας κατά τεκμήριο πνευματικός, άνθρωπος μια ολόκληρη ζωή να έχει τον εαυτό του σε αυτήν την πολυτέλεια του εγκλεισμού σ’ ένα γυάλινο πύργο. Όσο πολυτελής κι αν είναι αυτός, παραμένει ένα άχρωμο και άγευστο γυαλί. Ο Ρουσό έλεγε ότι «το πιο γλυκό κομμάτι της ύπαρξής μας είναι το συλλογικό». Η ιδιώτευση πολλές φορές απομυζά στοιχεία της ανθρώπινης υπόστασης. Εάν δε λάβουμε υπόψη την εικόνα του σύγχρονου κόσμου και την προοπτική του νέου αιώνα τότε καθίσταται φανερή η ανάγκη του πνευματικού ανθρώπου ως ενός ατόμου που χαρακτηρίζεται από μια ισορροπημένη ενότητα στοιχείων – εφοδίων που θα τον κάνουν χρήσιμο και ικανό, τόσο στην επιβεβαίωση της αξίας του όσο και στην αντιμετώπιση των σύνθετων προβλημάτων του καιρού μας.
Η διφυής ουσία του πνευματικού ανθρώπου αντανακλάται τόσο στην «πνευματική παρουσία» του όσο και στην «κοινωνική». Οι δυο αυτές πτυχές – ιδιότητες συναιρούνται, αλληλοσυμπληρώνονται και δεν αλληλοαναιρούνται, όπως πολλοί διατείνονται. Η πνευματική δηλαδή ακτινοβολία των πνευματικών ανθρώπων ακυρώνεται, σύμφωνα με τη γνώμη κάποιων, όταν αυτοί παρεμβαίνουν με πράξεις στα «δημόσια πράγματα».
Τα γνωρίσματα – όπλα ενός πνευματικού ανθρώπου είναι: Η Γνώση, το ένστικτο, η ευαισθησία, ο στοχασμός, η Αρετή, η τιμιότητα, η διορατικότητα, η γενναιότητα, η ευθύνη, η καθαρή – αυτόνομη σκέψη και η κριτική συνείδηση. Τα παραπάνω γνωρίσματα σε συνδυασμό με την εικόνα της κοινωνίας και της εποχής (ανάγκες, προβλήματα, προοπτικές, διέξοδοι, οράματα και ουτοπίες) στην οποία ζει και δημιουργεί ο πνευματικός άνθρωπος καθορίζουν και το ρόλο – χρέος του. Προσδιορίζουν, δηλαδή, τη στάση του και μορφοποιούν τη βούλησή του. Γενικότερα η παρουσία του πνευματικού ανθρώπου ακροβατεί στο ΔΕΟΝ και στο μη-ΔΕΟΝ.
Ειδικότερα ο πνευματικός άνθρωπος οφείλει να απορρίπτει τον ιδεαλιστικό αναχωρητισμό και να επιλέγει την κοινωνική παρέμβαση. Να αρνείται τον Πνευματικό Ασκητισμό και να νιώθει Πολιτικά μάχιμος. Να προτιμά την κοινωνική ένταξη και αγωνιστικότητα και να εγκαταλείπει τη λογική της Ψυχολογικής και Κοινωνικής αυτοπεριθωριοποίησης. Σε καιρούς κρίσης ο πνευματικός άνθρωπος είναι η ελπίδα και σε καιρούς αθώους η άγρυπνη – ακοίμητη συνείδηση.
Ο πνευματικός άνθρωπος βρίσκεται πάντοτε στο δίλημμα, να συνταχθεί με τη λογική του Πνευματικού ναρκισσισμού ή με την αίσθηση του «ανήκειν» και την αγωνιστική συνείδηση, με τη λογική του Αυτοεγκλεισμού στη δημιουργική Μοναξιά ή με τη σκέψη του πρωτοπόρου στον Κοινωνικό Αγώνα, με τη λογική της εξουσιαστικής παρουσίας – παρέμβασης ή με τη στάση του συμμαχητή και του συνοδοιπόρου; Αιωρείται, επίσης, ο διανοούμενος ανάμεσα στην Ανάγκη για επιβεβαίωση της υπεροχής του και στην Αναγκαιότητα και Αξία της ατομικής προσφοράς μέσα στις συλλογικές διαδικασίες.
Η θετική παρουσία των Πνευματικών ανθρώπων τους καθιστά κοινωνικά αποδεκτούς. Ο Λαός δηλαδή εμπνέεται και στηρίζεται, ελπίζει και εμψυχώνεται από τους πνευματικούς του ηγέτες. Γι’ αυτό οι πνευματικοί άνθρωποι δεν πρέπει να λειτουργούν ως υποκατάστατα νέων ηγεσιών και εξουσιών και ούτε να εμφανίζονται ως φορείς μεσσιανικών αντιλήψεων και συμπεριφοράς. Ο διανοούμενος είναι θεμέλιο αλλά και φαντασία, στήριγμα αλλά και απογείωση, Ρεαλισμός και Έμπνευση.
Επιπρόσθετα ο πνευματικός άνθρωπος οφείλει να είναι ο Μαχητής του δικαίου και του νέου και όχι Απολογητής του παλιού και του άδικου. Να είναι ο φόβος – κίνδυνος της «διανοητικής αριστοκρατίας». Να στηλιτεύει και να απομυθοποιεί την εξουσία και όχι να μυθοποιεί τους ισχυρούς και τους κυβερνώντες. Οι πνευματικοί, δηλαδή, άνθρωποι και γενικότερα η Διανόηση δεν πρέπει να λειτουργεί ως μια ακόμη εξουσία. Η εξουσία των Πνευματικών ανθρώπων συνιστά μια αυτοαναίρεση της ίδιας της ύπαρξής τους. Για τους πνευματικούς ανθρώπους αλλά και για το κοινωνικό σύνολο το δίλημμα εστιάζεται ανάμεσα στη γοητεία και το θάμπωμα του «γυάλινου πύργου» και στην αγωνία – δικαίωση από τη συμμετοχή του στους καθημερινούς αγώνες για αξιοπρέπεια, αλήθεια, δημοκρατία, ελευθερία και αυτονομία.
Το πεζοδρόμιο, λοιπόν, το αίμα και οι πληγές είναι ο χώρος που δικαιώνει τον Πνευματικό άνθρωπο ή η «αναίμακτη» πνευματική μοναξιά; Η τριβή με τα καθημερινά και οι τραυματισμοί ή η ασφάλεια που εξασφαλίζει η πνευματική ακτινοβολία; Ερωτήματα και διλήμματα που τίθενται εδώ και αιώνες χωρίς να υπάρχουν και οι εύκολες απαντήσεις. Για τους θιασώτες της «πνευματικής μοναξιάς» των πνευματικών ανθρώπων ο διανοούμενος είναι ένας ξένος στους κόλπους της κοινωνίας. Είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται σε ρήξη με την κοινωνία και δεν ζει σύμφωνα με τους κυρίαρχους κοινωνικούς κανόνες. Είναι οι υγιείς απροσάρμοστοι που θέτοντας σε εφαρμογή τη δυσπιστία και το σκεπτικισμό βιώνουν τη γνώση και την ελευθερία τους σε απόλυτα μεγέθη. Είναι οι εξόριστοι στην ίδια τους την πατρίδα «Εξορία σημαίνει ότι θα βρίσκεσαι πάνω στο πεζοδρόμιο και ότι τα βήματά σου ως διανοούμενου πρέπει να τα αποφασίζεις εσύ ο ίδιος, γιατί δεν μπορείς να ακολουθήσεις καμία προκαθορισμένη οδό» (Έντουαρντ Σαίντ).
Στον αντίποδα της εικόνας του «εξόριστου πνευματικού ανθρώπου» βρίσκονται εκείνοι που φιλοτεχνούν την εικόνα του διανοούμενου που υπηρετεί την κοινωνία και συνειδητά ποιεί το Ηθικό, Κοινωνικό και Πολιτικό χρέος του. Η στράτευσή του στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα, ελευθερία και αυτοπροσδιορισμό θεωρείται βασικό στοιχείο της ύπαρξής του. Ο πνευματικός δηλαδή, άνθρωπος δικαιώνεται μόνο όταν καθίσταται παιδαγωγός της κοινωνίας και φρουρός της. Η σιωπή και η εξορία δεν αρμόζουν σε εκείνη την ομάδα των ανθρώπων που η φύση τους έβαλε στη θέση το οδηγού και του ηγέτη.
«Το πιο δύσκολο σε περίοδο ταραχών δεν είναι να πράξεις το καθήκον σου, αλλά να ξέρεις ποιο είναι το καθήκον σου» (Rivarol)